Κάτι το σπαρακτικό είχε η δήλωση του Κωστή Χατζηδάκη – υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υπηρεσιών σήμερα, υπουργού Ανάπτυξης, Επενδύσεων κ.α. προηγούμενως, πάντως Αντιπρόεδρου της Κυβερνώσης ΝΔ…  – μετά τις αποκαλύψεις για καταγραφές συνομιλιών του από την ΕΥΠ. Με δημοσιευμένες απομαγνητοφωνήσεις, σε δυσάρεστα πειστικό ύφος παλαιότερων ΚΥΠατζήδικων εποχών.

Ads

Αξίζει να διαβαστούν και να ξαναδιαβαστούν οι επίσημες τοποθετήσεις του παγίως προσεκτικού Κ. Χατζηδάκη, πριν και πέρα από την κορωνίδα «είναι θέμα Δημοκρατίας!» και την έκκλησή του για την «μεγαλύτερη δυνατή επιτάχυνση των σχετικών ενεργειών της Δικαιοσύνης». Να προσεχθεί κυρίως η κομβική διατύπωση του: «σε καμιά περίπτωση δεν πιστεύω ότι ο Πρωθυπουργός, με τον οποίο έχουμε άριστη συνεργασία και με τιμά με την φιλία του τόσα χρόνια, υπάρχει έστω και η παραμικρή πιθανότητα να εμπλέκεται σε όλην αυτή την ιστορία».

Εδώ, πέρα από την επαναφορά του Σαμαρικού λόγου περί «αδιανόητου […] κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αναμφίβολα δημοκρατική εκτροπή» και του Καραμανλικού «το να προκλήθηκαν τα γεγονότα αυτά από κυβερνητική πρωτοβουλία είναι τόσο πέρα από κάθε όριο φαντασίας και πολιτικής ανοησίας, που είναι αδιανόητο» (συν, του δηλητηριώδους «εμένα τουλάχιστον με παρακολουθούσαν [επί πρωθυπουργίας του] σοβαρές υπηρεσίες»), διαβλέπει κανείς και ένα στοιχείο παράπονου. Το οποίο επιβάλλει στον Κ. Χατζηδάκη το να προβαίνει σε τόσο κατηγορηματική δήλωση περί αποκλεισμού ακόμη και του ενδεχόμενου αν όχι γνώστη (προσέξτε!) του Πρωθυπουργού, αλλ΄εμπλοκής του «σε όλην αυτή την ιστορία».

Τώρα; Α… τώρα, μετά και την επίδειξη εντεινόμενου ξένου ενδιαφέροντος – και ερευνητικής παρουσίας! – από New York Times και Politico, είναι πλέον ή βέβαιο ότι τα στοιχεία δεν θα πάψουν να έρχονται. Δυστυχώς, δυστυχέστατα ζούμε ξανά ημέρες Κοσκωτικών, τότε δηλαδή που από τις εφημερίδες κάθε πρωί στέλναμε τους κλητήρες στην Ομόνοια, να φέρουν από τα καροτσάκια την νέα σοδειά κασετών παρακολούθησης (τότε δεν είχε κίνδυνο εικόνας, μόνον ηχητικά).  Μόνο που η συνολική ατμόσφαιρα είναι πλέον πολύ-πολύ πιο δηλητηριώδης.

Ads

Ως εκ τούτου, και με δεδομένο ότι έως τώρα στις παρακολουθήσεις/υποκλοπές/ «επισυνδέσεις» κανείς από τους κεντρικά εμπλεκόμενους – Γρηγόρης Δημητριάδης, Παν.Κοντολέων, υπερπρόθυμη Εισαγγελεύς της ΕΥΠ (ακόμη και για παρακολούθηση της ΠτΔ κατά δήλωσίν της) – δεν διαθέτει την ιδιότητα μέλους της Κυβέρνησης ή έστω υφυπουργού, πλην  μόνον ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως Πρωθυπουργός, τυχόν αναζήτηση ευθυνών κατ’ άρθρο 86 του Συντάγματος μόνον τον τελευταίο θα μπορούσε να εμπλέξει.

Γι’ αυτό, άλλωστε, και ορθώς συμβουλευόμενος ο Κ. Μητσοτάκης εξαρχής διαβεβαιώνει σταθερά ότι ούτε γνώριζε, ούτε κατηύθυνε, ούτε έλαβε καθ’ οιονδήποτε τρόπον γνώσιν. Πρόκειται για την στάση που οι δικηγόροι της πράξης αποκαλούν «αμυντικούς ισχυρισμούς του ανοήτου» (δεν το λένε έτσι ακριβώς, αλλ’ ας τηρήσουμε ευπρέπεια λόγου…), δηλαδή το αντίστοιχο στην ποινική δίκη της επίκλησης «απειρίας ή κουφότητας» του αρθρου 177 Α.Κ. προκειμένου να ξεφύγει κανείς από μια επιβαρυντική σύμβαση του αστικού δικαίου.

Η βιασύνη, εν συνεχεία, των κομμάτων (ακόμη περισσότερο: τωμ παρεμβάσεων της μπλογκόσφαιρας) να «προβληθεί» σε φόντο παρακολουθήσεων η πολλαπλά τραυματιστική υπόθεση Καϊλή/Αντιπροέδρου του ΕυρωΚοινοβουλίου – σαν να μην αρκούσαν οι τοποθετήσεις περί «πρωτοπόρων εργασιακών δικαιωμάτων» στο Κατάρ, τις οποίες έκρινε σοφό να συμμερισθεί και ο Μαργαρίτης Σχοινάς/ Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –, με τον ιδιότυπο καυγά μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. για το ποιος «χρεώνεται περισσότερο» την Εύα Καϊλή, δείχνει πόσο εύκολα προκύπτουν τα απόνερα των παρακολουθήσεων. Εύκολα και δυσάρεστα.

Γιατί; Διότι κρίθηκε ευφυές από τα κυβερνητικά έδρανα και – κυρίως – από τις φίλιες ιντερνετικές δυνάμεις να αξιοποιηθεί η παρακολούθηση Καϊλή και λοιπών από την Βελγική Δικαιοσύνη/Εισαγγελία ως «δικαίωση» των Ελληνικών παρακολουθήσεων/«επισυνδέσεων» μέσω ΕΥΠ.

Ολισθηρή ούτως ή άλλως η σύγκριση, κυρίως όμως παρακεκινδυνευμένη λόγω όσων θα ακολουθήσουν: ήδη η επίσημη ανακοίνωση (γραπτή!) των Βέλγων μιλά για «ύπαρξη υπονοιών ότι καταβλήθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά ή προσφέρθηκαν σημαντικά δώρα σε τρίτους με πολιτική ή/και στρατηγική θέση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να επηρεάσουν τις αποφάσεις του». Αυτό οδήγησε «τον ανακριτή των Βρυξελλών, που ηγείται της έρευνας» να θέσει 4 άτομα υπό κράτηση. Ως κατακλείδα, αναφέρεται: «προς το συμφέρον της έρευνας, δεν θα δοθούν περισσότερες πληροφορίες προς το παρόν».