Στις δεκαετίες του ογδόντα και του ενενήντα, εποχές που οι άνθρωποι αγόραζαν δίσκους και οι εταιρείες κυκλοφορούσαν, η Λύρα, η σημαντική εταιρεία δίσκων ελληνικής μουσικής, αποφασίζει να ενισχύσει το κατάστημα της στη Θεσσαλονίκη, προτείνοντας, το 1986, σε έναν ξεχωριστό άνθρωπο και γνώστη του χώρου, στην εικαστικό Ντόρα Ρίζου, να το αναλάβει και να αναπτύξει τις πωλήσεις στη Βόρεια Ελλάδα καθώς και τις παραγωγές με ντόπιους καλλιτέχνες.

Ads

Η Ντόρα είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική Εσωτερικών Χώρων, γραφικές τέχνες και ζωγραφική στη σχολή Δοξιάδη, καθώς και κεραμική στη ΧΕΝ Αθηνών. Για πολλά χρόνια εργάστηκε στη δισκογραφία, εμπνεόμενη και ενισχύουσα σημαντικές παραγωγές. Εδώ και χρόνια ίδρυσε και διευθύνει το χώρο του Black Duck στην Αθήνα. Ας ξεδιπλώσουμε μαζί της το ωραίο κουβάρι των αναμνήσεων ενός μυθικού παταριού. ”Στην Θεσσαλονίκη βρέθηκα από ανάγκη, ακολούθησα τον Γιώργο τον άντρα μου που ήταν χημικός μηχανικός και είχε αναλάβει την διεύθυνση του υποκαταστήματος της Hoechst. Ανέβηκα σχεδόν κλαίγοντας, αλλά τα παιδιά ήταν πολύ μικρά και είχαν ανάγκη την οικογένεια και για εμάς θα ήταν πολύ δύσκολο να ζήσουμε χώρια. Όμως, πολύ γρήγορα το κλάμα για το άγνωστο έδωσε την θέση του στο γέλιο. Βλέπεις, εγώ στην Αθήνα εργαζόμουνα στην ιστορική Columbia σαν Art Director και ήμουνα πολύ ευχαριστημένη. Επίσης είμαι γέννημα θρέμμα Αθηναία και η Θεσσαλονίκη μου έμοιαζε περίπου σαν ξενιτιά, ήταν άγνωστη πόλη για μένα. Είχα ανέβει σαν φοιτήτρια μια φορά, καμία άλλη σχέση” θυμάται η Ντόρα Ρίζου.

Η εμπειρία της στην Columbia στάθηκε καθοριστική για την επιλογή της ως το πρόσωπο κλειδί στην Θεσσαλονίκη. Μια δύσκολη απόφαση να αφήσει την Αθήνα, λόγω οικογενειακής μετακόμισης και τη δουλειά της που αγαπούσε πολύ, μια απόφαση για την οποία δεν μετάνοιωσε ποτέ που την πήρε. ”Η Columbia ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος. Γνώρισα και συνεργάστηκα με κάποιους από τους πιο αξιόλογους δημιουργούς,συνθέτες,στιχουργούς, ερμηνευτές και ζωγράφους. Με τον Χατζιδάκι, τον Μαρκόπουλο, τον Δήμο Μούτση, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Άκη Πάνου, τον Καραμπεσίνη, τον Ρασούλη, τους Κατσιμιχαίους, τους Φατμέ, τον Τζίμη Πανούση,τον Αντρέα Μικρούτσικο, την Πίτσα Παπαδοπούλου, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Τάκη Μουσαφίρη, τον Μιχάλη Μενιδιάτη, την Λένα Πλάτωνος, την Μαριαννίνα Κριεζή και όλη την ομάδα της Λιλιπούπολης και τόσους άλλους. Ήταν μια πολύ δημιουργική εποχή για το ελληνικό τραγούδι γενικότερα. Πρόλαβα και τον Τσιτσάνη, είχε πολύ σεβασμό στην εταιρία, όπως και όλοι της γενιάς του. Επίσης, με τον Στέλιο Ελληνιάδη, τον Τάσο Φαληρέα και τον Γιώργο Κοντογιάννη και πολλούς άλλους συνεργαζόμαστε για την έκδοση του περιοδικού «Ντέφι». Όπως καταλαβαίνεις, ήταν πολύ δύσκολο να αφήσω αυτή την ενδιαφέρουσα εργασία και όλο αυτόν τον κύκλο για κάτι άγνωστο. Η ιστορία όμως δικαίωσε την απόφαση της εγκατάστασης στην Θεσσαλονίκη.”

Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. ”Λίγο καιρό μετά την εγκατάσταση στην Θεσσαλονίκη, ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρίας «Λύρα» Κυριάκος Μαραβέλιας, μου τηλεφώνησε στις 12 τα μεσάνυχτα για να μου προτείνει να αναλάβω το υποκατάστημα της «Λύρα» το οποίο είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν, επί Πατσιφά, σαν κατάστημα λιανικής και χονδρικής πώλησης δίσκων στην Τσιμισκή 64. Ήταν σχετικά φθηνό το ενοίκιο και το κτίριο ανήκε στην Μονή Βατοπεδίου. Έλαβα την εντολή, να αναλάβω το υποκατάστημα, να αναπτύξω τον τομέα των πωλήσεων στις πόλεις της Βόρειας Ελλάδας και να αναπτύξω επίσης τις σχέσεις με τους υπάρχοντες καλλιτέχνες, δηλαδή κυρίως με τον Παπάζογλου και τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Για την ιστορία σου λέω, ότι είχαμε σαν υποκατάστημα, το δίκτυο πωλήσεων από την Λάρισα μέχρι την Αλεξανδρούπολη και Θάσο. Έτσι,γνώρισα πολύ καλά την Βόρεια Ελλάδα, ταξιδεύοντας στην αρχή για να επισκέπτομαι πελάτες χονδρικής και αργότερα για καταγραφή τραγουδιών με τον Παπάζογλου και τον Μελίκη. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι μόνο στην πόλη της Κατερίνης, υπήρχαν 35 καταστήματα δίσκων!! Ρωτάς πώς προέκυψε η ιδέα του παταριού; Από ανάγκη,όπως προκύπτουν τα περισσότερα ωραία πράγματα στην ζωή”.

Ads

Μέσα στο κατάστημα δημιουργήθηκε από ανάγκη ο απόλυτος χώρος δημιουργίας. ”Δεν υπήρχε άλλος χώρος με αυτονομία στο κατάστημα της Τσιμισκή κι έτσι,έφτιαξα μια μικρή «φωλιά» στο υπερυψωμένο κομμάτι του καταστήματος. Σαν γραφείο. Σιγά σιγά, άρχισαν να περνάνε για καφέ πολλοί φίλοι καλλιτέχνες από Αθήνα και μετά σιγά σιγά και διστακτικά πολλοί Θεσσαλονικείς. Επίσης, πολλοί πωλητές δίσκων από τις άλλες εταιρίες που είχαν υποκαταστήματα. Και εσείς, οι παραγωγοί ραδιοφώνων και οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων. Μας ένωνε η αγάπη για το βινύλιο και την μουσική αλλά και η αγάπη για την πόλη γενικότερα. Έτσι,πολύ γρήγορα ξεπεράστηκε η καχυποψία των Θεσσαλονικέων απέναντι στην Αθηναία, τόσο, που με πολιτογράφησαν ντόπια, και πολύ μου άρεσε ! Πάντως, ο πρώτος καφές της ημέρας ήταν συνήθως με τον Σωκράτη Μάλαμα, που παρότι κοιμόταν τελευταίος, ξύπναγε πρώτος!”

