Να το πούμε με την διάλεκτο που τόσο εκτιμάται τον τελευταίο καιρό όταν είναι να μιλούμε για τα οικονομικά, καθώς έννοιες όπως η βιωμένη ακρίβεια ή οι εντεινόμενες ανισότητες δεν «αρκούν» για να συγκινήσουν στην επίσημη δημόσια συζήτηση.

Ads

Το κεντρικό πρόβλημα, τώρα, με την ελληνική οικονομία να κλείνει ένα 2022 καλύτερα από το ελπιζόμενο, είναι μήπως η στροφή από το riskseeking –στον παγκόσμιο επενδυτικόχάρτη– θα προχωρήσει προς το riskaversion. Τσαλακώνοντας σχεδιασμούς και ματαιώνοντας ελπίδες. Ή αν, αντιθέτως, αυτή η ακρούλα της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης/Ανατολικής Μεσογείου  (ναι, αυτή είναι η Ελλάδα μας αν την δει κανείς κεντρικά) θα αποτελέσει κάτι σαν ανθεκτική νησίδα στην επερχόμενη -πρόσθετη- αναταραχή του 2023.

Να γίνουμε λίγο σαφέστεροι: η Ελληνική οικονομία κλείνει το 2022 καλύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Μέχρι και 6%ρυθμό αναμενόμενης ανάπτυξης «γράφουν» π.χ. στο ΙΟΒΕ, αλλά και με 5,2% μας μετράει και το ΔΝΤ. Πώς φθάσαμε σ’ αυτό; Όλοι μιλούν για την πολύ καλή τουριστική χρονιά, όμως το κυριότερο ήταν η «εξαιρετικά ανθεκτική ιδιωτική κατανάλωση» (δηλαδή η τσέπη του μέσου καταναλωτή, που βγήκε από το τούνελ της πανδημίας, ενώ είχε – ένα τμήμα, πάντως – και την επιδοματική στήριξη). Η οποία κατανάλωση έτρεχε με διψήφιο ρυθμό το καλοκαίρι.

Ωραίο αυτό, ως βάση. Βέβαια… ήδη από την άνοιξη ο πληθωρισμός είναι διψήφιος, δηλαδή κατατρώει πλέον τα εισοδήματα. Όχι μόνο αυτό, αλλά και έχει εγκατασταθεί ψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ /Ευρωζώνης. Το πρώτο τραυματίζει τον οικογενειακό προϋπολογισμό. το δεύτερο υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών προϊόντων (και των υπηρεσιών, π.χ. του τουριστικού προϊόντος).

Ads

Όμως ακόμη πιο σημαντικό είναι το άλλο: αφού όλοι καταγράφουν το πόσο το 2022 πήγε καλύτερα απ’ ό,τι ελπιζόταν, αντίστοιχα φροντίζουν να «προσγειώνουν» για το 2023. Εδώ, η καημένη η ιδιωτική κατανάλωση απειλείται με ξεφούσκωμα – σε ένα αναιμικό 0,6%. ενώ ήδη ένας δείκτης που ονομάζεται «καταναλωτική εμπιστοσύνη» κάνει διόρθωση προς τα κάτω, ενώ μέχρι πριν λίγο πήγαινε συγκριτικά καλύτερα απ’ ό,τι στην ΕΕ. Οπότε; Επειδή την ίδια στιγμή οι μεγάλες Ευρωπαϊκές οικονομίες περνούν σε ύφεση (Γερμανία, Ιταλία) ή πάντως χλωμαίνουν (Γαλλία), τόσο τα περιθώρια των δικών μας εξαγωγών όσο και οι προοπτικές μιας νέας ανόδου του τουρισμού το 2023 είναι συγκρατημένες.

Οπότε; Για να επαληθευθεί η υπόσχεση να κρατηθεί η ανάπτυξη σε ένα 1,6% (ΙΟΒΕ) ή ένα 2,1% (Προϋπολογισμός), με την ιδιωτική κατανάλωση σχεδόν στάσιμη, «οφείλουν» οι επενδύσεις να προκύψουν αυξημένες, κατά 10,5%! Εδώ ακριβώς έρχονται να μπουν στην μέση αυτά που λέγαμε στην αρχή περί riskseekingκαι riskaversion. Τον τελευταίο καιρό, στα τέλη της εποχής των πολύ χαμηλών επιτοκίων, το έξυπνο (ιδίως) χρήμα αποζητούσε τον κίνδυνο – γιατί; Για την υπόσχεση καλύτερων αποδόσεων.

