Έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει:
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική η συνείδηση:
Δεν γνωρίζω αν είναι κύμα μονάχα ή πλάσμα βαθύ
ή μονάχα βραχνή φωνή ή θαμβωτική εικασία ιχθύων και καραβιών.

Ads

Γεγονός είναι ότι και κοιμισμένος ακόμα με κάποιο μαγνητικό τρόπο
κυκλοφορώ στην παγκοσμιότητα των κυμάτων.
Δεν είναι μονάχα τ’ αλλοιωμένα κοχύλια,
σα ν’ ανάγγελνε κάποιο αργό θάνατο τρεμουλιάρης πλανήτης, όχι,
με τη λεπτομέρεια ανοικοδομώ την ημέρα,
με μια ριπή αλατιού το σταλακτίτη,
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.

Διατηρώ ο,τι με δίδαξε.
Τον αγέρα, τον αδιάκοπο άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει ελάχιστο για τον νέο που’ ρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
αυτός ο παλμός όμως που κατερχόταν κι ανέβαινε στην άβυσσό του,
το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο,
και η στείρωση του άστρου,
το τρυφερό ξεκαθάρισμα του κύματος που σπαταλάει το χιόνι με τον αφρό,
η ειρηνική κι ασάλευτη εξουσία σαν πέτρινος θρόνος στα βάθη,
αντικαταστήσανε τον περίβολο που μεγάλωνε η πεισματάρικη θλίψη,
συσσωρεύοντας λησμονιά, κι άλλαξε ξάφνου η ύπαρξή μου:
Προσχώρηση στην καθάρια κίνηση. 

Η θάλασσα του Πάμπλο Νερούδα