Δεν ξέρω αν οι δάσκαλοι του καλού, παλιού καιρού ήσαν καλύτεροι από τους σημερινούς. Το πράγμα μου φαίνεται κάπως αμφίβολο. Ξέρω όμως ότι είχαν ένα εξαιρετικό τάλαντο να εφευρίσκουν πρωτότυπα και θαυμαστά παιδαγωγικά μέσα.

Ads

Η βαθιά πίστη τους στο παιδαγωγικό δόγμα ότι «το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο», η κλασική τους αντίληψη ότι ο αγράμματος άνθρωπος είναι «ξύλο απελέκητο» που πρέπει να πελεκηθεί και η σχολική παράδοση του ιστορικού «φάλαγγα» δημιουργούσαν γι’ αυτούς μια ζωηρότατη άμιλλα στην εφεύρεση νέων τρόπων, νέων μεθόδων και νέων εργαλείων ακόμα σχολικής ανθρωποκαλλιέργειας. Είχαν μαθητεύσει οι περισσότεροι στην εκπαιδευτική σχολή, που οι τρόφιμοί της, αρχίζοντας τη μύησή τους στα ιερά όργια της παιδείας, ψιθύριζαν σαν προσευχή τους τρομερούς στίχους:

Άρξον, χειρ μου αγαθή,
γράψον γράμματα καλά,
μη δαρθείς και παιδευθείς
και εις φάλαγγα βαλθείς.

Και νόμιζαν ιερό τους χρέος να συνεχίσουν την παράδοση. Αλλά ο «φάλαγγας» – δεν ξέρω αν βρίσκεται σε κανένα παιδαγωγικό μουσείο το θρυλικό αυτό στρεβλωτικό εργαλείο, που επρόσφερε τόσες υπηρεσίες στην ελληνικήν παιδεία, στραγγαλίζοντας τα πόδια και τα χέρια των αμελών μαθητών, για να υψώσει το πνεύμα τους προς το φως των παρακειμένων και των υπερσυντελίκων -, ήταν ένα μέσο απλό και πρωτόγονο. Οι δάσκαλοι της μεταφαλαγγικής γενεάς – οι δάσκαλοι της γενεάς μου – είχαν επινοήσει νέα παιδαγωγικά μέσα, σοφότερα και συνθετότερα. Και, όπως είπα, στο κεφάλαιο αυτό είχαν δείξει μια θαυμαστή εφευρετικότητα.

Ads

Δε θα μ’ έφταναν σελίδες ολόκληρες, για ν’ απαριθμήσω και να περιγράψω τα πρωτότυπα αυτά παιδαγωγικά μέσα. Χώρια οι εικόνες και τα σχήματα, που θα μου χρειάζονταν, για να εξηγήσω την εφαρμογή της στον αναγνώστη. Περιορίζομαι ν’ αναφέρω απλώς τα χαρακτηριστικότερα απ’ αυτά, από προσωπικές μου εντυπώσεις.

Αρχίζω με τη μέθοδο του γυρίσματος των νυχιών. Ο εφευρέτης της, ένας εμπνευσμένος πράγματι δάσκαλός μου στο δημοτικό σχολείο, την εφήρμοζε με τον απλούστατο αυτό τρόπο: Έπιανε με τρόπο ένα δάχτυλο του παιδιού, το ’σφιγγε μεταξύ στα δικά του κι έπειτα του πίεζε δυνατά με τον αντίχειρα το νύχι προς τα κάτω και μέσα, προσπαθώντας να του το χώνει μέσα στο κρέας του, ενώ το παιδί τιναζόταν απ’ τους πόνους ώσπου να τελειώσει η εγχείρηση. Κι η εγχείρηση τελείωνε πάντα ή με το σπάσιμο του νυχιού ή με το ξερίζωμά του.