image

Για όλους εμάς τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς και δημοσιογράφους στα έντυπα, καθώς site τότε δεν υπήρχαν, το πέρασμα μια φορά την εβδομάδα από κείνο το μυθικό πατάρι της Τσιμισκή ήταν σαν μυσταγωγία. Με πρόσχημα να πάρουμε κάποια νέα κυκλοφορία δίσκου για το ραδιόφωνο, τρυπώναμε για μια καλημέρα εντός του και πάντα κατέληγε σε μια ενδιαφέρουσα συνάντηση και ανταλλαγή ειδήσεων. Ο Γιάννης Τσολακίδης διευθυντής του Ράδιο Ανατολικός θυμάται: ”Αρχές του 1990 ακμάζει ακόμη η ελληνική βιομηχανία δίσκων, την πρώτη τους φρέσκια νιότη μόλις ζουν και τα ιδιωτικά ραδιόφωνα. Λάτρης της ελληνικής μουσικής και εργαζόμενος για πρώτη φορά σε κάτι που αγαπώ, τον Ρ/Σ Ράδιο – Παρατηρητής ανέλαβα, πέρα από την καθημερινή εκπομπή, την τροφοδοσία του σταθμού με τις νέες κυκλοφορίες! Τότε που δεν υπήρχαν e-mail και mp3, που η μουσική δημιουργία καταγραφόταν σε γυαλιστερούς μαύρους κύκλους που τους λέγαμε δίσκους βινυλίου, κάτι σε ρομαντικό πρωτογονισμό, υποθέτω το βλέπουν σήμερα πια οι ψηφιακοί άνθρωποι. Πήγαινα λοιπόν κι εγώ και οι άλλοι ραδιοφωνικοί, μουσικοί παραγωγοί, στα υποκαταστήματα των δισκογραφικών εταιριών στην Θεσσαλονίκη για ενημέρωση- παραλαβή των νέων κυκλοφοριών. Στη ΛΥΡΑ, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Πάνω από το δισκοπωλείο υπήρχε το περίφημο Πατάρι της, όπου συναντούσαμε την κατοπινά φίλη μου, αγαπημένη, που τα λέμε σπανίως μεν αλλά ως σήμερα, Ντόρα Ρίζου. Ήταν ένας μικρός αλλά γεμάτος τέχνη χώρος. «Μύριζε» τέχνη, σκόνταφτες στην πνευματική καλλιέργεια, το χιούμορ, τις ωραίες συζητήσεις με το που ανέβαινες τα σκαλιά. Σχεδόν ποτέ δεν ήταν μόνη στο Πατάρι, καθώς εκεί μαζεύονταν οι καλλιτέχνες που, μικροί ακόμη, μεγάλωναν μουσικά και καθόρισαν μουσικά τη γενιά μου. Έβρισκε πάντα το χρόνο να με ενημερώσει για τα νέα του ελληνικού τραγουδιού αλλά και να μου συστήνει ανθρώπους που έμελλαν να είναι ο πυρήνας αυτού που ονομάστηκε «σχολή Θεσσαλονίκης».

Αφοπλιστική στην επικοινωνία, χαρισματική στις επιλογές της. Η Ντόρα έχει μουσικότητα στη φωνή της, στον τρόπο που συνομιλεί κι αυτό ταίριαζε απόλυτα με το ολότεχνο, έτσι υο θυμάμαι. σε διαρρύθμιση και χρώματα πατάρι της Λύρας. Ποιητές, στιχουργοί και συνθέτες ήταν οι συνήθεις συνομιλητές. Εκεί, κοντά στην Ντόρα, συνάντησα τον Μάλαμα, τον Σιμώτα, τις αδελφές Μελίνα και Λιζέτα. Εκεί φορτωνόμουν με αξέχαστη χαρά τους νέους δίσκους που από την επομένη θα «λειώναμε» στο ράδιο. Αξέχαστες μέρες που μάλλον δεν θα επιστρέψουν, ζουν στις αναμνήσεις μας και αποτυπώνουν πια, τη ζεστασιά της επαφής που έχτισε το Πατάρι της Λύρας, στην ιστορία. Το ίδιο συνέβαινε και για τους καλλιτέχνες της πόλης.

