Άλλη μια χαμένη νεότητα.

Ads

Εσύ όμως δεν φοβόσουνα τις ξαφνικές συσκοτίσεις της παθητικής αεράμυνας, φορούσες πέντε ή έξι τέτοιες αυτοκόλλητες ετικέτες, ένα ολόκληρο κοπάδι ιπτάμενων γλάρων και ολόκληρα μπουκέτα λουλουδιών που φωσφόριζαν, πρώτα στο παλτό σου, και στα δυο πέτα, κι ύστερα στο κασκόλ· έβαλες τη θεία σου να σου ράψει και μισή δωδεκάδα φωτεινά κουμπιά στο παλτό από πάνω ως κάτω και, το ’φερες από δω, το ’φερες από κει – κατάφερες να μεταμορφωθείς σε παλιάτσο· έτσι τουλάχιστον σε έβλεπα εγώ τότε, και σε βλέπω ακόμα, και θα σε βλέπω και για πολύ ακόμα να ’ρχεσαι από μακριά: όσο κρατάει ο χειμώνας, στο μισόφωτο, μέσα απ’ το βραδινό χιόνι που πέφτει λοξά ή σε βαθύ αδιαχώριστο σκοτάδι, και σε μετράω από πάνω ως κάτω και ανάστροφα, μετράω τα έξι κουμπιά του παλτού σου, που λαμπυρίζουν με αυτή τη γαλακτερή πράσινη ανταύγεια ενώ κατηφορίζεις την Μπέρενβεκ σαν φάντασμα κακέκτυπο μια πειστικό, ένα φόβητρο που πάει να ξεγελάσει τη δυστυχία, μα η βαθιά νύχτα την κρατάει καλά φυλαγμένη στον κόρφο της. Γιατί, το ’ξερες εσύ καλά, κανένα σκοτάδι δεν μπορεί να καταπιεί τον θεριεμένο φόβο που όλοι τον νιώθουν δίπλα τους κι έτσι να κάνουν θα τον αγγίξουν. [σ. 58 – 59]

… μονολογεί μέσα στη φαντασία του ο αφηγητής, απευθυνόμενος στον εξαφανισμένο πλέον Γιόζεφ Μάλκε, αλλοτινή και αλλόκοτη παρουσία στην αγορίστικη παρέα της εφηβείας τους. Η πρώτη και ολοφάνερη ιδιαιτερότητα του Μάλκε, ένα υπερμέγεθες «μήλο του Αδάμ», καθορίζει imageαπόλυτα την εμφάνισή του και την αντιμετώπιση από τον περίγυρο. Για τους άλλους είναι το απόλυτο διακριτικό της διαφοράς του, για τον ίδιο ένα ανεπιθύμητο στοιχείο που οφείλει πάση θυσία να κρύψει ή να το θέσει σε δεύτερη μοίρα, προκαλώντας τον θαυμασμό και τον σεβασμό των άλλων.

Η παρέα συναντιέται στην επιπλέουσα γέφυρα ενός πολωνέζικου ναρκαλευτικού, βυθισμένου στα ανοιχτά του λιμανιού του γερμανοπολωνικού Ντάντσιχ [Γκντανσκ] κι εκεί ο Μάλκε βρίσκει την ευκαιρία να γίνει αποδεκτός, βουτώντας σε διαρκείς καταδύσεις και ανασύροντας αμέτρητα αντικείμενα από το βυθό. Βασικό εργαλείο του ένα κατσαβίδι περασμένο στο λαιμό, απαραίτητο για να αποσπάσει τα λάφυρά του από το καράβι: τμήματα γεννήτριας, πυροσβεστήρες, μπουκάλια μπύρας, μεντεσέδες, ακόμα κονσέρβες που τρώει χωρίς ποτέ να τον πειράζουν στο στομάχι. Το αράδιασμά τους μπροστά στην ομήγυρη και προτού ενταχθούν στη συλλογή του με τις σαβούρες είναι σιωπηλό αλλά εύγλωττο. Σημαντικότερο απόκτημα ένα γραμμόφωνο, που το αποσυναρμολόγησε και το ανέβασε κομμάτι κομμάτι.

Ads

imageΟρφανός από πατέρα, μοναχοπαίδι και πιστός καθολικός, ο Μάλκε έχει δίπλα στο κρεμαστό κατσαβίδι και τη μανιβέλα του γραμμόφωνου ένα μενταγιόν με την Παναγία κι επισκέπτεται καθημερινά το παρεκκλήσι της, κάποτε γυμναστήριο του αθλητικού συλλόγου, τώρα μετασκευασμένο σε «ναό εκτάκτου ανάγκης». Συνυπάρχει με την παρέα αλλά παραμένει απόμακρος, χωρίς συμμετοχή στις συνηθισμένες πλάκες. Μαζί του η Τούλα Ποκρίφκε, που παρακολουθεί ανέκφραστη τα μειράκια ακόμα στις σωματικές τους εκτονώσεις, συχνά «πιλατεύοντας» ή εκβιάζοντας το «τέλος» τους.

imageΣύντομα ο Μάλκε γίνεται ένα ιδιόμορφο πρότυπο για τον αφηγητή, που τον παρακολουθεί πιστά. Οι θεαματικοί του άθλοι, η σχέση του με την Τούλα, η μοναχικότητά του, όλα τον καθιστούν έναν διαφορετικό φίλο. Όταν σε μια πολεμοχαρή ομιλία ενός ναζί υποσμηναγού – η πόλη αποτελεί ήδη κομμάτι του Τρίτου Ράιχ – οι μαθητές χειροκροτούν ενθουσιασμένοι, εκείνος παραμένει ανέκφραστος και μαζεμένος. Στις ολοένα και γενναιότερες καταδύσεις του, κατοχυρώνει την καμπίνα του ασυρματιστή του ναρκαλιευτικού, ορίζοντας σαν το προσωπικό του καταφύγιο αν συμβεί κάποτε κάτι. Αργότερα την μετατρέπει σε παρεκκλήσι της Παναγίας και μυεί τους φίλους του στο «πηχτό λάδι» της «υποβρύχιας φωνής» της Ζάρα Λεάντερ.

