Το φθινόπωρο του 2011, δύο δεκαετίες μετά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, η Anja Mutic αποφάσισε να ξεκινήσει ένα ταξίδι για το μέρος που μεγάλωσε, μια χώρα που δεν υπάρχει πια.

Ads

Σήμερα η βάση της είναι η Νέα Υόρκη, αλλά τα τελευταία χρόνια της ζωής της γυρίζει τον κόσμο, ζώντας νέες εμπειρίες. Έχοντας ταξιδέψει από την Βολιβία και τα Γκαλάπαγκος μέχρι τα Μπόρα Μπόρα και τη Λισσαβόνα ως ταξιδιωτική συντάκτρια, η Mutic ξεκίνησε το πιο συναρπαστικό και συγκινητικό ταξίδι της ζωής της. Και το γεγονός ότι η χώρα που γεννήθηκε δεν υπάρχει πια στο χάρτη δεν την εμπόδισε να το πραγματοποιήσει.

«Οι εμπειρίες που αποκόμισα από τον κάθε προορισμό είναι φανταστικές αλλά έρχεται κάποια στιγμή που νιώθεις πως ανήκεις παντού και πουθενά. Και παρόλο που γνωρίζω βαθιά μέσα μου ότι είναι ευτυχία να μην ανήκεις πουθενά, δεν μπορούσα να συμφιλιωθώ με αυτή την ιδέα, αναφέρει Anja Mutic στο δημοσίευμα του BBC.

Μεγάλωσε στο Ζάγκρεμπ – τότε τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γιουγκοσλαβίας και σήμερα την πρωτεύουσα της Κροατίας. Σύμφωνα με τους γονείς της είχε μια “απολύτως φυσιολογική παιδική ηλικία”. Έπαιζε με κούκλες, ενώ στην εφηβεία της παρακολούθησε το Beverly Hills και ήταν ερωτευμένη με τον Dylan. Διάβαζε την ποίηση του TS Eliot και άκουγε Smiths.

Ads

Αλλά μετά ήρθε η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, ως αποτέλεσμα του πολέμου της δεκαετία του ’90 και η Anja ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Η κατάσταση στη χώρα της έγινε ανυπόφορη και κάπως έτσι πήρε την απόφαση να φύγει. Δεν θεωρεί τον εαυτό της πρόσφυγα. Περισσότερο πιστεύει ότι αυτοεξορίστηκε το 1993 οικειοθελώς, γιατί δεν ήθελε να «κολλήσει» σε αυτό το μέρος και προτίμησε να ανοίξει τα φτερά της αλλού. Ωστόσο, 15 χρόνια αργότερα, ταξιδεύοντας σε διάφορα μέρη του κόσμου, οι αναμνήσεις άρχισαν να τη στοιχειώνουν και ένα μοναδικό ερώτημα γύριζε στο μυαλό της. Που είναι τελικά το σπίτι μου;

image

Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στην πρώην πατρίδα της και να κατανοήσει τους πολέμους που ξεκίνησαν με τη Σλοβενία ​​που κήρυξε ανεξαρτησία το 1991, τον πόλεμο της Κροατίας για ανεξαρτησία το 1995, τον πόλεμο στη Βοσνία που τελείωσε επισήμως με την υπογραφή της Συμφωνίας του Ντέιτον το 1995 και στη συνέχεια τον βομβαρδισμό της Σερβίας από το NATO το 1999.

Ήξερα από την αρχή ότι τα ταξίδι δεν θα είναι εύκολο. Είχε περιορισμένο μπάτζετ, μεγάλα σχέδια και φόβο για αυτά που θα συναντήσει. «Φοβόμουν ότι θα άνοιγα το κουτί της Πανδώρας, γεμάτο θλίψη και απώλειες που προκλήθηκαν από τον πόλεμο», ανέφερε η Anja.

Ταξίδεψε για περίπου έξι εβδομάδες, σχεδόν μία εβδομάδα σε κάθε κράτος: Κροατία, Σλοβενία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία & Ερζεγοβίνη και ΠΓΔΜ. Στο ταξίδι της συνάντησε πολλούς ανθρώπους και συνομίλησαν. Παρόλο που είχε πάρει μαζί της πλήθος ταξιδιωτικών οδηγών τόσο για τα μέρη όσο και για την ιστορία της κάθε χώρας, σύντομα κατάλαβε ότι θα ήταν αχρείαστοι, αφού όσα έψαχνε να βρει υπήρχαν στις διηγήσεις των κατοίκων που γνώρισε.

