Η κυβέρνηση, μετά την απόρριψη του νόμου Παππά από το ΣτΕ, έχασε μια ακόμη μάχη. Μια μάχη στην οποία, κακώς όπως αποδείχθηκε, είχε επενδύσει πολλά. Το θέμα της αδειοδότησης των καναλιών, που η κυβέρνηση προσπάθησε να το επικοινωνήσει ως κορυφαίο, ως το ζήτημα που θα έδινε ένα γερό χτύπημα στη διαπλοκή, της γύρισε μπούμερανγκ. Και τώρα, τρεχάτε ποδαράκια μου…

Ads

Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά αποδείχθηκε ότι η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να ερμηνεύσει ορισμένα αυτονόητα πράγματα. Π.χ, το ρόλο της δικαιοσύνης. Πίστεψε πως τάζοντας στους δικαστικούς αυξήσεις, ή πιέζοντάς τους με διάφορους τρόπους, θα τους αναγκάσει να στηρίξουν το νόμο για τα κανάλια. Το πόσο λάθος έκανε το διαπιστώσαμε όλοι.

Η δικαιοσύνη, και δη στις ανώτατες βαθμίδες της, δεν είναι παρά μια προέκταση του βαθέως κράτους. Αυτού του κράτους που έχτισαν μεθοδικά το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και οι ολιγάρχες όλα τα προηγούμενα χρόνια. Μ’ αυτό δεν θέλω να πω ότι όλες οι αποφάσεις της είναι κατευθυνόμενες. Θέλω όμως να πω, ότι σε κορυφαία ζητήματα, που διακυβεύονται πολλά πράγματα για το βαθύ κράτος και όλους όσοι το στηρίζουν, είναι αυτονόητο ότι θα κρίνει με κριτήρια “συμφεροντολογικά” και όχι νομικά.

Εν πάση περιπτώσει, ω γέγονε, γέγονε. Η κυβέρνηση δέχθηκε μια ακόμη επικοινωνιακή ήττα. Το θέμα είναι πώς αντέδρασε μετά από αυτό. Πώς προσπάθησε να απαντήσει στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε. Κι εδώ, κατά την εκτίμησή μου, έκανε ένα ακόμη μεγαλύτερο λάθος. Διότι η υποψηφιότητα Πολύδωρα δεν μπορεί παρά να καταγραφεί ως ένα ακόμη λάθος.

Ads

Έχω την αίσθηση ότι στην κυβέρνηση βρίσκονται σε σύγχυση. Κάθε τι που πιστεύουν ότι μπορεί είτε να τους βοηθήσει είτε να βλάψει τον “εχθρό”, το υιοθετούν με περισσή ευκολία. Ασχέτως αν αυτό ελάχιστα συνάδει με το προφίλ μιας κυβέρνησης προοδευτικής.

Αδυνατώ να πιστέψω ότι από τα δέκα εκατομμύρια Ελλήνων δεν υπήρχε κάποιος άλλος ο οποίος να πληρούσε τα κριτήρια που είχε θέσει η κυβέρνηση. Ποιος λοιπόν ήταν ο λόγος που έγινε η συγκεκριμένη επιλογή;

Διαβάζω διάφορες απόψεις δεξιά κι αριστερά. Οι περισσότερες συμφωνούν ότι η επιλογή Πολύδωρα έγινε για να αναγκάσει τη ΝΔ να συναινέσει στη συγκρότηση του ΕΣΡ, στη λογική ότι ο Πολύδωρας, ως πρώην στέλεχος της ΝΔ, θα ήταν δύσκολο να απορριφθεί από την αξιωματική αντιπολίτευση.

Αν αυτός ήταν ο λόγος, η κυβέρνηση έκανε ένα ακόμη λάθος. Πολύ απλά διότι η ΝΔ την απέρριψε. Και ήταν αυτονόητο ότι θα την απορρίψει, διότι η ΝΔ δεν ενδιαφέρεται για να συγκροτηθεί το ΕΣΡ. Αυτό θα το κάνει, θα συναινέσει δηλαδή, μόνο όταν δει ότι δεν μπορεί να πράξει αλλιώς.

Προς το παρόν, σπεκουλάρει με το θέμα. Χρησιμοποιώντας το ΕΣΡ ως δούρειο ίππο προσπαθεί αφενός να φθείρει την κυβέρνηση, αφετέρου να εξυπηρετήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα συμφέροντα των καναλαρχών. Κι αυτό όφειλαν να το γνωρίζουν στην κυβέρνηση.

Διαβάζω επίσης, μια άλλη εκδοχή, πολύ πιο κυνική: η υποψηφιότητα Πολύδωρα είχε ως στόχο να δημιουργήσει εσωκομματικά προβλήματα στη ΝΔ. Αυτή η εκδοχή, αν ισχύει, είναι  πραγματικά θλιβερή. Διότι δείχνει ότι η κυβέρνηση έχει μπερδέψει την τακτική με τον τακτικισμό. Ένα παράδειγμα τακτικής κίνησης ήταν η επιλογή Παυλόπουλου για την προεδρία της δημοκρατίας.