Μέχρι που ο θαυμασμός μετατρέπεται σε αποστροφή ακόμα κimageαι για την όψη του. Σε μια από τις μαζικές φιλοστρατιωτικές εκδηλώσεις στο σχολείο, χάνεται το μετάλλιο ενός υποπλοιάρχου. Για άλλη μια φορά ο Μάλκε προέβη σε παράτολμη πράξη, αλλά θα αποβληθεί οριστικά από το σχολείο. Σε μια ειρωνική αντιστροφή της μοίρας, τον Σιδηρούν Σταυρό που έκλεψε, θα κερδίσει στον πόλεμο όπου καταταχτεί ως εθελοντής· αργότερα θα λιποτακτήσει, θα βρεθεί στα Τάγματα Εργασίας, θα νοσηλευτεί, θα διατηρήσει ιδιόμορφη σχέση με την θρησκεία και θα ονειρεύεται να επιστρέψει νικητής στο ίδιο σχολείο. Σε κάθε περίπτωση θα είναι ένα Ποντίκι απέναντι σε μια Γάτα.

Ο Γκρimageας γράφει ένα παράξενο βιβλίο. Στο πρώτο του μέρος – αν και οποιοσδήποτε χωρισμός έχει μάλλον δυσδιάκριτα πάντως όρια – περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο την ιστορία δυο διαφορετικών νεοτήτων σε ένα γκρίζο, μελαγχολικό αλλά εξίσου εξερευνήσιμο περιβάλλον. Η σκιαγράφηση του Μάλκε παραμένει ελλειπτική ως το τέλος, αφήνοντας μισάνοιχτα διαφορετικά ενδεχόμενα. Αποτελούσαν οι πράξεις του εκδηλώσεις ενός ιδιόρρυθμου νέου που ασφυκτιούσε στην μοναχική του ζωή; Επρόκειτο για κινήσεις αντιπερισπασμού από εκείνο που αισθανόταν ως σωματική μειονεξία; Ήταν ένας νέος που αντιλαμβανόταν την μαζική υστερία του ναζιστικού κράτους και την αρνιόταν με τον δικό του τρόπο;

imageΤο τενεκεδένιο ταμπούρλο και τα Σκυλίσια χρόνια, τα άλλα δύο βιβλία της Τριλογίας του Ντάντσιχ, ολοκληρώνουν το ανοιχτό σύστημα της γραφής του Γκρας, που εδώ επιλέγει διπλής όψης αφήγηση, τριτοπρόσωπη και δευτεροπρόσωπη. Για τον αφηγητή ο Μάλκε παραμένει ως το τέλος μυστηριώδης και ερμητικός, αλλά τελικά πηγή ενοχών για την τελευταία του μεγάλη κατάδυση – κι έτσι, ξανά οι σκέψεις επιστρέφουν στο σύνηθες μοτίβου του πόνου και της μετάνοιας μιας εφηβείας και μιας μύησης στη ζωή, που αυτή τη φορά συμπλέχτηκε αξεδιάλυτα με την δημόσια Ιστορία…

Ξέρει κανείς ένα καλό τέλος να μου γράψει; Διότι αυτό που ξεκίνησε με μια γάτα κι ένα ποντίκι με βασανίζει ως σήμερα με τη μορφή κορμοράνου μέσα σε λίμνη με καλαμιές.
Κι ας αποφεύγω τη φύση υπάρχουν πάντα ντοκιμαντέρ που δείχνουν αυτά τα ξεχωριστά θαλασσοπούλια. Είναι κι οι εικόνες στα επίκαιρα, με ανελκύσεις βυθισμένων φορτηγίδων στο Ρήνο, υποβρύχια έργα στο λιμάνι του Αμβούργου, που τα τραβάνε ειδικά για να τα δείχνουν στις ειδήσεις: εκτίναξη καταφυγίων κοντά στο ναυπηγείο Χόρβατ, εκκαθάριση βομβών υψηλής εκρηκτικότητας και τα λοιπά. Άντρες με γυαλιστερά, χιλιοχτυπημένα κράνη, κατεβαίνουν, ανεβαίνουν, χέρια απλώνονται προς το μέρος τους, ξεβιδώνουν τα κράνη, τα βάζουν. Ανάβουν τσimageιγάρο – όλοι εκτός από τον Μεγάλο Μάλκε. Δεν τον έδειξε ποτέ η τρεμάμενη εικόνα της οθόνης…

Έχω ταΐσει όλα τα τσίρκα που έρχονται στην πόλη. Πήγα και τους βρήκα, μίλησα με όλους, με κάθε κλόουν προσωπικά, πίσω απ’ το τροχόσπιτο. Όμως αυτοί οι κύριοι συχνά δε έχουν χιούμορ – συνάδελφο Μάλκε δεν ξέρουν κανέναν. [σ. 150]
Εκδ. Καστανιώτη, 2012, μτφ. από τα Γερμανικά: Έμη Βαϊκούση, [Günter Grass, Katz und Maus, 1961].

Πηγή: Pandoxeio.com