Δεν μπορώ να μη θυμηθώ τους γειτόνους χωρίς να με πάρουν τα γέλια μαζί και τα κλάματα.

Ads

Δεν χύνονταν τότε οι άνθρωποι στο ίδιο καλούπι, με τη ντουζίνα, μα ο καθένας ήταν ένας κόσμος ξεχωριστός, είχε τις δικιές του παραξενιές, αλλιώς γελούσε από τον άλλο, αλλιώς μιλούσε, κλειδώνονταν στο σπίτι του, κρατούσε κρυμμένες από ντροπή ή από φόβο τις πιο κρυφές επιθυμίες του, κι οι επιθυμίες αυτές θέριευαν μέσα του και τον έπνιγαν, μα δε μιλούσε, κι η ζωή του έπαιρνε τραγική σοβαρότητα.

Κι έπειτα ήταν η φτώχεια, και δεν έφτανε η φτώχεια, ήταν κι η περφάνια να μην το μάθει κανένας. Και θρέφουνταν με ψωμί κι ελιές και βρούβες, για να μπορούν να μη βγαίνουν έξω με μπαλωμένα ρούχα. “Φτωχός είναι όποιος φοβάται τη φτώχεια, άκουσα κάποτε ένα γείτονα να λέει. Εγώ δεν τη φοβούμαι”.

Αναφορά στον Γκρέκο – Νίκος Καζατζάκης| εκδόσεις Καζαντζάκη 

Ads