Δημοκρατικός αξιωματικός και από τους πρώτες μήνες στην αντίσταση, ο Άγγελος Πνευματικός θα βασανιστεί απάνθρωπα μετά τη σύλληψη του ίδιου και της ομάδας του. Στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση», περιγράφει τις τελευταίες συνομωσίες της χούντας και μια σφαγή  που αποτράπηκε την τελευταία στιγμή.

Ads

Κάποια μέρα μετά την αμνηστία του 1973, πηγαίνω σε ένα κουρείο στα Εξάρχεια και δίνω στον κουρέα ένα βιβλίο που είχα τυπώσει για να το πουλήσει. Ο κουρέας το έβαλε πάνω από τους καθρέπτες. Το βλέπει ο Νικολάου ο Σπύρος, ο Σύμβουλος Επικρατείας. Λέει, «τον γνωρίζεις τον κύριο Πνευματικό; Πες του να έρθει στο γραφείο μου για υπόθεσή του».

Πήγα στο γραφείο του στη Παλαιά Βουλή, ήταν το Συμβούλιο Επικρατείας, στο 2ο όροφο. Βλέπω λοιπόν σε μια αίθουσα μεγάλη τέσσερις Δικαστές. Ποιος είναι ο κύριος Νικολάου; «Εγώ». Μου δίνει μια καρέκλα, κάθομαι. Ανοίγει έναν φάκελο και μου λέει, κύριε Πνευματικέ έχετε κάνει μια προσφυγή και λοιπά κι εκεί που περιμένω να μου πει λεπτομέρειες, κλείνει τον φάκελο και μου λέει εμπιστευττικά: «συμφωνώ με τις ιδέες σου και θέλω να συναντηθούμε».

Δίνουμε ραντεβού στο Χίλτον, «μου λέει από δω και πέρα θα δίνουμε ραντεβού εδώ, θα με παίρνεις τηλέφωνο και δεν θα λες το όνομά σου, θα λες το όνομα του ανθρώπου που σε έσωσε στις φυλακές Κερκύρας», ο οποίος είχε υποβάλει αίτηση χάριτος και είχε πάει στον Νικολάου να εισηγηθεί. «Θα λες ότι είσαι ο Αντωνίου και θέλεις να επικοινωνήσεις για τον πατέρα σου που ήταν μέσα».

Ads

Έκτοτε, συναντιόμασταν με τον κύριο Νικολάου, και η ομάδα μας, η οποία είχε ανασυγκροτηθεί, του έδωσε την εντολή να εισχωρήσει στο γραφείο του Παπαδόπουλου και του Γκιζίκη. Και ως Σύμβουλος Επικρατείας πήγε στο Προεδρικό Μέγαρο εκεί που είναι τώρα η Βουλή, στον επάνω όροφο, κι εκεί ήταν σύμβουλος του Παπαδόπουλου για θέματα νομικά και είχα πλήρη ενημέρωση.

Όταν τον Παπαδόπουλο τον έδιωξε ο Ιωαννίδης, έμεινε Σύμβουλος στον νέο πρόεδρο τον Γκιζίκη. Πήγαινα συχνά στο γραφείο του, δεν με γνώριζαν, πήγαινα ως Αντωνίου. Είχε δε έναν κλητήρα ο οποίος κατέβαινε και με ανέβαζε πάνω για να μην υπάρχουν έλεγχοι της Χωροφυλακής.

Εδώ υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός. Στις 24 Ιουλίου, το ’74 έγινε η αποκατάσταση της Δημοκρατίας ημέρα Τρίτη βράδυ προς Τετάρτη. Την προηγούμενη Παρασκευή, καλούμαι από τον Νικολάου. Με παίρνει στο τηλέφωνο ο Νικολάου και μου λέει: «Πήγαινε στον Παναγιώτη Κανελόπουλο και πες του αυτή τη στιγμή να πάρει στο τηλέφωνο τον Γκιζίκη. Ο Γκιζίκης βρίσκεται στο γραφείο του με τα δυο του χέρια στο πρόσωπο και αδυνατεί να δώσει λύση στα προβλήματα. Η κυβέρνηση βρίσκεται σε διάλυση και είναι η μόνη ευκαιρία να αποκατασταθεί η δημοκρατία »,

Πηγαίνω στον Κανελόπουλο αλλά ήταν διστακτικός, παίρνω το τηλέφωνο και μιλάει ο Νικολάου με τον Κανελόπουλο. «Κύριε Πρόεδρε του λέει ελάτε πάνω αυτή τη στιγμή, θα γίνει ομαλή αλλαγή αν έρθετε». «Θα το σκεφτώ», απάντησε ο Κανελλόπουλος, «θα επικοινωνήσω με τον κύριο Μαύρο και με τους άλλους». Στενοχωριέμαι εγώ, ήταν και ο αδελφός μου μαζί, είμαι έτοιμος να φύγω, με πλησιάζει ο Παπαλληγούρας ο Παναγής, μετέπειτα Υπουργός Συντονισμού, με πλησιάζει ο Σταμάτης μετέπειτα Υπουργός Δικαιοσύνης, «σε παρακαλώ, μείνε να πείσουμε τον πρόεδρο Κανελόπουλο».

