Η επίλυση του ερωτήματος με ποιον πρέπει να μεγαλώνει ένα παιδί δεν είναι καθόλου εύκολο ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο ότι στη Βιβλική αφήγηση ο Σολομώντας αποτελεί πρότυπο δίκαιου άνακτος ακριβώς γιατί μπόρεσε να επιλύσει ένα τέτοιο ερώτημα.

Ads

Για πολλά δε χρόνια, και μέχρι σχετικά πρόσφατα, οι κοινωνίες αντιμετώπιζαν τα ζητήματα αυτά αποκλειστικά και μόνο από την οπτική των συμφερόντων των ενηλίκων θεωρώντας τα παιδιά κτήμα τους. Χαρακτηριστικά, ο βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομικών Αμερικανός οικονομολόγος και διαπρεπής εκπρόσωπος της Σχολής του Σικάγο Gary Beker έγραψε το 1981 ένα ολόκληρο βιβλίο 250 σελίδων γεμάτο εξισώσεις αναλύοντας γιατί προϊόντος του χρόνου οι διαζευγμένοι γονείς που δεν διαβιούν με τα παιδιά τους (συνηθέστερα οι πατέρες τους) τείνουν να βλέπουν ολοένα και λιγότερο τα παιδιά τους.

Το βιβλίο ξεκινούσε ορίζοντας ως ui τη «χρησιμότητα» (utility) τού να βλέπει ένας γονιός το παιδί του. Γιατί βεβαίως το θέμα τον απασχολούσε αποκλειστικά από αυτήν τη σκοπιά, δηλαδή την οπτική των εμπλεκόμενων ενηλίκων, ενώ το παιδί αντιμετωπίζονταν μόνο σαν κάτι ενδεχομένως «χρήσιμο» σε κάποιον ή κάποιους ενήλικες.

Τα πράγματα γίνονται ακόμα δυσκολότερα σε περιπτώσεις όπως η ελληνική κοινωνία (και μερικές ακόμα στην ανατολική και νότια Ευρώπη) όπου οι άνθρωποι δεν έχουν «μάθει» ακόμα να χωρίζουν όταν έχουν παιδιά (στη χώρα μας μόλις τις τελευταίες δυο δεκαετίες «μαθαίνουμε» να χωρίζουμε όταν δεν έχουμε παιδιά).

Ads

Εκατοντάδες ή χιλιάδες άνθρωποι έπειτα από ένα διαζύγιο περνάνε 10, 20 ή και όλα τους τα χρόνια αποδυόμενοι σε έναν απελπισμένο αγώνα ενάντια στον ή στην «τέως» μη μπορώντας να μεταβολίσουν ψυχικά το γεγονός ότι μια σχέση στην οποία επένδυσαν ψυχικά τελικώς πρέπει να τερματιστεί. Μηνύσεις, αγωγές και πάλι κόντρα νομικά μέτρα, κλήση της αστυνομίας, καταγγελίες ένθεν κακείθεν με αρωγούς ευφυείς δικηγόρους και μια στρατιά επαγγελματιών πραγματογνωμόνων κατακυριεύουν τη ζωή τους από το διαζύγιο και μετά, παρεμποδίζοντάς τους να προχωρήσουν παραπέρα.

Πολλές φορές δυστυχώς σε αυτό τον κυκεώνα αντεκδικήσεων εμπλέκονται και τα παιδιά τους, τα οποία μετατρέπουν σε ασπίδα ή εργαλείο για να καταφέρουν πλήγματα στην άλλη πλευρά – παρότι στην πραγματικότητα το μόνο που καταφέρνουν είναι να πληγώνουν τα παιδιά αυτά ανεπανόρθωτα και, σε τελική ανάλυση, και τους εαυτούς τους, καθηλωμένοι καθώς είναι σε αυτή την ατέλειωτη «μάχη χαρακωμάτων».

