Την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου, αρκετά πριν η Διοικούσα Επιτροπή των Πρότυπων-Πειραματικών Σχολείων (ΔΕΠΠΣ) απειλήσει με παραιτήσεις και προκαλέσει ακόμα και πολιτική αντιπαράθεση, στο υπουργείο Παιδείας κατατέθηκε ένα υπόμνημα καθηγητών (μελών της ΟΛΜΕ) υπηρετούντων με οργανική θέση σε πειραματικά σχολεία. Βασικό τους αίτημα, η κατάργηση/τροποποίηση διατάξεων του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των πρότυπων πειραματικών σχολείων.

Ads

Η κατάσταση που περιγράφεται στο υπόμνημα απεικονίζει ένα από τα ζωτικά τμήματα του σημερινού ΠΠΣ, το διδακτικό προσωπικό, που διαμορφώνει σε υψηλό βαθμό τους πραγματικούς όρους της εκπαίδευσης σ’ αυτά τα σχολεία. Ο προβληματισμός που γεννάται με αφορμή αυτό το υπόμνημα υπερβαίνει κατά πολύ τη συζήτηση περί αριστείας και των ιδεολογικο-πολιτικών παραγώγων της που μονοπωλούν την επικαιρότητα των ημερών.

Τα αιτήματα των εκπαιδευτικών αναδεικνύουν τα εξής βασικά χαρακτηριστικά του πλαισίου λειτουργίας των ΠΠΣ:

■Οι εκπαιδευτικοί των ΠΠΣ τοποθετήθηκαν με μετάθεση κατόπιν αξιολογικής κρίσης και αξιολογήθηκαν εκ νέου για να διεκδικήσουν μια θέση 5ετούς θητείας στα σχολεία αυτά. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν δικαίωμα μετάθεσης, απόσπασης, εκπαιδευτικής άδειας, ενώ η για λόγους ανωτέρας βίας ανάγκη άσκησης κάποιου από αυτά προϋποθέτει παραίτηση από θητεία και ουσιαστικά απώλεια οργανικής θέσης. Σε αντίθεση με άλλους εκπαιδευτικούς με θητεία.

Ads

■Οι τοποθετήσεις τους έγιναν όχι από πρόταση του οικείου ΚΥΣΔΕ αλλά με αποφάσεις της ΔΕΠΠΣ και με πολλά και διαφορετικά στάδια και τρόπους (σε πρώτη φάση μοριοδότηση, αξιολόγηση από σύμβουλο, συνέντευξη κ.ά., σε άλλη φάση με μια απλή αίτηση και σε τρίτη φάση με αίτηση για κάλυψη κενών).

■Η ΔΕΠΠΣ είναι διορισμένη και παντοδύναμη. Επιλέγει προσωπικό, διευθυντές και σχολικό σύμβουλο, επιλύει διαφορές ακόμα και μεταξύ του εαυτού της και των άλλων, αξιολογεί έργο, έχει τον κύριο συντονισμό κ.ά.

■Εκλείπουν οι αιρετοί από τις αξιολογήσεις, ενώ ανύπαρκτοι είναι και οι σύλλογοι διδασκόντων.

Οι πρώτες μάχες

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, που εύκολα κανείς δεν θα το χαρακτήριζε δημοκρατικό, διάφανο και… «πρότυπο», ειδικά για τη λειτουργία πρότυπων σχολείων, οι εκπαιδευτικοί έφτασαν όχι μόνο να διαμαρτύρονται αλλά και να καταγγέλλουν ακόμα και «τη διατάραξη της καλώς εννοούμενης σχέσης μαθητή-διδάσκοντος λόγω του συνεχούς εξεταστικοκεντρικού πλαισίου».

Οι εξαγγελίες του υπουργού για την κατάργηση των εξετάσεων προκάλεσαν την ανάφλεξη. Βέβαια, δύσκολα θα περίμενε κανείς πως οι πρώτες μάχες στον χώρο της παιδείας θα δίνονταν στο περιορισμένο πεδίο των 60 Πρότυπων-Πειραματικών σχολείων και των 12.000 μαθητών έναντι των 12.000 σχολείων της ευρύτερης δημόσιας εκπαίδευσης και των πλέον του ενός εκατομμυρίου (1.387.000) μαθητών τους. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι αν οι αντιδράσεις δεν προκαλούσαν τόσο γρήγορα την ανάφλεξη, το ζήτημα σίγουρα προσφέρει γόνιμο έδαφος στη βασική ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στους κύριους πολιτικούς χώρους, ενώ ακόμα πιο εύκολα ευνοεί την ιδεολογικοποίηση της τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης ακόμα και με τους πιο φτηνούς όρους.