Ο Θωμάς Κοροβίνης θυμάται: ”Το πατάρι της εταιρείας επί της Τσιμισκή λειτούργησε για αρκετό διάστημα σαν αγαπητικό στέκι των Θεσσαλονικιών καλλιτεχνών. Εκεί κλείνονταν οι συναυλίες και κουβεντιάζονταν τα θέματά τους σε οικεία ατμόσφαιρα. Το πνεύμα της παραγωγής ακολουθούσε την γραμμή του ποιοτικού οράματος του Πατσιφά. Ψυχή της περιόδου Θεσσαλονίκης ήταν η φίλη Ντόρα Ρίζου, στην ευρηματικότητα, την εργατικότητα και το ταλέντο της οφείλεται η ανάδειξη του έργου των πιο αξιόλογων τραγουδοποιών και τραγουδιστών της εποχής, παρά τα όποια παράπονα”. Για την Ντόρα η Θεσσαλονίκη ήταν μια άγνωστη πόλη. Που δεν άργησε όμως σύντομα να γίνει πόλη γνωριμιών και φιλιών σπάνιων. ”Από την Θεσσαλονίκη ήξερα τον Παπάζογλου, τον είχα γνωρίσει στην Αθήνα που έπαιζε με την «Ταχεία Θεσσαλονίκης» και ερχόταν και στην Columbia γιατί τον βοηθούσαμε στην σχεδίαση των εξωφύλλων του. Ο ήχος του Παπάζογλου και των Χειμερινών Κολυμβητών μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση όταν ήμουν ακόμα Αθήνα. Έπαιζαν τα τραγούδια τους κάποια ελάχιστα ραδιόφωνα, αλλά δεν μπορούσες να μην τα προσέξεις.”

Σιγά σιγά έγινε η αρχή για την παραγωγική περίοδο της Λύρα στην Θεσσαλονίκη. Εμβληματική φιγούρα που συναντούσες συχνά στο πατάρι, έτοιμος να πειράξει τον καθένα, ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. ”Η αρχή έγινε με την παραγωγή του δίσκου «Η Θεσσαλονίκη στα ρεμπέτικα» το 1986. Γνώρισα τον φιλόλογο Ξενοφώντα Κοκκόλη που έγραψε τα κείμενα και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο που με βοήθησε πολύ στην επιλογή των ρεμπέτικων τραγουδιών της Θεσσαλονίκης. Την επιμέλεια παραγωγής υπογράψαμε από κοινού με τον Νίκο Παπάζογλου στο στούντιο «Αγροτικόν». Και ο ένας έφερε τον άλλο και η μία συνεργασία διαδέχτηκε την επόμενη και ο καφές έγινε σιγά σιγά τσίπουρο και Campari με σόδα και χτίστηκε μια μικρή αλλά δυνατή κοινωνία δημιουργών, τραγουδοποιών, ποιητών, ζωγράφων και τραγουδιστών. Αλλά και δημοσιογράφων και παραγωγών ραδιοφώνου. Πάντα με την υποστήριξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου που κάνοντας παρατηρήσεις με το γνωστό σκληρό αλλά δίκαιο τρόπο του, με βοήθησε σημαντικά.”