Έρχεται κατόπιν η «αγγλική μηχανή». Αυτή την είχε εφεύρει ένας καθηγητής Γυμνασίου, στο μάθημα των λατινικών. Δεν ξέρω γιατί την ονόμαζε «αγγλική», μας βεβαίωνε όμως ότι μόλις την έφερε απ’ την Αγγλία και ότι ήταν του τελευταίου συστήματος. «Made in England». Η εφαρμογή της ήταν αυτή: Ο σοφός λατινιστής πλησίαζε το μαθητή, που είχε επισημάνει στο θρανίο, του άρπαζε το χέρι με τον τρόπο του γιατρού, όταν πιάνει το σφυγμό και, κλείνοντας την τσιμπίδα των δυο δαχτύλων του – αντίχειρα και μέσου – στην εσωτερική επιφάνεια του καρπού, τσιμπούσε μεταξύ των νυχιών του μια λεπτή πτυχή του δέρματος, μέχρι ματώματος. Οι πόνοι ήσαν τόσο φριχτοί, που έφερναν κάποτε λιποθυμία στο μικρό κατάδικο. Κάτι ξέρω κι εγώ, εννοείται, απ’ την αγγλικήν (;) αυτή μηχανή, που και η θύμησή της με κάνει ακόμα να «χάνω τα λατινικά μου».

Άλλη πρωτότυπη μέθοδος ήταν ο συνδυασμός των μπάτσων με το πάτημα του ποδιού. Αυτή την είχε εφεύρει ένας σχολάρχης μας στον Πειραιά. Πλησίαζε το μαθητή, που στεκόταν όρθιος να πει το μάθημα, και μ’ ένα σάλτο, που δεν έδινε καιρό στο παιδί να σωθεί, του πατούσε το πόδι με το πελώριο πέλμα του, ένα πέλμα ελέφαντα. Και αφού τον κάρφωνε έτσι στο πάτωμα – πού να ξεφύγει το ποδαράκι του παιδιού απ’ το πελώριο εκείνο πέλμα; – τον άρχιζε τις σφαλιάρες. Όταν τελείωνε το μαρτύριο, ο φτωχός κατάδικος έφευγε κουτσαίνοντας και παραντουρώντας[1], σα μεθυσμένος απ’ τη ζάλη των μπάτσων.

Άλλη, επίσης πρωτότυπη μέθοδος, ήταν η μέθοδος ενός δημοδιδασκάλου, που σ’ αυτή χρωστούσε το παρατσούκλι «Τσουράπης». Αυτός είχε αδυναμία με τις γυμνές γαμπίτσες των παιδιών. Εννοούσε να χτυπάει κατ’ ευθείαν στο πετσί και, επειδή οι γάμπες ήσαν η μόνη γυμνή επιφάνεια, που εύρισκε πρόχειρη, προτιμούσε τις γάμπες. Με μια λευκή, ελαστική βεργούλα, που κολλούσε απάνω στο δέρμα σα φίδι, χτυπούσε αλύπητα. Ο μαθητής χόρευε απ’ τους πόνους, ο δάσκαλος διεύθυνε το χορό, κυνηγώντας τον με τη βέργα μέσα στην τάξη και το αίμα έτρεχε απάνω στις γυμνές γαμπίτσες του παιδιού.

-Θα σου φορέσω εγώ κόκκινα τσουράπια… έλεγε εικονικότατα ο δάσκαλος, εξ ου και Τσουράπης.

Η τελευταία αυτή μέθοδος πρέπει να ομολογήσω ότι δεν ήταν στερημένη από κάποια γραφικότητα.

Είναι ανάγκη, τάχα, να παρουσιάσω και άλλα δείγματα των λαμπρών αυτών παιδαγωγικών μεθόδων, που χωρίς άλλο θα τις ζήλευε ο Τορκουεμάδος[2]; Νομίζω ότι αρκούν αυτά, για να εξευτελίσουν τα νέα παιδαγωγικά συστήματα και τους νέους δασκάλους. «Ου μη φθάσωμεν τους κοιμηθέντας».
 
ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ, 1932 (ΕΤΟΣ Α΄), εκδοτικός οίκος Δημητράκου, Αθήναι.



[1] παραπατώντας
[2] Torquemada Tomàs, δομινικανός μοναχός (1420-1498) και πρώτος γενικός ιεροεξεταστής της Ισπανίας από το 1483 ως το θάνατό του

Via sarantakos.com