Ο Στέφανος Στεφάνου, ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, και το tvxs.gr δημοσιεύει την μαρτυρία του για την μετεμφυλιακή Ελλάδα, τα κινήματα της νεολαίας, αλλά και για όσα γέννησε η Αριστερά στον τόπο, την κληρονομιά στις επόμενες γενιές.

Ads

 

Η συνέντευξη είχε δοθεί στο πλαίσιο ντοκιμαντέρ του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα». Το Τvxs.gr δημοσιεύει τη μαρτυρία του σε έξη μέρη:

  1. Το κίνημα της νεολαίας μετά τον Εμφύλιο
  2. Η ίδρυση της νεολαίας Λαμπράκη
  3. Νεολαία και αμερικάνικος τρόπος ζωής
  4. Το βάψιμο της εκκλησίας
  5. Η δράση της ΕΚΟΦ
  6. Τι άφησε η Αριστερά

ΤΙ ΑΦΗΣΕ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ;

Ads

Εγώ ήμουν υποψήφιος βουλευτής στις εκλογές του 1961, του 1962, και του 1964 στην πατρίδα μου, στον Έβρο. Στις εκλογές του 1964, ενώ η δημοκρατία είχε νικήσει, εμείς δεν μπορέσαμε να πάμε σε δέκα χωριά στον Έβρο, όπως και σε καμιά δεκαπενταριά συνοικισμούς όπου ήταν κυρίως Πομάκοι. Μπορεί και να μην πηγαίναμε, αλλά είναι άλλο πράγμα να επιλέγω να μην πάω γιατί δεν μου φτάνουνε είκοσι μέρες για περιοδεία, και δεν μπορώ “να αφήσω το γάμο να πάω για πουρνάρια”, κι άλλο είναι να σου απαγορεύουνε να πας. Ήμασταν υποψήφιοι βουλευτές και δεν μπορέσαμε να πάμε. Διότι αυτά τα χωριά είχαν χαρακτηριστεί επιπλέον ως επιτηρούμενη ζώνη όπως ήταν περίπου ο μισός Έβρος, ως ζώνες απολύτων μυστικών, δεν ξέρω τι νόμιζαν ότι θα κάναμε εμείς, θα φωτογραφίζαμε τα οχυρά, ας πούμε, και θα τα στέλναμε στους Γάλλους για να τα χτυπήσουν; Για να σπάμε την επιτηρούμενη ζώνη, ένας αποδοτικός τρόπος ήταν το πανηγύρι. Ας πούμε το πανηγύρι του Δοξάτου, το οποίο έχει μείνει ιστορικό. Το Δοξάτο είναι μια κωμόπολη μεγάλη, κάπου 2.000 κατοίκους είχε τότε, βρίσκεται στο τριεθνές, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, δίπλα στη λίμνη της Δοϊράνης. Στο χωριό αυτό δεν είχαμε οργάνωση, απλά είχαμε κάποιους φίλους, τους οποίους βλέπαμε κρυφά. Δίπλα όμως ήταν η Γάβρα, το οποίο είναι ένα μικρό χωριό, ανταρτοχώρι, καταπληκτικό χωριό. Μια φορά, στο πανηγύρι, το καλοκαίρι του 1963, επί Πιπινέλη, έσπασε η επιτηρούμενη ζώνη. Επιμένω σ’ αυτά τα πράγματα, και λέω επί Πιπινέλη, γιατί πολλές φορές λέμε, “ε, καλά, ήρθε ο Παπανδρέου, νίκησε η δημοκρατία, βγάλατε κι εσείς φτερά”. Τι βγάλαμε φτερά; Εμείς τα φτερά τα δώσαμε και στον Παπανδρέου, αλλιώς δεν έπαιρνε ο Παπανδρέου φτερά. Θέλω να πω ότι η κατάσταση που δημιουργούσε η Αριστερά και ιδιαίτερα η Νεολαία, βοήθησε αυτή την ιστορία της αλλαγής από την 11χρονη κυριαρχία της Δεξιάς, από το 1952 