Ο Αργύρης Μπακιρτζής θυμάται: ”Την πρώτη αποτυχημένη επαφή για συνεργασία με τη ΛΥΡΑ το 1980, πριν κυκλοφορήσουμε τον πρώτο μας δίσκο, ακολούθησε το 1985 η δεύτερη, με επιτυχία, με τον νέο διευθυντή της εταιρείας αείμνηστο Κυρ. Μαραβέλια, ο οποίος παρότι μας προσέφερε τα λιγότερα από τις άλλες εταιρείες με τους στολισμένους με δαχτυλίδια διευθυντές, οι οποίες είχαν ενδιαφερθεί, με κατάφερε πείθοντάς με ότι το θεωρούσε τιμή του να συνεργαστεί μαζί μας, αποδεχόμενος με χιούμορ όποιον σουρεαλιστικό όρο ζήτησα στο συμβόλαιο που συνομολογήσαμε. Από τότε και για πάνω από 10 χρόνια το μικρό πατάρι της Τσιμισκή 64, όπου είχε το γραφείο της η υπεύθυνη του υποκαταστήματος της Θεσσαλονίκης κυρία Ντόρα Ρίζου, έγινε το δεύτερο σπίτι μου, όπως και άλλων μελών του συγκροτήματός μας. Η φιλία με την κα Ρίζου σφραγίστηκε στο Μεγάλο Καζαβήτι της Θάσου και καλά κρατεί στο Black Duck, το καφέ μπαρ εστιατόριο γκαλερί, που διευθύνει στη Χρ. Λαδά 9Α στην Αθήνα. Τότε, δεν υπήρχε περίπτωση να βγούμε απ’ το σπίτι εργάσιμη, και όχι μόνο, ώρα και να μην καταλήξουμε στο πατάρι. Για χρόνια σέρνοντας και τα καροτσάκια των νεογέννητων παιδιών μου. Εκεί συζητούσαμε και σχεδιάζαμε τους δίσκους μας, κυρίως τα εξώφυλλα, συχνά μαλώνοντας με τη Ντόρα, εκεί στροβιλίζονταν ένα σωρό διαφορετικοί άνθρωποι, όχι αναγκαστικά μουσικόφιλοι, ήταν ένα κέντρο που σαν κι αυτό δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο σήμερα, -κι αυτό το λέω γιατί λειτουργούσε σε πολλά επίπεδα-, ένα κέντρο που τραβούσε τους ανθρώπους του όπως ένα λουλούδι τις μέλισσες και τα ζουζούνια. Οι ιστορίες του παταριού δεν έχουν τελειωμό. Απ’ τους τόσους ανθρώπους με τους οποίους συναντιόμασταν εκεί, θα αναφέρω μόνο δυο: τον Θωμά Κοροβίνη και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, που τον θυμάμαι καθαρά, καθισμένο απέναντι στην Ντόρα, να διαφωνεί με την ιδέα μου να ενώσω δυο μελοποιημένα από εμένα ποιήματά του σε ένα κι έτσι στον δίσκο μας έβαλα στο ίδιο τραγούδι τους στίχους απ’ το ένα ποίημα και τις μουσικές κι απ’ τα δυο. Τελικά, τί ήταν το πατάρι: οπωσδήποτε η Ντόρα Ρίζου, που εκεί, νομίζω, έπαιξε τον πιο φανταιζί ρόλο της, όσο κι αν οι κατοπινοί της ρόλου φαντάζουν πιο μεγάλοι.”

Η μείξη των τεχνών σε κείνο το πατάρι γέννησε πραγματικά αριστουργήματα. Η Ντόρα Ρίζου ξετυλίγει αναμνήσεις: ”Μόνο όταν οι τέχνες βαδίζουν χέρι χέρι παράγεται πολιτιστικό έργο. Έτσι, ο Παπάζογλου συνεργαζόταν με τον Χριστιανόπουλο για την παραγωγή του δίσκου του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, ο Θωμάς Κοροβίνης εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Λεϊλά και Μετζνούν», επιλογή από τους ποιητές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Μαριώ, ο Κεφάλας, ο Χοντρονάκος συνεργάστηκαν στους δίσκους «Η Θεσσαλονίκη στα Ρεμπέτικα Νο 1 και Νο 2 με τον φιλόλογο Κοκκόλη, ο Ζήκας με την Μαριώ, ο Μάλαμας με την Μελίνα Κανά και φωτογραφίες του Κυριακίδη, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου συνεργάστηκε με την Μελίνα και τον Σωκράτη, χρησιμοποίησε φωτογραφίες του σπουδαίου καλλιτέχνη Τλούπα, η Λιζέττα Καλημέρη με την Μαριώ στον δίσκο «Ασιάτιδος Μούσης ερασταί» με κείμενα του ερευνητή Χατζηπανταζή, η Σαβίνα Γιαννάτου με τον Μιχάλη Σιγανίδη, τον Κώστα Βόμβολο, τον Γιάννη Αλεξανδρή και τον Κυριάκο Γκουβέντα δημιουργώντας το σχήμα « Primavera en Saloniko», ο Σιγανίδης με τον ποιητή Σαχτούρη. Συμμετείχαν και καλλιτέχνες από την Αθήνα, όπως ο Άγγελος Παπαδημητρίου και ο Χριστόφορος Σταμπόγλης στο «Καμπαρέ Καζάντιπί» που συνεργάστηκαν με την Γεωργίου Συλλαίου, ο Γιώργος Καζαντζής με την Βούλα Σαββίδη, ο Αργύρης Μπακιρτζής συνεργάστηκε με την Πόλυ Πάνου σε συναυλίες. Επίσης, στον δίσκο «Πάμε τσάρκα» συνεργάστηκαν ο Μακεδόνας, η Μελίνα, η Γλυκερία, η Μαριώ, ο Μητσιάς και ο Χατζηνάσιος. Πολλές συνεργασίες που θα πιάσουν μια σελίδα για να τις αναφέρουμε όλες”.