Την επομένη μέρα πράγματι πείθεται ο Κανελόπουλος και παίρνει τον Γκιζίκη. Εν τω μεταξύ, οι παρατρεχάμενοι του Ιωαννίδη είχαν υποκλέψει το τηλεφώνημα και είχαν απομονώσει τον Γκιζίκη. Ο Μπρατάκος που ήτανε κοντά στον Γκιζίκη απάντησε ότι λείπει, ότι  έχει πάει στο Πεντάγωνο.

Ο Κανελλόπουλος την Δευτέρα ξανά παίρνει τηλέφωνο, πάλι του λένε ότι είναι στο Πεντάγωνο, την Τρίτη το πρωί πάει ο Μπρατάκος στο γραφείο του Νικολάου και λέει, «πάρε μου τον Κανελλόπουλο». Απαντάει ο Νικολάου, «δεν ξέρω που είναι ο Κανελλόπουλος». «Άφησε τα αυτά, έχουμε παρακολουθήσει όλες σας τις συζητήσεις αυτές τις μέρες, πάρε τον λοιπόν και πεστου να έρθει εδώ μαζί με τους πολιτικούς αρχηγούς».

Παίρνει ο Νικολάου τον Κανελλόπουλο, το δίνει στον Μπρατάκο, ο Μπρατάκος του λέει, «κύριε πρόεδρε ο κύριος Πρόεδρος της Δημοκρατίας σας θέλει εδώ με τους πολιτικούς αρχηγούς». Κλείσανε ραντεβού, πήγε ο Κανελλόπουλος με τους πολιτικούς αρχηγούς στο γραφείο του Γκιζίκη και απεφασίσθη να πάνε μετά να ορκιστούν. Στο διάστημα αυτό έμεινε ο Αβέρωφ, αλλάξανε τα δεδομένα και απεφασίσθη να κληθεί ο Καραμανλής.

Εγώ όλη την ημέρα της Τρίτης, βρισκόμουνα στο γραφείο του Νικολάου. Μέχρι τα ξημερώματα της Τετάρτης, οπλισμένος, γιατί ήξερα, είχαμε πληροφορίες, και τα στοιχεία που μας έδινε ο Νικολάου ήταν ότι η κατάσταση είναι έκρυθμη. Εις τον βασιλικό κήπο ήτανε μονάδες καταδρομών, έτοιμες να επέμβουν εναντίον του πλήθους, εάν κάτι πήγαινε στραβά. Εμείς λοιπόν, με την ομάδα την δική μου, τον αδερφό μου, 2-3 άλλους αξιωματικούς και τον κλητήρα τού Νικολάου είχαμε όπλα και είχαμε πιάσει τις γωνιές και περιμέναμε.

Όταν το βράδυ εκλήθη ο Καραμανλής, ήτανε η πιο κρίσιμη στιγμή. Υπήρχε κίνδυνος οι χουντικοί περί τον Ιωαννίδη, βλέποντας ότι χάνουνε το παιχνίδι, γιατί αυτοί πιστεύανε ότι θα έρθουν οι πολιτικοί και θα έχουν πάλι την εξουσία, να επέμβουν εναντίον του πλήθους. Είδαμε τις μονάδες των καταδρομών που ήτανε στον βασιλικό κήπο έτοιμες να επέμβουν μέσα στα ανάκτορα. Εμείς έτοιμοι να συλλάβουμε τυχόν αξιωματικούς που αντιδρούσαν στους πολιτικούς. Ευτυχώς, δεν έγινε τίποτα.

Κάποια στιγμή, μπροστά μας, ο Μπρατάκος τσακώθηκε με έναν ιωαννιδικό, τον Παλαϊνη, που ήθελε να επέμβουν. Ο Παλαΐνης επέμενε η κυβέρνηση να είναι υπό τον έλεγχο των στρατιωτικών. Τότε ο  Μπρατάκος του είπε: “χάσαμε το παιχνίδι, σταμάτα”.