μέχρι το 1963. Ήρθαν τα παιδιά σε μια πρώτη συνδιάσκεψη έκτακτης διάσκεψης, προς το τέλος Αυγούστου του 1963, κάναμε ένα μάζεμα στελεχών από τον Έβρο ως την Καστοριά. Κατέβηκαν απ’ όλες αυτές τις οργανώσεις καμιά εκατοστή παιδιά και ήταν η πρώτη φορά που εμείς επάνω στη βόρεια Ελλάδα δοκιμάζαμε τα καλά της αυτογνωσίας της οργάνωσης. Δηλαδή, είδαμε ότι έχουμε παντού κόσμο, έχουμε παντού ανθρώπους, στους οποίους μπορούμε να στηριχτούμε, τους οποίους και ξέραμε, βέβαια, έναν-έναν. Εκεί, επικράτησε μια φοβερή ατμόσφαιρα. Η κορύφωση ήταν όταν ένας Νεολαίος από πάνω, από τη Γάβρα, άρχισε να μιλάει για το πώς σπάσανε την επιτηρούμενη ζώνη στο Δροσάτο. Έγινε πανηγύρι και πάνω στο πανηγύρι αρχίσανε οι Πόντιοι να χορεύουν τους χορούς τους που ανάβουν τα αίματα και άλλαξαν την ατμόσφαιρα εκεί πέρα. Το 1964, με καλέσανε τα παιδιά να πάω και είπα, “θα έρθω”. Αν ρωτούσα την καθοδήγηση κάτω, είναι γνωστό τι θα μου λέγανε: “όχι, μην πας”. Εν πάσει περιπτώσει, γιατί υπήρχε και μια αντίληψη αριστερή να φυλαγόμαστε και λιγάκι. Εγώ όμως ήθελα να το δω αυτό το πράγμα, και πήγα. Κι ήταν ένα μεγάλο στρωμένο τραπέζι σ’ ένα καφενείο -το περιγράφω αυτό το πράγμα σε μια ομιλία που είχα κάνει στα 50χρονα της ΕΔΑ, στην ημερίδα που είχε κάνει η ΕΝΕ τότε και είχε δημοσιευθεί και στην Ελευθεροτυπία-. Κάτσανε τα παιδιά, χειροκροτήματα μόλις πήγα εγώ, με σύστηνε αυτός, κάποια παιδιά με ξέρανε. Τι συνέβαινε, όμως, τότε. Για να πας σ’ αυτές τις περιοχές, στα πανηγύρια υπήρχαν δημοσιές διαβάσεις με μπλόκο. Έδειχνες ταυτότητα και το χαρτί από την αστυνομία. Ε, το μπλόκο σ’ αυτές τις περιπτώσεις, κατέρρεε. Μερικοί περνούσαν ακόμη κι από τα χωράφια όπως κι εμείς που πήγαμε με ένα μοσκοβιτσάκι. Αποφύγαμε το μπλόκο, αλλά κι από το μπλόκο να πηγαίναμε, μάλλον θα μας αφήνανε. Εν πάσει περιπτώσει, πήγαμε. Άρχισε το φαγοπότι, το κρασί κλπ, εγώ φυλαγόμουνα βέβαια. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μου λέει ένας: «τώρα θα ανεβείς επάνω στο τραπέζι και θα μιλήσεις». Λέω «καθίστε ρε παιδιά, τώρα γλέντι έχουμε, τι να μιλήσω εγώ, να χαλάσω το γλέντι;» «Όχι, θα μιλήσεις». «Και τι να πω ρε παιδιά;». «Ό,τι θέλεις πες, με ενδιαφέρει τι θα πω εγώ» μου λέει. Εντάξει λέω, θα ανεβώ. Σηκώνεται λοιπόν και αρχίζει: “Και μαζί μας είναι ο φίλος μας, ο Στέφανος Στεφάνου, μέλος της διοικούσης επιτροπής της ΕΔΑ (ήμουνα από τα τέσσερα μέλη του κεντρικού συμβουλίου της ΕΔΑ, ήμουνα μέλος της διοικούσης επιτροπής)”. Αυτοί λοιπόν με βαφτίσανε κιόλας, ξέρω εγώ, γραμματέα των Λαμπράκηδων της Βορείου Ελλάδας, εμείς δεν είχαμε κάνει ακόμη