image

Εκεί μέσα ξεκίνησαν πράγματα, πχ η καριέρα του Σωκράτη Μάλαμα, εκεί σχηματοποιήθηκε αυτό που στην Αθήνα ονόμαζαν ”Σχολή της Θεσσαλονίκης”. ”’Είναι αλήθεια ότι όλοι αυτοί οι δημιουργοί και ερμηνευτές υπήρχαν αλλά δεν είχαν κέντρο αναφοράς. Πράγματι, η «Λύρα του Βορρά», όπως ονομάσαμε το label αυτό, συγκέντρωσε τις φωνές όλων αυτών των ταλαντούχων ανθρώπων. Τον όρο «σχολή της Θεσσαλονίκης», τον χρησιμοποίησαν πιο πολύ στην Αθήνα, εμείς τον «σνομπάραμε» λίγο τον όρο αυτό. Να προσθέσουμε και τον ρόλο των πολύ αξιόλογων ραδιοφώνων της Θεσσαλονίκης και των λογοτεχνικών εντύπων της εποχής. Π.χ. ο «Παρατηρητής» και ο «Ανατολικός» και πιο πριν το πειρατικό «Ράδιο Θεσσαλονίκη» καθώς και η ΕΤ3 και το κρατικό ραδιόφωνο,έπαιξαν κατά την γνώμη μου, πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια.”, λέει η Ντόρα Ρίζου. Ο Γιάννης Τσολακίδης θυμάται μια ωραία ιστορία: ”Ο Γιώργος Καζαντζής, συνθέτης τότε στο δυναμικό της Λύρας , μου αφηγήθηκε κάποτε την ιστορία για την έκδοση του δίσκου του με τη Λιζέτα Καλημέρη «Πνοή του Ανέμου». Η Ντόρα πίστευε πολύ στη φωνή Μελίνας Κανά και ζήτησε από τον Καζαντζή να συνεργαστούν. Η Κανά γνώρισε στον Γιώργο την στιχουργό Λίλυ Βαρίνου και ξεκίνησαν οι μελοποιήσεις. Στο μεταξύ, η Μελίνα πηγαίνει στον Γιώργο τραγούδια και του Μάλαμα (με στιχουργό τον Γιάννη Τσατσόπουλο) γραμμένα γι’ αυτήν. Τα βρίσκουν…εξαιρετικά και στην αρχή πέφτει η ιδέα να βγει μια παραγωγή που θα είχε συνθέσεις από τη μια πλευρά του 33 στροφών δίσκου βινυλίου του Μάλαμα και από την άλλη δικές του με τη φωνή της Μελίνας Κανά και στιχουργό και τον Μανώλη Ρασούλη. Η Ντόρα τότε νομίζω, βρήκε τη «μαγική» λύση. Κράτησε μια παραγωγή με ένα δίσκο με την Μελίνα Κανά για τον Σωκράτη και έδωσε μια ακόμη με έναν ακόμη ολόκληρο του Γιώργου με την αδελφή της Μελίνας, Λιζέτα Καλημέρη που κάνει την παρθενική της δισκογραφικά εμφάνιση! Ρίσκο και διαχείριση εκπληκτικά! Έτσι μεταξύ 1992 Κι 1994 προέκυψαν 2 από τις σημαντικότερες προτάσεις της στο ελληνικό τραγούδι και ταυτόχρονα, δύο από τους πιο επιτυχημένους δίσκους των συνθετών και η πρώτη, μεγάλη αναγνώριση και των δύο αδελφών Κανατά, από το ελληνικό μουσικόφιλο κοινό!”