Κυρίως για τον λόγο αυτό η συζήτηση έχει εξαντληθεί στα περί αριστείας και προστασίας αυτής, αφού κατά πολλούς οδηγεί (ακόμα και) στην υπέρβαση των κοινωνικών ανισοτήτων, έστω υπό συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού, αναπόφευκτων διακρίσεων και σ’ ένα μοντέλο που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση δύο διαφορετικών μεταξύ τους τύπων, όπως τουλάχιστον υπαγορεύει η επιστημονική οριοθέτηση των «πειραματικών» και των «προτύπων», αν και πλέον ακόμα και αυτή η διάκριση υπερκαλύπτεται από τον νέο ορισμό που δίνουν οι υπέρμαχοι του θεσμού: «Πειραματισμός επί της αριστείας», λένε.

Στο κάδρο πάντως υπάρχει και η τρίτη άποψη, που λέει πως ουσιαστικά δεν υπήρξαν ποτέ πρότυπα. «Οταν με τη μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου θεσπίστηκαν τα καινούργια πρότυπα-πειραματικά, είχαμε διαφωνήσει με τον πρότυπο χαρακτήρα και ζητούσαμε να παραμείνει ο πειραματικός», δηλώνει στην «Εφ.Συν.» ο πρόεδρος της Ε’ ΕΛΜΕ και επί 24 χρόνια σ’ αυτόν τον χώρο, Δημήτρης Κοταρίδης. Βέβαια, όπως επισημαίνει, «υπήρχαν και τότε προβλήματα. Δεν είχαν όπως έπρεπε να έχουν πειραματικό χαρακτήρα. Δεν είχαν δηλαδή την άμεση σύνδεση με το Πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό και είχαμε και έχουμε πρόταση για τη δομή, τη λειτουργία, το πλαίσιο».

Οι κακοί έφηβοι

Για τον πρότυπο χαρακτήρα, ωστόσο, είναι κατηγορηματικός: «Είναι βαθύτατα συντηρητικός, αντιπαιδαγωγικός, αντιεκπαιδευτικός. Στην ηλικία των 14, 16, 17, δεν μπορείς να ξεχωρίζεις σε άριστους και κακούς τους εφήβους. Ετσι, τους εμπεδώνεις τη συνείδηση της αποτυχίας σε μια κρίσιμη ηλικία. Επιπλέον, όλοι ξέρουμε ότι οι άριστοι είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο, οφειλόμενο κυρίως σε εξωσχολικούς παράγοντες που σχετίζονται με το οικονομικό, το κοινωνικό και το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας. Οι άριστοι που δεν βρίσκονται σε τέτοιο περιβάλλον είναι η εξαίρεση που αφορά το 1% του συνόλου».

Με ακόμα πιο προωθημένη άποψη, ο Θοδωρής Οτζάκογλου, υποδιευθυντής του Βαρβακείου Π.Π. Γυμνασίου και γ.γ. της Επιστημονικής Εταιρείας Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης, αφού πρώτα επισημαίνει πως η συζήτηση για την αριστεία «διά μέσου των Προτύπων» οδηγεί σε συσκότιση, αν όχι παραμόρφωση του επιδιωκόμενου, που είναι η ενίσχυση της κοινωνίας μέσω του δημόσιου σχολείου, υποστηρίζει την εξής άποψη: «Φοβάμαι πως αυτό που αναδεικνύεται είναι η επιθυμία συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων, προνομιούχων μορφωτικο-κοινωνικά, να διεκδικήσουν μέσα στο ΔΗΜΟΣΙΟ εκπαιδευτικό σύστημα ένα ιδιότυπο διαβατήριο ακώλυτης κοινωνικής ανέλιξης. Ενα μορφωτικό Σένγκεν! Ομως φαίνεται να αγνοούν -αν όχι να στρεβλώνουν- το ιστορικό, συμβολικό και αξιακό φορτίο ενός θεσμού που εξελίχθηκε και ολοκλήρωσε την όποια συμβολή του στο παρελθόν, δηλαδή σε ένα παντελώς διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο. Η πολιτεία οφείλει, αποτιμώντας με ψυχραιμία και στο σήμερα, το τόσο διαφορετικό από το χθες, να εντάξει οργανικά και τα αποκαλούμενα «Πρότυπα-Πειραματικά» με τον νόμο Διαμαντοπούλου, αποφεύγοντας δηλώσεις που δημιουργούν σύγχυση και μπορεί να θεωρηθούν μεροληπτικές και χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση».

