Καθώς το αρτιότατο έως και αριστουργηματικό της ‘’Φόνισσας’’ της Εύας Νάθενα έχει ήδη περιγραφεί από πλήθος κειμένων που προέρχονται από κατά πολύ ειδικότερους επί του κινηματογράφου από μένα, παρακάτω περιορίζομαι στην κατάθεση μερικών κοινωνιολογικών και αισθητικών παρατηρήσεων σε σχέση ή με αφορμή την ταινία.

Ads

1. Τι είναι αυτό που στην ταινία βοά ως σύγχρονη αλήθεια; Τι είναι αυτό που μας ‘’μιλά’’ τόσο έντονα; Όταν ένα 15-20% της Βουλής των Ελλήνων, οραματίζεται – χωρίς να το κρύβει – την επιστροφή σε μια κοινωνία σαν και αυτή την οποία εκδικείται η Φόνισσα, δεν απαιτείται κάποια υψιπετής ανάλυση για να κατανοηθεί η επικαιρότητα της ταινίας. Ίσως όχι του πρωτότυπου έργου του Παπαδιαμάντη καθαυτό, αλλά αυτό θα σχολιαστεί παρακάτω.

2. Η ταινία αποτελεί μία καλλιτεχνική τομή. Η συνειδητή ή ασύνειδη εκ μέρους της σκηνοθέτιδος περιδιάβαση από τις αβυσσαλέες κραυγές της Μήδειας του Ευριπίδη και της Κλυταιμνήστρας στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και τις σκηνές του χορού του θανάτου που σέρνει ο Χάρος στην ‘’Έβδομη Σφραγίδα’’ του Μπέργκμαν, μέχρι τις βαθύβουες κώμες των ‘’Νυφών’’ του Παντελή Βούλγαρη και την ‘’Λευκή Κορδέλα’’ του Χάνεκε, επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά ότι στέρεο είναι το καλλιτεχνικό προϊόν που πατά με σιγουριά στο παρελθόν και αγκαλιάζει τον πηλό του παρόντος: δηλαδή αναπροσαρμόζει την καλλιτεχνική γλώσσα του παρελθόντος για να αρθρώσει διαχρονικές έννοιες και συγκρούσεις με ένα σύγχρονο ιδίωμα.

3. Η ταινία πρωτοπορεί λόγω της τιμιότητας που επιδεικνύει ως προς την επεξεργασία και τροποποίηση του αξεπέραστου έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάνη. Από την αρχή της ταινίας, ακόμα και αν έχεις διαβάσει το κείμενο ή ειδικά αν το έχεις διαβάσει, έχεις την αίσθηση ότι οι ‘’παρεκκλίσεις’’ της δεν αφορούν την ανάγκη κινηματογραφικής προσαρμογής. Άλλωστε το κείμενο του Παπαδιαμάντη έχει προσαρμοστεί στο παρελθόν και για τον κινηματογράφο και για το θέατρο χωρίς σημαντικές αλλαγές στην πλοκή. Οι ‘’παρεκκλίσεις’’ αυτές είναι κλειδιά κοινωνικής πρόσληψης, πολιτικής τοποθέτησης, κλειδιά που τοποθετούνται σε κλειδαριές οι οποίες, ακόμα και μια διάνοια όπως ο Παπαδιαμάντης, θα ήταν αδιανόητο να έχει ανακαλύψει το 1903, όταν έγραφε το πρωτότυπο έργο. Έχουν το δικαίωμα μια σκηνοθέτιδα και μια σεναριογράφος (Κατερίνα Μπέη) να παραμερίσουν τον νατουραλισμό του Παπαδιαμάντη που βασική του έγνοια είναι να καταδείξει μια ντοστογιεφσκικής προέλευσης σύγκρουση μεταξύ ανθρώπινου και θεϊκού νόμου και να περάσουν με φόρα καταγγέλλοντας την επονείδιστη έξαρση των γυναικοκτονιών και της ενδοοικογενειακής βίας; Το δικαίωμα το έχουν αν το πρωτότυπο έργο είναι αρκούντως ανθεκτικό σε διαφορετικές και, κυρίως, μελλοντικές προσεγγίσεις. Δηλαδή αν το έργο είναι κλασικό. Δηλαδή αν το ίδιο το έργο είναι τόσο ευρέων οριζόντων που προκαλεί το ίδιο την ανανοηματοδότησή του.

Ads

4. Στην ταινία, η αυτοδικία στην οποία επιδίδεται η Φόνισσα φεύγει από το μανιακό πλαίσιο στο οποίο την τοποθετεί ο Παπαδιαμάντης και γίνεται μια συνειδητή, επιβεβλημένη πράξη. Επειδή, δε, το βασικό αφήγημα της ταινίας είναι ακραιφνώς ανθρωποκεντρικό, ο/η θεατής νιώθει, έστω και ενοχικά, μια κατανόηση για τις αποτρόπαιες πράξεις της Φόνισσας. Γιατί σε μια κοινωνία όπου η κρατική βία θεριεύει, σε μια κοινωνία που κάθε μήνα μετρά τα νεκρά παιδιά της είτε στα σμπαράλια του σιδηροδρόμου, είτε στα μπλόκα της αστυνομίας, είτε σε οικογενειακά διαμερίσματα, είτε στις οπαδικές συμπλοκές, δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια στο ενδεχόμενο να επανέλθει η αυτοδικία, η αντιβία που φαντασιώνεται ότι διασώζει από την καταπίεση.

5. Η ταινία τονίζει πολύ περισσότερο από το βιβλίο το γεγονός της παντελούς απουσίας ενός ούτως ή άλλως ανώριμου, διεφθαρμένου, τριτοκοσμικού κράτους. Η μόνη στιγμή που το κράτος δηλώνει παρόν είναι στη φάση της καταστολής των κατά συρροήν εγκλημάτων. Παρά το σαφές προανάκρουσμα, το κράτος δεν προλαμβάνει – αντίθετα απέχει σκανδαλωδώς από την όποια παρέμβαση. Το κράτος επιζητά την αύξηση του πληθυσμού για να αυξήσει και τις γεωπολιτικές του διεκδικήσεις, για να ενισχύσει την οικονομία του αλλά η στήριξη του πληθυσμού εξαντλείται σε ευχολόγια, σαν τις ευχές του τυφλού παπά της ταινίας. Η προσθήκη, δε, του στοιχείου του όχλου που στο τέλος καταδιώκει την Φραγκογιαννού, καταγγέλλει ευθέως τα σύγχρονα φαινόμενα εικονικού ή φυσικού λιντσαρίσματος, την κατάρρευση της δικαιοσύνης σε όφελος του μίσους μια κοινωνίας τυφλωμένων που οδηγείται από μονόφθαλμους εναντίον όποιου επιλεγεί να θυσιαστεί ώστε με το αίμα του ή την ηθική του καταστροφή, το θύμα να αναβαπτίσει την εξουσία και τα κοινωνικά στερεότυπα που την αναπαράγουν.