Στα θέματα αυτά των πρακτικών που κυριαρχούν στις οικογενειακές σχέσεις η εμπειρία διεθνώς δείχνει ότι ο νόμος από μόνος του δεν αρκεί για να αλλάξει μια κατάσταση. Οι άνθρωποι τείνουμε να κάνουμε ό,τι έχουμε σκοπό να κάνουμε αξιοποιώντας τα εκάστοτε περιθώρια του κάθε νομοθετικού πλαισίου. Συνεπώς το επίδικο δεν είναι μια τεχνική-νομική επίλυση ενός ούτως ή άλλως δύσκολου προβλήματος. Είναι αντιθέτως να βοηθήσουμε την ελληνική κοινωνία να «μάθει» να χωρίζει και στις περιπτώσεις ζευγαριών με παιδιά που χωρίζουν. Γιατί, από ό,τι δείχνουν και οι στατιστικές της γαμηλιότητας, το ποσοστό των γάμων που καταλήγει σε διαζύγιο είτε υπάρχουν παιδιά είτε όχι αυξάνεται ολοένα.

Αντί γι’ αυτό όμως, το νομοσχέδιο που δόθηκε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση κινείται μάλλον σε αντιδιαμετρική κατεύθυνση. Παρότι εισάγει –με μεγάλη ασάφεια ως προς το χαρακτήρα του– το θεσμό της οικογενειακής διαμεσολάβησης, αυτός είναι μάλλον τεχνικού-διοικητικού χαρακτήρα για να αποφασίσει τις σολομώντειες λύσεις όταν οι διαζευγμένοι δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους αναφορικά με τα παιδιά τους. Είναι μάλλον μια νομοθετική αλλαγή που αποσκοπεί περισσότερο στην αποσυμφόρηση του δικαστικού συστήματος από υποθέσεις αναθέτοντάς τες εκτός δικαστηρίων παρά μια συνδρομή στη δυσκολία των διαζευγμένων να ξεπεράσουν το θυμό, την απογοήτευση, τις ματαιωμένες προσδοκίες, για να δουν από εκεί και πέρα πώς ανατρέφουν τα παιδιά τους και συνεχίζουν τις ζωές τους.

Θα έπρεπε η ελληνική πολιτεία να αναλογιστεί σοβαρά την από χρόνια ανεκπλήρωτη ανάγκη για θέσπιση οικογενειακών δικαστηρίων (ώστε και οι δικαστές να μη δικάζουν ανθρώπινες ζωές ανάμεσα σε κτηματικές διαφορές και αθετήσεις συμβολαίων). Θα έπρεπε να αναπτυχθούν κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες ψυχικής υποστήριξης που να βοηθήσουν την ελληνική κοινωνία να προσαρμοστεί σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα, τον/την κάθε διαζευγμένο/-η να ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα και να δει το συμφέρον των παιδιών και του/της ιδίου/-ας. Η έμφαση εδώ αναγκαστικά πρέπει να δοθεί στην ψυχική εργασία με τους συμμετέχοντες, έτσι ώστε να έρθουν σε θέση να καταλήξουν σε συγκαταβατικές και άρα συμβιβαστικές λύσεις με γνώμονα πρώτα απ’ όλα το συμφέρον των παιδιών τους και όχι την αναπαραγωγή του κλίματος «εχθροπραξιών» μεταξύ γονέων με «πεδίο μάχης» τα ίδια τους τα παιδιά.

Και το συμφέρον των παιδιών είναι προδήλως η εμπλοκή και των δυο χωρισμένων γονέων στα ζητήματα ανατροφής τους και η απρόσκοπτη επικοινωνία τους με αυτά. Ακόμα και για τους τυχόν κακοποιητικούς γονείς, αν το παιδί το επιθυμεί, οφείλουν να παρέχονται οι προϋποθέσεις ελεγχόμενης (προς αποφυγή επηρεασμού, συναισθηματικού εκβιασμού κ.λπ.) και υποστηριζόμενης (για να υποβοηθούνται τα αρνητικά συναισθήματα που εκλύονται σε ανάλογες περιπτώσεις) επικοινωνίας (ακόμα π.χ. και με κακοποιητές γονείς που είναι φυλακισμένοι). Μπορεί να βρεθεί ο τρόπος που προφανώς εξατομικεύεται και είναι μοναδικός κάθε χρονική στιγμή καθώς μια αρχική ρύθμιση προδήλως μπορεί να χρήζει αναθεώρησης εφόσον οι δυο χωρισμένοι συνεχίζουν τις ζωές τους. Αυτό σημαίνει συνεχιζόμενη διαθεσιμότητα των υπηρεσιών προς υποστήριξη των χωρισμένων γονιών προκειμένου να βρίσκουν κάθε φορά τις καλύτερες λύσεις χωρίς π.χ. να βλέπουν σε κάθε τέτοια περίσταση μια απειλή της άλλης πλευράς ή μια ευκαιρία να πλήξουν την άλλη πλευρά.

