Η υποδοχή του «Αγίου Φωτός» με τιμές αρχηγού κράτους και το ξέπλυμα που παρείχε σε όλες τις εκδοχές της δεξιάς, από τη χριστιανική μέχρι την υπόδικη ναζιστική, ήταν το τελευταίο επεισόδιο που υπενθυμίζει ότι οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του κοσμικού κράτους και της θεοκρατίας είναι κυρίως ζήτημα πολιτικών επιλογών και λιγότερο θεσμικό. 

Ads

Πολύ πριν φτάσει κανείς στο μακρινό – και ίσως άφταστο λόγω του γιγάντιου πολιτικού κεφαλαίου που απαιτεί – χωρισμό του κράτους με την Εκκλησία, θα διαπιστώσει ότι το πλήθος των παρεμβάσεων και η επιρροή της Εκκλησίας δεν βασίζονται στην όποια θεσμική θέση της επιφυλάσσει ο καταστατικός χάρτης που μάλλον αγνοούν συστηματικά.  

Έτσι και η καινοφανής και αμφιλεγόμενη υποχρέωση που έχει αναλάβει το κράτος για τη μεταφορά του «φωτός», που μάλιστα ανάγεται σε εποχές «εκσυγχρονιστών»,  δεν απορρέει ούτε από θεσμικό καθήκον, ούτε από παράδοση, ούτε από την αντίληψη ενός κράτους που θρησκεύεται και πιστεύει σε θαύματα ή ιστορίες με δράκους. Συνιστά ευθεία επιρροή της  Εκκλησίας που εκμεταλλεύεται τον παραμικρό χώρο που της δίνεται και ακόμη παραπέρα, επιβάλλοντας την παρουσία της παντού. Οι τιμές «αρχηγού κράτους» δεν απευθύνονται στο φως αλλά στο ρόλο που διεκδικεί η Ελλαδική Εκκλησία. 

Για αυτό και πίσω του στοιχήθηκαν κάθε λογής θεομπαίχτες και πολιτικάντηδες. Αντιθέτως, για το ΣΥΡΙΖΑ η πολιτική κατευνασμού, που βασίστηκε σε μια ρεαλιστική εκτίμηση των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, αν και συνετή ως κίνηση δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα καθώς η κυβέρνηση πλήρωσε βαρύ τίμημα από τις διαρκείς εκκλησιαστικές παρεμβάσεις. Ίσως και επειδή η πολιτική της σύγκλισης με ένα μετριοπαθή Αρχιεπίσκοπο πολεμήθηκε από την ίδια την Ιεραρχία με τους ακραίους Δεσπότες να τον υπονομεύουν σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα και να επιβάλλονται, με καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα. 

Ads

Είναι γεγονός ότι στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης όλοι οι συντηρητικοί θεσμοί της χώρας, με προεξάρχουσα την Εκκλησία, κατάφεραν να επανέλθουν στο προσκήνιο δυναμικά και να αυξήσουν τη δημόσια παρέμβαση με έξαρση του εθνικισμού, της θρησκοληψίας, του μιλιταρισμού: Τα κηρύγματα μίσους βρήκαν χώρο στο δημόσιο λόγο, ο ακροδεξιός λόγος διείσδυσε στο πολιτικό σύστημα, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία ξεπλύθηκαν από την Εκκλησία και τα ΜΜΕ, δοξασίες και προφητείες υποκατέστησαν τον ορθό λόγο, στρατιωτικά αγήματα άρχισαν να ψάλλουν τον εθνικό ύμνο, οι νεοναζί δημιούργησαν πυρήνες στα σώματα ασφαλείας ενώ το βαθύ κράτος  ενεργοποίησε μετεμφυλιακά αντανακλαστικά.

Ο βαθμός παρέμβασης κορυφώθηκε στα περίφημα συλλαλητήρια που επιβεβαίωσαν την αντίληψη ότι μια μεγάλη στρατιά «ψεκασμένων», όχι πλειοψηφούσα αλλά καθόλου αμελητέα σε μέγεθος,  απειλεί τις δημοκρατικές κατακτήσεις εμφορούμενη από απριλιανά ιδεώδη. Ας μην ξεχνάμε ότι η γελοία κοινοβουλευτική ερώτηση για το «τάμα του έθνους» ΔΕΝ κατατέθηκε από τη Χ.Α…

Δεν αμφισβητεί κανείς τις θρησκευτικές αντιλήψεις της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων ούτε την παράδοση αλλά δεν πρέπει οι πολιτικές επιλογές να καθοδηγούνται από το βαθμό πίστης ή αθεΐας, δεν είναι αυτό κριτήριο για μια σύγχρονη δημοκρατία. Είναι όμως προφανές ότι ο δεσμός που συνδέει το νεοελληνικό κράτος με το βυζαντινό μεσαίωνα οφείλεται πρωτίστως στο πολιτικό σύστημα.