Όσο κι αν διαφωνεί κάποιος με την επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει το στόχο που αυτή η κίνηση εξυπηρετούσε. Η κυβέρνηση προσπάθησε, την ώρα που ετοιμαζόταν να δώσει μια μεγάλη μάχη, να εκμαιεύσει συναίνεση και ομοψυχία στο εσωτερικό, αλλά και να εμφανιστεί ως μια κυβέρνηση που λειτουργεί στα πλαίσια των ήδη υπαρχόντων κανόνων και όχι, όπως παρουσιαζόταν εκείνη την περίοδο στο εξωτερικό, ως μια ομάδα “αιμοβόρων μπολσεβίκων”.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, ο Πολύδωρας είναι μια γραφική φυσιογνωμία της πολιτικής ζωής του τόπου. Όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να τον παρουσιάσουν ως ευρυμαθή, ευπατρίδη, έντιμο κλπ, δεν παύει να είναι ένα πρόσωπο μειωμένης σοβαρότητας -για να το θέσω όσο πιο κομψά μπορώ. Αλλά ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ως γραφικό τον βλέπουμε ελάχιστοι, δεν μπορούμε να μην εξετάσουμε το βίο και την πολιτεία του ανδρός.

Θα ξεχάσουμε την πρότασή του για συνεργασία της ΝΔ με τη ΧΑ; Θα ξεχάσουμε ότι διόρισε μέσα σε μια νύχτα την κόρη του; Θα ξεχάσουμε ότι όταν ήταν υπουργός δημόσιας τάξης, κάηκε η μισή Ελλάδα; Θα ξεχάσουμε τη ζαρντινιέρα;

Είμαι απ’ αυτούς που υποστηρίζουν ότι ο ρεαλισμός, σε κάποιες περιπτώσεις και ο κυνισμός, είναι απαραίτητο εργαλείο στην πολιτική. Ιδίως σε μια περίοδο σαν τη σημερινή, που σε πολλά θυμίζει εμπόλεμη κατάσταση. Από την άλλη όμως, σε όλα υπάρχει ένα μέτρο. Ή οφείλει να υπάρχει. Και μου κάνει μεγάλη εντύπωση πως, αυτός που σκέφτηκε να τον προτείνει ως υποψήφιο, ξεπέρασε τόσο εύκολα όλα τα παραπάνω. Έπαρση; Κίνηση πανικού; Ή μήπως, συνηθισμένοι στις τακτικές κινήσεις κατέληξαν να υποπέσουν στο θανάσιμο αμάρτημα του τακτικισμού;

Ό,τι κι αν ισχύει, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Μια βόλτα στα social media ή στα διάφορα sites έφθανε και περίσσευε για να διαπιστώσει κάποιος το μέγεθος της έκπληξης και της αποστροφής. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για ένα μεγάλο κομμάτι της προοδευτικής κοινωνίας, αυτή ήταν μια κίνηση αδικαιολόγητη, ακατανόητη που δημιούργησε και δεν έλυσε προβλήματα.

Η κυβέρνηση οφείλει να γνωρίζει ότι η ανοχή της κοινωνίας μειώνεται μέρα με τη μέρα. Ένα κομμάτι του κόσμου την αντιμετωπίζει ακόμη με θετικό πρόσημο μόνο και μόνο για το ηθικό της πλεονέκτημα. Όμως οφείλει επίσης να γνωρίζει ότι το περίφημο “ηθικό πλεονέκτημα” δεν αφορά μόνο στη χρηστή διαχείριση του δημόσιου χρήματος.

Το ηθικό πλεονέκτημα αφορά επίσης και στον τρόπο διακυβέρνησης. Στο αν, δηλαδή, θα κυβερνήσεις προτάσσοντας τις αξίες σου, ή θα κυβερνήσεις με γνώμονα μια λογική μακιαβελική, σύμφωνα με την οποία μονίμως “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”.

Αντιλαμβάνομαι ότι η κυβέρνηση επένδυσε πολλά στο ζήτημα της κόντρας με τους καναλάρχες. Θεώρησε ότι, μιας και στην οικονομική πολιτική οι δυνατότητες για διαφοροποίηση ήταν ελάχιστες, αυτό ήταν ένα καλό θέμα για να στηριχτεί επάνω του και να δηλώσει την εντιμότητά της και τη διαφορετικότητά της σε σχέση με τους προηγούμενους.

Όμως η κυβέρνηση οφείλει να γνωρίζει ότι αυτή η επιλογή είναι δική της και όχι της κοινωνίας. Την κοινωνία την ενδιαφέρει να πληρώσουν οι καναλάρχες και να μπει μια τάξη στο τηλεοπτικό πεδίο, άλλα την ψυχή της δεν θα την πουλήσει για να τα καταφέρει. Κι αν πάση περιπτώσει, αν η κοινωνία θελήσει να πουλήσει την ψυχή της, έχω την αίσθηση ότι θα το κάνει για κάποιο άλλο, σοβαρότερο θέμα.