Για να βρούμε ένα τέτοιο σύστημα στη δημόσια συζήτηση, πρέπει πρώτα απ’ όλα ο λόγος και η σκέψη μας να εγκαταλείψουν στερεότυπα που έχουν επικρατήσει μέχρι σήμερα. Η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να γίνει στη βάση αγκυλωμένων εικόνων «κακοποιητικών, βίαιων πατεράδων» ή «εκβιαστικών, υστερόβουλων μανάδων» που απλώς παγιώνουν την «εμπόλεμη» κατάσταση των γονέων με τραγικό τρόπαιο και θύμα ταυτοχρόνως τα ίδια τους τα παιδιά.

Θα πρέπει επίσης να πάρουμε αποστάσεις από πρωτοτυπικές περιπτώσεις που μονοπώλησαν τα ΜΜΕ επί του θέματος και αφορούσαν εύπορα, διάσημα ή έστω της ανώτερης μικροαστικής τάξης ζευγάρια: πόσο μπορούν να αφορούν τη λαϊκή οικογένεια ρυθμίσεις περί της κατοικίας και της φροντίδας των παιδιών των διαζευγμένων από κοινού, όταν η διασφάλιση στοιχειωδών προϋποθέσεων ανατροφής παιδιών είναι πλέον στοίχημα ακόμα και σε ζευγάρια που ζουν μαζί;

Και μην παρερμηνευτούμε: τα παιδιά δεν χρειάζονται επαύλεις για να μεγαλώσουν, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι τα παιδιά μπορούν να φιλοξενούνται επί μακρόν χωρίς καθόλου προσωπικό χώρο, να κοιμούνται στον καναπέ του σαλονιού ή μαζί με έναν γονιό τους όταν είναι αρκετά μεγάλα. Επίσης αυτό σημαίνει σε πρακτικό επίπεδο πως για να μπορεί ένας γονιός που δεν διαμένει μόνιμα με τα παιδιά του να τα πηγαίνει στο σχολείο τους αν αυτό βρίσκεται μια ώρα με το αυτοκίνητο σε περιοχές όπως π.χ. το Λεκανοπέδιο Αττικής, πρέπει η κοινωνία να του παρέχει κατοχυρωμένες εργασιακές διευκολύνσεις – ειδάλλως η συζήτηση θα αφορά πολύ λίγους…

Οφείλει επιπλέον η συζήτηση αυτή να γίνει χωρίς τις συνήθεις προϋποθέσεις που η εγγύτητα των οικογενειακών σχέσεων στην ευρύτερη οικογένεια έχει κληρονομήσει, για λίγο όμως ακόμα στη σημερινή ελληνική κοινωνία: πώς στηρίζονται οι χωρισμένοι γονείς, πατεράδες και μητέρες, για να μπορούν να εμπλέκονται και να παρέχουν στα παιδιά τους το απαραίτητο πλαίσιο ανατροφής, αν τυχόν δεν υπάρχει η παρουσία γιαγιάδων και παππούδων ή των αδελφών ένθεν κακείθεν;

Γιατί ένας προσεκτικότερος παρατηρητής των τεκταινομένων στην ελληνική κοινωνία θα μπορούσε να επισημάνει ότι η συν τω χρόνω σταδιακή απομείωση τέτοιων ενδοοικογενειακών «συνεισφορών» θα έχει ενδεχομένως πέραν του αρνητικού αντίκτυπου και τη θετική επίπτωση να ωθήσει μανάδες και πατεράδες σε περισσότερο συναινετικές λύσεις και λιγότερο άκαμπτες στάσεις στα ζητήματα ανατροφής των παιδιών τους, όπως ακριβώς γίνεται σε άλλες χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Γιατί αν είναι μεν δύσκολο πλην όμως εφικτό το να υποστηριχτούν να «μάθουν» τα ζευγάρια με παιδιά να χωρίζουν, το να «μάθουν» κάτι τέτοιο ευρύτερες οικογένειες και σόγια είναι μάλλον πολύ δυσκολότερο. Αυτό, όμως σημαίνει την ενεργή υποστήριξη των χωρισμένων με παιδιά για να μην βρίσκονται στην διαρκή ανάγκη να προστρέχουν στο ευρύτερο οικογενειακό τους περιβάλλον για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στα στοιχειώδη.