τους Λαμπράκηδες, τότε γίνονταν η συγχώνευση. Χειροκροτήματα. Τι να πω εγώ, είπα λίγα πράγματα, για τα ζητήματα των χωρικών εκεί, για καμιά δεκαριά λεπτά. Το θέμα γι’ αυτόν ήταν να πει ότι “εδώ τώρα υπάρχει το κόμμα”. Αυτό τον ένοιαζε εκείνον, όχι τι θα πω εγώ. Εν πάσει περιπτώσει, είπα κι εγώ μερικά πράγματα και βάζω μπρος τον κενετζέ, τη λίρα την ποντιακή να χορέψουμε. «Δεν χορεύεις” μου λένε “ποντιακά;». Λέω, «χορεύω κότσαρη». Κότσαρης είναι ένας ποντιακός χορός, μοιάζει λίγο με το πεντοζάλη ή με το γρήγορο χασαποσέρβικο, έχει ένα βήμα παραπάνω. Ε, τους ήξερα εγώ τους χορούς, τους είχα μάθει στη φυλακή, στην εξορία κυρίως, γιατί στην πατρίδα μου δεν έχουμε πόντιους. Πιάστηκα, λοιπόν, στον κότσαρη και μ’ αφήσανε πρώτο κι έγινε χαμός. Ήταν λοιπόν μια παρέα, στη γωνιά, μουρτζούφληδες, τρίβανε τα μουστάκια τους, ένας είχε βγάλει και την κάμα του, την είχε βάλει πάνω στο τραπέζι, πότε την έβγαζε κι έξυνε τα νύχια του κλπ. «Τι είναι αυτοί ρε;”, τους λέω. «Άστους μωρέ, Παπαδόπουλοι είναι». Ήτανε παλικαράδες του Κώστα Παπαδόπουλου, αυτού του βουλευτή της ΕΡΕ, ο οποίος ήταν ταγματασφαλίτης στην κατοχή. Άμα άρχιζε λοιπόν το γλέντι και άρχιζαν τα ποντιακά, και οι φωνές και τα χειροκροτήματα, σηκώθηκα κι έφυγα. Αυτός είναι ο συνδυασμός της ψυχαγωγίας, με τη δημοκρατική πάλη. Το λέω λίγο φαιδρά, αλλά άμα το ψάξει κανείς στο βάθος θα δει ότι έχει μια ισχύ αυτό το πράγμα. Η πάλη για τη δημοκρατία περνάει απ’ όλους τους δρόμους. Περνάει από το δρόμο της υπεράσπισης της ειρήνης, περνάει από το δρόμο της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των ανθρώπων, περνάει από τη ψυχαγωγία, περνάει από τη γνώση του καλού βιβλίου, αρκεί να είναι τέτοια που να εμπνέει. Αρκεί να θέλεις να τον περάσεις. Άμα θέλεις να τον περάσεις, τον βρίσκεις το δρόμο. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα παιδιά μας δείχνανε πολλές φορές το δρόμο για να περάσουμε. Όλη αυτή λοιπόν η ιστορία που συζητάμε για τις λέσχες, για την εξόρμηση και για το ξεσήκωμα της αγροτικής νεολαίας, είναι μια ιστορία η οποία εμάς τους παλιότερους μας άφησε πολλά διδάγματα, και προπαντός μας άφησε πολλές επιταγές. Τώρα έχω διακόσιους φίλους σ’ όλη την Ελλάδα, μπορεί να έχω και χίλιους γνωστούς, αλλά έχω διακόσιους φίλους. Αν πάω και χτυπήσω την πόρτα τους, θα πούνε, “πω, πω, στρώστε το τραπέζι”. Όπως το ίδιο θα κάνω κι εγώ, αν μου χτυπήσουν τη δική μου πόρτα. Αυτοί οι δεσμοί, νομίζω ότι είναι ό,τι πιο ακριβό πήραμε απ’ αυτή την περίοδο. Αν βοηθήσαμε λίγο τα πράγματα να πάνε ένα βήμα μπροστά, αυτό ας το κρίνει η ιστορία.