Οσο για τον ρόλο του εκπαιδευτικού στο «πρότυπο» σχολείο τα τελευταία τρία χρόνια, τονίζει πως η εμπειρία εφαρμογής του θεσμού των ΠΠΣ «ανέδειξε ένα «πρότυπο» εκπαιδευτικού που προσμετρά τη συμμετοχή του στις συλλογικές διαδικασίες, τυπικές ή και εθιμικά αποδεκτές, στη ζωή και τη λειτουργία της σχολικής μονάδας με βάση το άμεσο αντίκρισμα που αυτές προσδίδουν στην προσωπική συλλογή μορίων υπηρεσιακής διασφάλισης ή ανέλιξης. Δηλαδή αναπτύχθηκε μια άμεση ανταποδοτική σχέση, που όμως δεν συνάδει ή και είναι σε ευθεία ρήξη με την πτυχή του εκπαιδευτικού ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ στη δημόσια εκπαίδευση».

Οι κληρώσεις

Εν τέλει, πέρα από τις προθέσεις της κυβέρνησης για τη νέα φυσιογνωμία των σχολείων αυτών και πέρα από τις απόψεις για τον διαχωρισμό ή όχι των δύο χαρακτήρων (με δεδομένη την απόσταση ανάμεσα στο πειραματικό, που συνδέεται με το Πανεπιστήμιο, την έρευνα και την καινοτομία και απαιτεί το έγκυρο δείγμα του τυχαίου μαθητικού πληθυσμού που απλώς χρειάζεται να κληρωθεί, και στο πρότυπο που απευθύνεται σε άριστους και απαιτεί εξετάσεις), σκόπιμο και χρήσιμο είναι να προβληματιστούμε για την εν γένει αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος. Μόνον έτσι η πολιτεία θα μπορεί να στηρίζει με αξιώσεις τέτοιες νησίδες πρωτοπορίας ή θα φτάσει να μην τις χρειάζεται…

Κατά τα άλλα, όπως αναφέρει ο Παύλος Χαραμής, πρόεδρος ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ: «Η αριστεία ως ηθικό πρόταγμα και ιδεώδες τής καθ’ ημάς παιδείας, σε πείσμα του «αριστερού λαϊκισμού», είναι εφτάψυχη. Ζει και βασιλεύει στην άκρατη βαθμοθηρία της σχολικής καθημερινότητας, στην εξάντληση των άνω ορίων της εικοσάβαθμης βαθμολογικής κλίμακας, στην ένταση και τις πιέσεις που ασκούνται εκατέρωθεν όχι για τη γνώση αλλά για το βαθμολογικό «ενδεικτικό» υποκατάστατό της».

Γι’ αυτό και θέτει τα βασικά ερωτήματα: «Μπορεί να υπάρξει πειραματισμός που θα βοηθήσει να βελτιωθεί συνολικά η αρνητική εικόνα στα σχολεία μας; Η επιστημονική παιδαγωγική μπορεί να μας τροφοδοτήσει με τέτοια εργαλεία, αρκεί να διασφαλίζουν δύο βασικά προαπαιτούμενα: εγκυρότητα και αξιοπιστία. Και αυτό μπορεί να γίνει σε κάθε σχολείο. Μπορούμε να ακολουθήσουμε παιδαγωγικές μεθόδους και πρότυπα που θα βοηθούν κάθε παιδί να αξιοποιεί κατάλληλα τις ικανότητες και τα ταλέντα του;».

Στο μονοπάτι του πολέμου

 
Σε πρόωρη αιτία πολέμου όχι μόνον εντός παιδείας αλλά στο ευρύτερο «μέτωπο» της πολιτικής αναδεικνύονται τα σχέδια του υπουργείου για την αναθεώρηση (διά του διαχωρισμού τους) των Πρότυπων-Πειραματικών Σχολείων για τα οποία η αξιωματική αντιπολίτευση πρώτη ύψωσε σημαίες και λάβαρα.

Οι παραιτήσεις των μελών της Διοικούσας Επιτροπής των Πρότυπων-Πειραματικών Σχολείων μετά την έντονη συνάντηση που είχαν με τον υπουργό, χθες το μεσημέρι, οι βαρείς χαρακτηρισμοί της επιτροπής για την «ιδεοληψία» του κ. Μπαλτά και η φημολογία για τον χαρακτηρισμό από τον ίδιο ως «χιτλερικού» του εγχειρήματος των προτύπων-πειραματικών δημιούργησαν κλίμα έντασης το οποίο αυτόματα τροφοδοτήθηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

«Οι διαφαινόμενες προθέσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας όπως αυτές αποτυπώθηκαν κατ’ αρχάς στον δημόσιο λόγο της και ακολούθως στις συναντήσεις με τη ΔΕΠΠΣ κινούνται σε μια κατεύθυνση ολοκληρωτικής απαξίωσης του όλου θεσμικού πλαισίου και της προσπάθειας για ένα καλό, ποιοτικό, καινοτόμο δημόσιο σχολείο», αναφέρει στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Διοικούσα Επιτροπή μετά τη συνάντηση με τον υπουργό.