Καθ΄ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είχε την ελπίδα ότι θα έβρισκε ανθρώπους στον δρόμο της που θα της μιλούσαν για τον άσχημο και αργό θάνατο της Γιουγκοσλαβίας που άφησε μια ολόκληρη γενιά με ένα παρατεταμένο συναίσθημα εκτοπίσεως. Ήξερε ότι δεν ήταν η μόνη που αισθανόταν χαμένη, αλλά ήθελε να καταλάβει πως αντιλαμβάνονταν εκεί την εμπειρία που είχαν ως κατακερματισμένο έθνος.

Τελικά οι ιστορίες των ανθρώπων που γνώρισε έγιναν η ραχοκοκαλιά του ταξιδιού της. Στο ταξίδι της συνομίλησε και κατέγραψε τις ιστορίες πάνω από 50 ανθρώπων. Συναντήθηκε με στρατιωτικούς, πολιτικούς, ποιητές, ακτιβιστές, καλλιτέχνες, εκπαιδευτικούς και εργαζομένους σε ΜΚΟ. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι η Γιουγκοσλαβία δεν τελείωσε ποτέ για εμένα. Έχω μια νοσταλγία μέσα μου», της είπε η Danche Chalovska στα Σκόπια και συνέχισε: «Η Γιουγκοσλαβία είναι μέρος της ζωής μου, αυτού που είμαι και θα παραμείνει έτσι». Οι Sabrije Elezi και Usnije Fetahi, επίσης από τα Σκόπια, της είπαν: «Η ζωή ήταν πολύ καλύτερη τότε».

Περιπλανήθηκε στις γειτονιές των Σκοπίων και χάζευε τη ζωή και τους ανθρώπους. Πέρασε από την παλιά συνοικία των τεχνιτών με τα καταστήματα δέρματος, χαλκού και κλωστοϋφαντουργίας και τους πάγκους που πωλούσαν λαμπερά νυφικά και παραδοσιακά δερμάτινα παπούτσια που φορούσαν αγρότες στη νοτιοανατολική Ευρώπη.

Συνάντησε την Sabrije Elezi και την Usnije Fetahi που ετοίμαζαν σε μια μεγάλη κατσαρόλα ajvar, παραδοσιακό βαλκανικό έδεσμα φτιαγμένο από κόκκινες πιπεριές, ενώ πιο κάτω ο Usnije έκανε τούρκικο καφέ και δίπλα του υπήρχε ένας ξυλόγλυπτος δίσκος με slatko, που είναι ένα τοπικό γλυκό της περιοχής.

image

Η Anja συνέχιζε να πίνει καφέδες και να συνομιλεί με ντόπιους, καταγράφοντας τις ιστορίες τους. Κάποιοι από τους συνομιλητές της είχαν όρεξη για καθαρή πολιτική συζήτηση, εκφράζοντας τη δική τους θεωρία για την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας. Άλλοι, επικεντρώνονταν σε συγκεκριμένες πτυχές της ζωής τους στο ανύπαρκτο -πλέον κράτος: έναν φίλο από την παιδική ηλικία που δεν είδαν ξανά, ένα συγγενής που έφυγε στο εξωτερικό. Υπήρχε θυμός, μελαγχολία, απογοήτευση, προδοσία και η γενική αίσθηση ότι χάσανε όλοι κάτι πολύτιμο. Η Anja συνέχισε να παίρνει απαντήσεις, αλλά καμία δεν ήταν τόσο ολοκληρωμένη όσο περίμενε.

Όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, διάλεξε όλες τις ιστορίες τους. Όμως στην πορεία συνειδητοποίησε πως μερικές φορές στη ζωή κυνηγάμε τη «μεγάλη ιστορία». Έχουν περάσει επτά χρόνια από τότε που πίστευε ότι θα θεραπεύσει τις πληγές της αναζητώντας τις ρίζες της, το σπίτι της και εκείνη την αόριστη αίσθηση του «ανήκειν».

Ωστόσο, συνειδητοποίησε ότι είναι η ίδια. Το ταξίδι δεν την άλλαξε τόσο πολύ όσο πίστευε όταν ξεκινούσε. Αντίθετα της έδωσε την ευκαιρία να κοιτάξει μέσα από ένα παράθυρο τη ζωή των ανθρώπων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη Γιουγκοσλαβία.

Και επτά χρόνια αργότερα, αρχίζω να δέχομαι το γεγονός ότι η έννοια του «σπιτιού» είναι εύπλαστη και πως η γη που τη μεγάλωσε είναι μια φανταστική χώρα που δεν υπάρχει πια, πέρα από τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων που την έζησαν. Και πως, μερικές φορές, ένα ταξίδι είναι ακριβώς αυτό: ένα ταξίδι πίσω απ′ όπου ξεκίνησες.