Πολλοί θυμούνται αυτό το χώρο σαν το στέκι τους για χρόνια. ”Το πατάρι ήταν σαν το σπίτι μου και οι επισκέπτες ένοιωθαν το ίδιο. Πράγματι,λειτουργούσε άτυπα και σαν καφενείο, μιλούσαμε για βιβλία, για λογοτεχνία, θέατρο κλπ και ο καθένας είχε και το ποτό του!”

Και ο ρόλος της Ντόρας σε όσα οι καλλιτέχνες της έφερναν να ακούσει και να επιλέξει; ”Δεν ήμουνα παρεμβατική, άκουγα με προσοχή την ιδέα του καθενός και παρότι κάποιες ιδέες ήταν λίγο ριψοκίνδυνες εμπορικά, τις προχωρήσαμε και νομίζω ότι δικαιωθήκαμε. Π.χ. όταν η Γεωργία Συλλαίου μου πρότεινε τα «Τραγούδια των Εβρίδων», με πολύ ενδιαφέρον άκουσα την ιδέα για τα τραγούδια των μακρινών νησιών,και μετά ανέλαβε την ενορχήστρωση ο Μιχάλης Σιγανίδης. Το αποτέλεσμα ήταν υψηλού επιπέδου και άνοιξε κι έναν δρόμο για το εξωτερικό.Το να ενθαρρύνεις έναν νέο καλλιτέχνη που έχει πάθος είναι πολύ σημαντικό. Ο χρόνος θα σε δικαιώσει ή όχι.”
Στη Ντόρα Ρίζου οφείλουν όμως το ξεκίνημα τους και καλλιτέχνες που δεν άνηκαν στον στενό πυρήνα ενός έντεχνου ή λαϊκού τραγουδιού που προωθούσε η Λύρα. Υπάρχει και η μεγάλη έκπληξη των Θεσσαλονικιών Ονιράμα. ”Είναι αλήθεια,οι Ονιράμα δεν είχαν ρεπερτόριο που με συγκινούσε ιδιαίτερα, ήταν πολύ ποπ και πολύ νεανικό για τα γούστα μου, αλλά έβλεπες και άκουγες μια μπάντα πολύ καλά «δουλεμένη», με ζωντάνια, φρεσκάδα και άξιζαν τα παιδιά αυτά να έχουν μια ευκαιρία. Και πράγματι, ο Θοδωρής Μαραντίνης και οι Ονιράμα, έγιναν ευρέως γνωστοί και τα τραγούδια τους επιτυχίες πανελλαδικά. Επίσης, κάποιοι αναγνωρίζουν ότι βοηθήθηκαν και κάποιοι όχι, δεν έχω καμιά πίκρα πια γι’ αυτό, θεωρώ ότι είναι άλλο πράγμα ο άνθρωπος και άλλο το έργο του. Είναι πολύ ρομαντική και επικίνδυνη άποψη να ταυτίζουμε την ποιότητα του έργου με την ποιότητα του χαρακτήρα. Άκρως επικίνδυνη άποψη, δημιουργεί έξαλλους groupies.”

