Οι τελικές φάσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου είναι συναρπαστικές, μεταξύ άλλων λόγων, και γιατί εκεί παρουσιάζονται σε διάστημα ενός μήνα όλες οι νέες τάσεις του σύγχρονου ποδοσφαίρου που χτίζονταν τα εκάστοτε προηγούμενα χρόνια. Τί βλέπουμε λοιπόν σε αυτό το Μουντιάλ φτάνοντας στο σαββατοκύριακο των τελικών; Ότι οι περισσότεροι, και ειδικά οι ανερχόμενοι, ποδοσφαιριστές σε κορυφαίο επίπεδο δεν είναι πλέον λευκοί Ευρωπαίοι με προσωπικότητες όπως ο Κρόιφ, ο Ζιντάν ή ο Λεβαντόφσκι, ούτε απαραίτητα λατίνοι υπερ-μπαλαδόροι.

Ads

Στην μετά-Μέσι-Ρονάλντο εποχή, τις εντυπώσεις κλέβει ο Γερμανός με Νιγηριανό πατέρα Τζαμάλ Μουσιάλα, o γεννημένος σε προσφυγικό καμπ Λιβεριανής καταγωγής Καναδός Αλφόνσο Ντέιβις, τα ακραία μπακ του Μαρόκου Χακίμι και Μαζράουι και φυσικά τα τέκνα των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων Αγγλίας και Γαλλίας, Σακά και Τσουαμενί, Ράσφορντ και Εμπαπέ.

Οι νέοι πρωταγωνιστές του παγκόσμιου ποδοσφαίρου δεν είναι ηγέτες παλιάς κοπής, δεν διεκδικούν το απόλυτο. Είναι φυσιογνωμικά και ποδοσφαιρικά μιγάδες, γόνοι μεταναστών, τα ζωντανά αποτελέσματα των αλλαγών που συμβαίνουν στον πλανήτη-ποδόσφαιρο τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Οι καρποί του «Μποσμάν» και της μετανάστευσης

Ads

«Τομή υπήρξε η ‘απόφαση Μποσμάν’ του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το 1995, η οποία επέτρεψε την ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων και κεφαλαίων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιορίζοντας παράλληλα τις εθνικές πολιτικές που είχαν στόχο η πλειοψηφία των ποδοσφαιριστών να προέρχεται από την εκάστοτε χώρα», σημειώνει στο tvxs.gr ο καθηγητής της Κοινωνιολογίας του Αθλητισμού στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Γιάννης Ζαϊμάκης. «Η απόφαση συνετέλεσε στην δραστική αύξηση των μετακινήσεων ποδοσφαιριστών και από άλλες ηπείρους, όχι μόνο εντός της Ευρώπης».

«Σαφέστατα, ρόλο έχει παίξει και η αύξηση των μεταναστευτικών ροών», προσθέτει ο καθηγητής. «Το ποδόσφαιρο αποτελεί μία από τις πλέον προσβάσιμες και φθηνές δραστηριότητες για το μεταναστευτικό δυναμικό που διαμένει, δεκαετίες τώρα, στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Τα παιδιά αυτών των μεταναστών σε πολλές περιπτώσεις επιλέγουν την εθνικότητα της χώρας που μεγάλωσαν κι έτσι βλέπουμε στις αποστολές εθνικών ομάδων της Ευρώπης πολλούς ποδοσφαιριστές με αφρικανικές, ασιατικές ή λατινοαμερικάνικες ρίζες».

Το ποδόσφαιρο στην μετα-αποικιοκρατία

«Ορισμένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά clubs έχουν επενδύσει σε υποδομές και έχουν δημιουργήσει ακαδημίες σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας, προκειμένου να διδάσκουν στα παιδιά το ποδόσφαιρο με σωστό και συστηματικό τρόπο και ύστερα να παίρνουν τους πιο εξελίξιμους νέους ποδοσφαιριστές στα ρόστερ τους. Βλέπουν δηλαδή τις φτωχές χώρες ως δεξαμενές νέων ποδοσφαιριστών από τις οποίες θέλουν να αντλούν τους καλύτερους», επισημαίνει από τη μεριά του ο Γιώργος Μπαντής, πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών και Ποδοσφαιριστριών (ΠΣΑΠΠ).

«Το κίνητρό τους σίγουρα είναι ιδιοτελές», συμπληρώνει ο παλαίμαχος τερματοφύλακας που πάντα παίρνει θέση στο πλευρό των πιο ευάλωτων. «Όμως είναι αλήθεια ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία πολλά παιδιά στον πλανήτη έχουν γήπεδα να αθληθούν και παίρνουν σωστές ποδοσφαιρικές βάσεις. Είναι μια δουλειά που γίνεται τα τελευταία 20-30 χρόνια και τώρα βλέπουμε τα αποτελέσματα, με πολλούς ποδοσφαιριστές με καταγωγή από την Αφρική και την Ασία να παίζουν σε top επίπεδο».

Ο Γιώργος Μπαντής εντοπίζει βέβαια και το κίνητρο από την πλευρά των ποδοσφαιριστών. «Οι κινήσεις αυτές των μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων έρχονται να συναντήσουν τη δίψα που έχουν οι φτωχοί άνθρωποι για διέξοδο από την ανέχεια. Αρκετοί βλέπουν τα χρήματα που θα τους φέρει μια μεταγραφή στην Ευρώπη ως το μέσο όχι μόνο για τη βελτίωση της δικής τους ζωής αλλά και για να στηρίξουν την οικογένεια ή ακόμα και τη γειτονιά ή το χωριό στο οποίο μεγάλωσαν».