Σε επικοινωνία μας με τον αντιπρόεδρο της ΔΕΠΠΣ, Γιάννη Αντωνίου, μας είπε: «Αυτό το δίκτυο των 60 σχολείων είχε μια ισχυρή φιλοσοφία και μια επιτυχημένη εκπαιδευτική οντότητα. Πειραματίζονται επί της αριστείας και εδώ παράγουν ένα αποτέλεσμα που αναγνωρίζεται ως επιτυχημένο. Καμία έλλογη πολιτική διαδικασία δεν δικαιούται να τα διαλύσει».

Στην ερώτηση αν ο διαχωρισμός και όχι η κατάργηση θα ήταν ένας λόγος να διαβουλευθούν για την εξέλιξη αυτών των σχολείων, ο κ. Αντωνίου τονίζει: «Προδιαγράφεται ένα πλαίσιο λειτουργίας που ουδείς γνωρίζει με τι κριτήρια θα γίνει ακόμα κι αυτός ο διαχωρισμός. Ποια θα είναι αυτά; Της αρχαιότητας, της ιστορικότητας; Πρόκειται για ένα ενιαίο δίκτυο σχολείων. Κάποια πειραματικά χαρακτηρίστηκαν πρότυπα ύστερα από αξιολόγηση».

Η συνομιλία, πάντως, του υπουργού κ. Μπαλτά και του νέου γενικού γραμματέα, Δημήτρη Χασάπη, προκάλεσε περισσότερο θόρυβο από την ίδια την αντιπαράθεση, η οποία είναι αρκούντως πρόωρη αν ληφθεί υπόψη πως ούτε καν το νέο πλαίσιο έχει προσδιοριστεί για να τεθεί στο τραπέζι, ενώ η κατάργηση των εξετάσεων αφορούσε τη μοναδική για φέτος παρέμβαση. Την ίδια στιγμή δρομολογούνται αλλαγές σοβαρές στο σύνολο της δημόσιας εκπαίδευσης που αριθμεί 12.734 σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας και όχι τα 60 ΠΠΣ.

Σύμφωνα με καταγγελίες μελών της ΔΕΠΠΣ, ο υπουργός σε μια αποστροφή του εξέφρασε την άποψή του για την κατηγορία αυτή των σχολείων αναφέροντας γενικώς πως «αυτά είναι χιτλερικά». Σε ανακοίνωση που εξέδωσε αργότερα το υπουργείο διέψευσε κάνοντας λόγο για «πλήρη διαστρέβλωση των λεχθέντων».

Το Ποτάμι, υιοθετώντας τις καταγγελίες της ΔΕΠΠΣ, καλεί τον υπουργό πριν από τις οριστικές αποφάσεις του «να συναντήσει τους μαθητές από τα πρότυπα σχολεία. Εκεί θα καταλάβει ότι δεν έχει να κάνει με τα παιδιά των “μπουρζουάδων” αλλά -στη μεγάλη τους πλειονότητα- με παιδιά φτωχών οικογενειών που αναζητούν μια ευκαιρία για να ξεπεράσουν τις ανισότητες της κοινωνίας μας».

Η Ν.Δ., διά του εκπροσώπου της, Κώστα Καραγκούνη, μίλησε σε σκληρότερο τόνο: «Ο υπουργός Παιδείας Αρ. Μπαλτάς εκτόξευσε βαρύτατες ύβρεις, υποστηρίζοντας ότι το εγχείρημα των σχολείων αυτών “μοιάζει σχεδόν έως και χιτλερικό”. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι αυτή είναι η ιδεολογική του άποψη».

Ιδεολογικοποιώντας, δε, την υπόθεση τόνισε: «Αποδεικνύεται, σήμερα, με τον πιο έμπρακτο τρόπο, ότι η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, αιχμάλωτη σε χρεοκοπημένες ιδεοληψίες, ήρθε να γκρεμίσει ακόμη και θεσμούς που έχουν δικαιωθεί στο πέρασμα του χρόνου, συμπεριλαμβανομένων των πιο καταξιωμένων θεσμών στο χώρο της Παιδείας. Ενας Μπαλτάς και ένας Χασάπης στον χώρο της Παιδείας».

Η απάντηση του υπουργείου ήταν άμεση: «Γελάσαμε πολύ με την ανακοίνωση της Ν.Δ. στην οποία επισημαίνουν: “Εναν Μπαλτά και έναν Χασάπη στον χώρο της Παιδείας”. Το συγκεκριμένο κόμμα δεν διακρινόταν ποτέ για την ποιότητα των ευφυολογημάτων του, αλλά εδώ όντως έπεσε μέσα: Φαίνεται πως μόνο με Μπαλτά και Χασάπη μπορεί να αποδιαρθρωθεί το τερατούργημα Διαμαντοπούλου».

Εφημερίδα των Συντακτών