Εξαιρετικά σημαντική η δουλειά της όμως στα εξώφυλλα δίσκων, με μερικά μυθικά εξώφυλλα να συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα τους. ”Ξεκίνησα στην δισκογραφία σχεδιάζοντας και ζωγραφίζοντας εξώφυλλα δίσκων. Επειδή οι σπουδές μου ήταν γύρω από τα εικαστικά και εγώ επίσης ζωγραφίζω και κάνω εκθέσεις ζωγραφικής, η σχεδίαση εξωφύλλων βινυλίου ήταν πολύ αγαπημένη δουλειά. Νομίζω ότι το πιό αγαπημένο μου εξώφυλλο ήταν η Λιλιπούπολη. Έχω κάνει πάρα πολλά εξώφυλλα βινυλίων και cd μετέπειτα, το καθένα έχει πίσω του μια μικρή ιστορία, κάποια στιγμή ίσως τα γράψω όλα αυτά.”

Το πατάρι της Λύρα λειτούργησε σαν ένας τόπος συνάντησης, που όμοιος του δεν υπήρξε άλλος στην Θεσσαλονίκη για τη μουσική. ”Αυτό ήταν το γοητευτικό σε αυτό το μικρό πατάρι. Η Θεσσαλονίκη,είναι μια πόλη πιο μικρή, πιο ανθρώπινη, με κέντρο που ακόμα λειτουργεί σαν τόπος συνάντησης,το εντελώς αντίθετο της Αθήνας που είναι πιο απρόσωπη πόλη. Αυτό το πατάρι – καφενείο της Λύρα, προσπάθησα να το κάνω και στο Black Duck στο κέντρο της Αθήνας. Λειτούργησε και συνεχίζει να λειτουργεί, αλλά η Αθήνα είναι πιά μια τεράστια πόλη, με πολλά κέντρα, δεν μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο όπως στην Θεσσαλονίκη και το Ίντερνετ έχει απομονώσει τους ανθρώπους. Τα στέκια τα υποκατέστησε σε ένα βαθμό,το Facebook, αλλά πολύ πιο μοναχικά και με ανεξέλεγκτες πληροφορίες που δυστυχώς δημιουργούν πόλωση.” Εκεί έγιναν πολλά καλλιτεχνικά συνοικέσια. Λυπάμαι που πολλοί από τους ανθρώπους που ανέφερα δεν είναι πια κοντά μας, δυστυχώς έφυγαν νωρίς και νέοι. Και ειλικρινά,η δεκαετία που πέρασα στην Θεσσαλονίκη,ήταν η πιο όμορφη και ενδιαφέρουσα περίοδος της ζωής μου. Ευτυχώς έχω πολλούς καλούς φίλους που τους συναντώ τακτικά και κρατάω επαφή με την πόλη. Το ποτάμι των αναμνήσεων είναι μεγάλο.

Της ζητώ κλείνοντας να θυμηθεί μια δυνατή στιγμή. ”Κάθε μεσημέρι, μετά το δικηγορικό γραφείο του,ερχόταν στο πατάρι ο στιχουργός και συγγραφέας Τάκης Σιμώτας, διαβάζαμε στίχους, ακούγαμε «ντέμο» και με βοηθούσε να τα αξιολογήσουμε. Ένα μεσημέρι,ενώ είχαμε κλείσει το κατάστημα λιανικής, μπήκαν αστυνομικοί με έναν εισαγγελέα γιατί υπήρξε καταγγελία για ναρκωτικά. Φυσικά παγώσαμε,γιατί παρότι δεν γνωρίζαμε κάτι και ούτε είχαμε σχέση,όταν βλέπεις τα λυκόσκυλα σε έξαλλη κατάσταση να γυρίζουν όλο τον χώρο ψάχνοντας,τον γάτο που είχαμε στο μαγαζί με την τρίχα όρθια να τρέχει σαν τρελός και τον εισαγγελέα απέναντί μας,καταλαβαίνεις τι πάθαμε. Και τότε, ο Σιμώτας που πληροφοριακά είναι και δικηγόρος, είχε αρχίσει να κουράζεται και να εκνευρίζεται με όλη αυτή την ιστορία, και λέει « Δεν βάζεις Ντορίτσα καμμιά κασέτα υποψήφιου ταλέντου να ακούσουμε»…

Πηγή: parallaximag.gr