Στη δικτατορία, αυτό το κίνημα έδωσε το παρών. Η πλειοψηφία των παράνομων οργανώσεων, ιδιαίτερα της Αριστεράς, του ΠΑΜΕ δηλαδή που ήταν η μαζικότερη οργάνωση, ήταν στελέχη της Νεολαίας της Αριστεράς, δηλαδή των Λαμπράκηδων. Μια δεκάδα ίσως και περισσότερα παιδιά που περάσανε πολύ άσχημες μέρες στον Διόνυσο. Παιδιά που τα παραχώσανε μέχρι το λαιμό στο χώμα. Παιδιά που τους κάνανε εικονικές εκτελέσεις, παιδιά που ακόμα υποφέρουν από τα βασανιστήρια της ταράτσας και των υπογείων της Ασφάλειας. Όπως ο φίλος μου ο Καζέλης που πέρασε από βασανιστήρια στο 3ο σώμα στρατού στη Θεσσαλονίκη, όπου επί 20 μέρες του έγδαραν το πετσί του, όπως και του Μιχαλιού Σπυριδάκη, του άλλου του φίλου μου, του Κρητικού. Και άλλα παιδιά. Είναι αυτοί που άφησαν μια σπίθα για να έρθει η καινούργια γενιά μετά το 1972. Να έρθει η “Νομική”, να έρθει το “Πολυτεχνείο”. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να βγει από το τίποτα όλη αυτή η ιστορία του 1973. Τώρα βέβαια, τι άφησε για την Αριστερά, ή τι άφησε για την Ελλάδα γενικώς; Άφησε, βεβαίως το ότι έβαλε τέρμα σε αυτό που λέμε υβριδικό καθεστώς της καταστολής και του κοινοβουλευτισμού. Έχουμε επιτέλους μια αστική δημοκρατία η οποία, πάντως, έχει πάρα πολλά προβλήματα, και τα προβλήματα αυτά δεν λύνονται βεβαίως με την καλή θέληση των οποιονδήποτε κυβερνητών. Λύνονται πάντα με τις πιέσεις από τον κόσμο, από το λαό, και σ’ αυτά τα πράγματα εξακολουθεί να συμμετέχει αυτή η γενιά. Εξάλλου, εμείς εδώ, προσπαθούμε να διατηρήσουμε τη μνήμη, να μαζέψουμε αρχεία. Τα αρχεία μας δεν είναι αρχεία από γραφεία, είναι αρχεία από τενεκέδες που είχαν παραχωθεί με χώμα. Είναι από υπόγεια σπιτιών σε χωριά στα οποία πήγε π.χ. ο φίλος μου ο Μάκης Παπούλιας κ.ά. Και προσπαθούμε να τα κάνουμε έτσι ώστε να είναι προσιτά στο νέο κόσμο, να δει από τι περάσαμε, ίσως να του δείξει τι πράγματα πρέπει να αποφεύγει και τι πράγματα πρέπει να προτιμά. Και βεβαίως, δεν θα του δείξει ποτέ ότι πρέπει να προτιμά τον καναπέ του σαλονιού του. Θα του δείξει ότι πρέπει να προτιμά το δρόμο.