Αν τυχόν η συζήτηση ξεκινήσει από αυτές τις αφετηρίες και όχι από την περιχαράκωση γύρω από τα συμφέροντα ομάδων ενηλίκων, τότε θα πρέπει να δούμε στα αναγκαία μέτρα την ενεργό στήριξη της πολιτείας σε αμφότερους τους διαζευγμένους γονείς με ενίσχυση της δυνατότητάς τους για παροχή χώρου διαμονής στα παιδιά, με διευκολύνσεις στην εργασία τους για τις αναγκαίες μετακινήσεις των παιδιών, με ανάπτυξη δωρεάν συμβουλευτικών υπηρεσιών διαθέσιμων σε χρόνους που να μπορούν να τις παρακολουθήσουν αμφότεροι οι διαζευγμένοι γονείς. Ειδάλλως η συζήτηση για διάφορα μέτρα όπως π.χ. περί εναλλασσόμενης κατοικίας πρακτικά περιορίζεται στους έχοντες είτε οικονομική επιφάνεια είτε εκτενές ευρύτερο οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο.

Όλα αυτά προϋποθέτουν να ξεκινάει η συζήτηση αυτή κατά βάση όχι από τα «δικαιώματα» του ενός ή του άλλου γονιού ή του ενός ή του άλλου φύλου αλλά πρωτίστως από τα δικαιώματα του παιδιού. Του παιδιού που ούτως ή άλλως δεν έχει κανέναν άλλο τρόπο να αντιδράσει σε τέτοιες καταστάσεις, αν τυχόν το κοινωνικό σύνολο δεν έχει προβλέψει για την προστασία του. Η επί του παρόντος υπό διαβούλευση νομοθεσία δυστυχώς κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση. Θέτει σε προτεραιότητα τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων ενηλίκων και τα «δικαιώματά» τους και επιχειρεί με τεχνητούς-νομικούς τρόπους να ρυθμίσει ένα πραγματικό κοινωνικό πρόβλημα που ταλαιπωρεί χιλιάδες.

Αν δεν αλλάξουμε Παράδειγμα, τρόπους αντίληψης και συζήτησης για το θέμα, είναι πολύ πιθανό, όποιες τεχνικές ρυθμίσεις και να θεσμοθετηθούν, οι άνθρωποι αυτοί να εξακολουθούν να ταλαιπωρούνται, να χάνουν τις ζωές τους στη μάχη μεταξύ τους, εκόντες άκοντες να θυματοποιούν και τα παιδιά τους στις συγκρούσεις αυτές. Και ανεξάρτητα αν η μια ή η άλλη ομάδα πίεσης αισθανθεί από το τελικό αποτέλεσμα ως προς τη νομοθεσία λιγότερο ή περισσότερο «δικαιωμένη», είναι πολύ πιθανό να αντιληφθούν στην πορεία πως από τέτοιες ρυθμίσεις τελικώς δεν θα ωφεληθούν ούτε οι μανάδες ούτε οι πατεράδες, ούτε βεβαίως πολύ περισσότερο τα θυματοποιημένα παιδιά (που θα θυματοποιηθούν ακόμα περισσότερο). Το πιθανότερο είναι ότι οι μόνοι ωφελημένοι από τέτοιας λογικής μέτρα θα είναι μόνο κάποιοι δικηγόροι και οι στρατιές των συνεργαζόμενων μαζί τους πραγματογνωμόνων και λοιπών επαγγελματιών…

Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι Ψυχίατρος, Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, εκπρόσωπος της Ελλάδας και πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Λανζαρότε του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική βία και εκμετάλλευση