Το κίνητρο της απόκτησης υλικών αγαθών και κοινωνικής ανέλιξης προϋπήρχε φυσικά της «φιλελευθεροποίησης» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, όπως την ορίζει ο κ. Ζαϊμάκης. Μας λέει ο ίδιος: «Με την ανάπτυξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας στη μεταπολεμική περίοδο, κατέστη δυνατή η παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου. Έχοντας την επαφή με το άθλημα, νέοι άνδρες σε φτωχές αφρικανικές και ασιατικές χώρες, ακόμα και στη Λατινική Αμερική όπου το ποδόσφαιρο είχε ήδη αναπτυχθεί νωρίτερα, έθεταν ως στόχο ζωής να παίξουν επαγγελματικό ποδόσφαιρο υψηλών επιδόσεων και αυτό να τους φέρει στις εύρωστες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Το ποδόσφαιρο δηλαδή λειτούργησε ως ένας μηχανισμός ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας για τα φτωχά λαϊκά στρώματα», σημειώνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης.

Προς τον ποδοσφαιρικό ολιγαρχισμό

Ο κ. Ζαϊμάκης υπογραμμίζει ωστόσο ότι από αυτό το σύστημα δεν έχει οφέλη για όλους. «Η κοινωνική ανέλιξη και η απόκτηση πλούτου αφορά μια μικρή μειοψηφία ποδοσφαιριστών που έχουν τις δυνατότητες και η συγκυρία τους βοηθά να τις αξιοποιήσουν. Η συντριπτική τους πλειοψηφία παραμένει εκτός», λέει ο καθηγητής. «Επίσης βλέπουμε τα εθνικά πρωταθλήματα των χωρών της Λατινικής Αμερικής αποδυναμωμένα, γιατί οι εξαιρετικά ταλαντούχοι αθλητές παίρνουν μεταγραφή από πολύ μικρή ηλικία σε ευρωπαϊκούς συλλόγους», προσθέτει.

«Η κυριαρχία των οικονομικών λειτουργιών σε βάρος της απόλαυσης του παιχνιδιού, εντείνει τις ανισότητες. Όποιο σωματείο θέλει να είναι ανταγωνιστικό σε κορυφαίο επίπεδο, δεν μπορεί να αρκεστεί στην αξιοποίηση των ταλέντων της περιοχής του αλλά πρέπει να συντηρεί δεκάδες στελέχη που θα ανακαλύπτουν και τελικά θα ‘στρατολογούν’ ποδοσφαιριστές από διάφορες γωνιές της γης. Προφανώς αυτό προϋποθέτει μεγάλη οικονομική επιφάνεια και άρα οι πλουσιότερες ομάδες θα έχουν πάντα στα ρόστερ τους, τους καλύτερους αθλητές, με αποτέλεσμα να περιορίζονται αισθητά οι πιθανότητες εκπλήξεων», εξηγεί ο κ. Ζαϊμάκης.

«Σκεφτείτε το ελληνικό παράδειγμα. Πόσο πιθανό είναι να ξαναδούμε μια επαρχιακή ομάδα, στηριγμένη στα δικά της ταλέντα, να κατακτά το ελληνικό πρωτάθλημα, όπως πέτυχε η ΑΕΛ το 1988; Αλλά και οι ‘μεγάλοι’ του ελληνικού ποδοσφαίρου χάνουν στο διεθνές στερέωμα. Είναι αδύνατο να σκεφτούμε πλέον μια ελληνική ομάδα στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπως πέτυχε ο Παναθηναϊκός το 1971. Οδηγούμαστε λοιπόν σε έναν ποδοσφαιρικό ολιγαρχισμό, που φαίνεται ότι όλο και θα ενισχύεται», τονίζει ο καθηγητής.

Τί κάνουν οι ελληνικοί σύλλογοι;

Ρωτήσαμε τον Γιώργο Μπαντή εάν υπάρχουν ελληνικοί σύλλογοι που επενδύουν σε νέα ταλέντα, στα πρότυπα των μεγάλων ευρωπαϊκών κλαμπ. «Σίγουρα υπάρχουν ελληνικές ομάδες που επενδύουν στον εντοπισμό ταλέντων από μικρά ερασιτεχνικά σωματεία, όμως είναι εξαιρέσεις», παρατηρεί εκείνος.

«Οι περισσότερες δεν κάνουν συστηματική δουλειά σε αυτόν τον τομέα και αυτό αποτυπώνεται στα αποτελέσματα των ελληνικών ομάδων στην Ευρώπη, την ποιότητα του ελληνικού πρωταθλήματος και φυσικά την απουσία της Εθνικής από τελικές φάσεις Μουντιάλ και Euro. Από έρευνα του Συνδέσμου προέκυψε ότι στον πρώτο γύρο της φετινής Superleague μόλις το 1,85% των συνολικών αγωνιστικών λεπτών καλύφθηκε από παίκτες κάτω των 21 ετών που ταυτόχρονα διατηρούν δικαίωμα συμμετοχής στις Εθνικές μας ομάδες», καταλήγει ο πρόεδρος του ΠΣΑΠΠ.