Μέσα σε μια δεκαετία συντελέστηκαν τόσες πολλές και κατακλυσμιαίες αλλαγές στον ΣΥΡΙΖΑ, που δίχως να οδηγήσουν σε κορυφαίες διασπάσεις, άλλαξαν και συνεχίσουν να το κάνουν, τη φυσιογνωμία και, απ’ ότι φαίνεται, το ιδεολογικό του πρόσημο.

Ads

Ξεκίνησε να μεγαλώνει – τόσο πολιτικά, όσο και ποσοστιαία – ενσωματώνοντας κύρια δυνάμεις από την λεγόμενη εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, τα κινήματα και τους χώρους της αντικαπιταλιστικής διαμαρτυρίας, αλλά και σε μικρότερο βαθμό, δυνάμεις από τη σοσιαλδημοκρατία και το ριζοσπαστικό Κέντρο.

Στη συνέχεα ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, βίωσε την αποχώρηση ομάδων και συνιστωσών που βρίσκονταν είτε περί της κομμουνιστικής, είτε περί της τροτσκιστικής Αριστεράς, ενσωμάτωσε νέες κεντρώες, φιλελεύθερες και ριζοσπαστικές δυνάμεις, κυβέρνησε για τεσσεράμισι χρόνια, έχασε τόσο τις εκλογές του 2019, όσο και του 2023, είδε τα ποσοστά του να ανεβαίνουν πάνω από 36%, να πέφτουν στο 31% και να κατακρημνίζονται κάτω από 18%.

Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα, κόσμος έφυγε και άλλος ήρθε. Ελπίδες διαψεύστηκαν και νέες εμφανίστηκαν. Αυτό όμως που έχει συμβεί είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μεταλλάχθηκε, αν και για πολλούς, αυτό μόλις την προηγούμενη Κυριακή (κατά την πρώτη ψηφοφορία για την ανάδειξη του νέου ή της νέας προέδρου του κόμματος) δείχνει ότι έγινε αντιληπτό. Εδώ και λίγες μέρες, κάποιοι κάνουν σαν να έπεσαν από τον ουρανό, δίχως να φοράν αλεξίπτωτο.

Ads

Ο ΣΥΡΙΖΑ που γνωρίσαμε δέκα και πλέον χρόνια πίσω, δεν είναι το ίδιο κόμμα. Αυτό όμως έχει συμβεί εδώ και κάποιο μεγάλο χρονικό διάστημα. Πρώτον, παρέμεινε – στατικά και πεισματικά – ένα κόμμα των στελεχών και των βουλευτών/τριών. Ένας μηχανισμός που κρατιόνταν (σκόπιμα ή όχι;) μακριά από την κοινωνία και τους μαζικούς χώρους.

Αυτό, αρχικά συντελέστηκε κατά την κυβερνητική θητεία, με κραυγαλέα έκφραση την ουσιαστική απουσία από τους επαγγελματικούς, εργατικούς, συνδικαλιστικούς, φοιτητικούς, αυτοδιοικητικούς φορείς. Δεν είναι δυνατό να λογίζεσαι ως κόμμα εξουσίας και να απουσιάζεις από την κοινωνία.

Δεύτερον, η ιδεολογική μεταμόρφωση προχωρούσε, αλλά η ηγεσία και τα ανώτερα στελέχη, επιδεικτικά και αυτοκτονικά την αγνόησαν. Η ένταξη νέων δυνάμεων, δεν αλλάζει μόνο συσχετισμούς, φέρνει νέα ήθη, αντιλήψεις και λογικές. Η κοινωνική και πολιτική ταυτότητα μεταλλάσσεται και, απ’ ότι φαίνεται, δεν το πήρε χαμπάρι η κρατούσα ηγεσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ σταδιακά έμεινε ένα άδειο ιδεολογικό και πολιτικό κουφάρι, έτοιμο να κινηθεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ανοίγεται στον ορίζοντα, αρκεί να βρεθεί κάποιος ή κάποια να κρατήσει το τιμόνι.

Τρίτον, από την μία πλευρά, η απουσία εναλλακτικής, ρεαλιστικής και πειστικής πολιτικής πρότασης που θα προσελκύσει ψηφοφόρους και από την άλλη πλευρά, η δυσανεξία στην ουσιαστική, όχι όμως αυτοχειριστική, κριτική, διαμόρφωσαν δύο – φαινομενικά αντίθετες μεταξύ τους – εξελίξεις: την απομάκρυνση και την αδρανοποίηση παλαιών μελών και την ένταξη νέων στο κόμμα. Αυτή η εξέλιξη επιτείνει την αναδιαμόρφωση του κόμματος και την εκ νέου, ενδεχόμενα και πιεστικά πια, αλλαγή ταυτότητας.

Ένα κόμμα που βρίσκεται σε πολιτική περιδίνηση και έχει κενά στο ιδεολογικό και πολιτικό του προφίλ, είναι εύκολο να αλλάξει, να μεταλλαχθεί, να επανακυριαρχηθεί και να αναμορφωθεί. Το ζητούμενο είναι ποια θα είναι αυτή η νέα μορφή, η καινούργια ταυτότητα.

Αν θα είναι συλλογική και θα ενσωματώνει τους πολλούς, αν θα αναδεικνύει τις διαφορετικές απόψεις, δίχως αυτές να είναι τροχοπέδη στη διαμόρφωση των πολιτικών και στην ανάπτυξη του πολιτικού αφηγήματος – όποιο εν τέλει θα είναι αυτό. Αν από την άλλη πλευρά, η πολιτική ταυτότητα είναι διχαστική και αποκλείει μέρος από το σύνολο, τότε το νέο πολιτικό υποκείμενο θα μοιάζει με κάτι που υπήρχε πολύ παλιά και χαρακτήριζε τα δογματικά σχήματα.

Ότι όμως προκύψει, γιατί αυτό τα γίνει (η στασιμότητα πρέπει να δώσει θέση στην εκκίνηση), οφείλει να έχει πολιτικά κριτήρια, έναν πολιτικό πολιτισμό που θα γίνεται σεβαστή η διαφορετικότητα και η άλλη άποψη και δεν θα χρειαστεί να αναζητήσουμε για άλλη μια φορά το Διαφωτισμό και την υπεράσπιση του άλλου λόγου.

Δυστυχώς όμως, πολλές από τις αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, διαμορφώνουν μια οξυμένη, έως και χυδαίας μορφής, αντιπαράθεση, που υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να ήταν ξένη για τα ήθη και την κουλτούρα του κόσμου που βρίσκεται στον ή πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι διεκδικητές της κομματικής ηγεσίας, μαζί με τα στελέχη τους, έχουν το χρέος να βάλουν τέλος στην τοξικότητα, να φέρουν πολιτικά και ιδεολογικά προτάγματα στο διάλογο (και όχι ως αντιπαράθεση ή σύγκρουση) και την επόμενη μέρα, όποιος ή όποια βρεθεί στην προεδρία, να αναπτύξει άμεσα το νέο πολιτικό πλαίσιο τόσο για την κοινωνία, όσο και για το κόμμα.

Η πολιτική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διαμορφωθεί από στέρεα ιδεολογικά υλικά, να έχει κοινωνικές αναφορές, να σέβεται τις παραδόσεις του πολιτικού χώρου και να είναι δεκτική σε νέα ρεύματα ιδεών που μπορούν να συνεισφέρουν περαιτέρω. Αυτό που δεν πρέπει να γίνει είναι να ανυψωθούν τείχη και να αποκλειστούν πολιτικές θέσεις, θέτοντας ταμπέλες και προαπαιτούμενα.

Η κοινωνία και το πολιτικό σκηνικό – εντός χώρας και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο – βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη (όπως πάντοτε συμβαίνει) και οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να προτείνουν, να προτρέψουν και να ανοίξουν νέους δρόμους που θα απαγκιστρώσουν κοινωνικές ομάδες από τα δίχτυα του τέλματος, του πεπρωμένου, του φόβου και της επίφασης ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές.

Αφού γίνουν αυτά, μετά, ο καθένας και η καθεμία από εμάς, μπορεί να πάρει τις πολιτικές αποφάσεις που επιθυμεί: Μαζί ή χώρια. Εν τοιαύτη περιπτώσει, μόνο τα αγάλματα δεν μετακινούνται και ευτυχώς, δεν έχουμε ανάγκη πια από δαύτα.