Έτσι, για παράδειγμα, η απόφαση της κραταιάς J.PMorgan του Jamie Dimon να εξαγοράσει ισχυρό μερίδιο (48,5%) στην Ελληνική fintech εταιρεία VivaWallet με αποτίμηση μεταξύ 1,5 και 2 δις και μάλιστα με bonus, stockoptions και άλλα καλούδια σε 200 στελέχη και εργαζομένους, έρχεται τώρα, στις επόμενες λίγες εβδομάδες, αντιμέτωπη με την πρόκληση οριστικοποίησης. Και τούτο ενώ οι αποτιμήσεις των ανά την υφήλιο start-ups, και δη των unicorns(άνω του 1 δις σε αξία) έχουν χλωμαίνει. Πολύ. Κάτι η Ουκρανία, κάτι η επιθετική πολιτική επιτοκίων των Κεντρικών Τραπεζών, ο ενθουσιασμός για τις ψηφιακές υπηρεσίες έχει κατακαθίσει. Να δούμε, λοιπόν, την κατάληξη. [Την ίδια στιγμή που η κίνηση J.P. Morgan/VivaWalletπλησιάζει στην στιγμή της αλήθειας, η Cosmote –δηλαδή η Deutsche TeleKom– ξεκινάει την μεγάλη δική της υπηρεσία πληρωμώνPayZy].

Επειδή μιλήσαμε, όμως, για τα επιτόκια της νέας εποχής δείτε και το άλλο. «Κανονικά» τα κλειδωμένα πολύ χαμηλά –κάτω από το 1%- βασικά επιτόκια των κονδυλίων του Ελληνικού σκέλους δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης/του NewGenerationEU θάπρεπε να έχουν οδηγήσει σε φρενίτιδα ζήτησης αυτών των (κατεξοχήν επενδυτικών) δυνατοτήτων. Όμως, πέραν του πολιτικού ενθουσιασμού που παραμένει στα γνώριμα επίπεδα, το Ταμείο Ανάκαμψης/ «Ελλάδα 2.0» δεν απογειώνεται. Πώς αυτό;

Ήδη η διάσταση του κόστους των έργων (όπου πρόκειται για έργα), ξεφεύγει άγαρμπα προς τα πάνω λόγω της επανεγκατάστασης του πληθωρισμού: υλικά, κόστος εκτέλεσης, κόστος ενέργειας, φέρνουν  αναθεώρηση των επενδυτικών σχεδίων από κάθε πλευρά. Αλλά και η άνοδος των επιτοκίων – η γενική, όχι εκείνη των δανειακών κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης – δυσχεραίνει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να «δουν» σε βάθος 10ετίας/15ετίας.Πέρα απ’ αυτό, και οι ίδιες οι τράπεζες που καλούνται να «εγγυηθούν» ότι η επιλογή των επενδυτικών σχεδίων θα γίνει με σωστά κριτήρια, αισθάνονται μιαν κάποια ανησυχία (ιδίως όταν προσέρχονται ισχυροί μεν, υπερδανεισμένοι όμως όμιλοι – στην Ελλάδα ζούμε).

Πάμε όμως μια στιγμή παρακάτω, στις ακόμη πιο θεαματικές προσδοκίες επενδύσεων στον νέο παράδεισο των ψηφιακών τεχνολογιών – των datacenters της Google για παράδειγμα, που είναι εντελώς  νωπή η προσέλευσή της , ή της εγκατάστασης Local Zone από την AmazonWeb Services, ή πάλι των data centers της Microsoft που είχαν δρομολογηθεί πολύ νωρίτερα.

Πρώτα-πρώτα, σε μια στιγμή ειλικρίνειας οι άνθρωποι της Microsoft («αγοράσαμε τα οικόπεδα, εντάξαμε το επενδυτικό σχέδιο στις στρατηγικές επενδύσεις, έχουμε ξεκινήσει τις διαδικασίες για την έκδοση αδειών») αναγνώριζαν ότι τα δικά τους data centers θα είναι λειτουργικά… το 2025.

Ύστερα, με αφορμή τηνMicrosoft κι ακόμη περισσότερο τώρα την προοπτική Google, μάθαμε ότι παρόμοιες επενδύσεις απαιτούν αξιόπιστα ευρωζωνικά δίκτυα/συνδέσεις υψηλών ταχυτήτων. αλλά και έχουν να κάνουν με υψηλές καταναλώσεις ηλεκτρικής ενέργειας. Ενώ όμως η συνήθης γκρίνια για την αδηφάγο κατανάλωση ενέργειας από τα datacenters ήταν, παλιότερα, γύρω από το αν η εν λόγω ενέργεια θα είναι επαρκώς «πράσινη», τώρα το ζήτημα είναι με τι αξιοπιστία και τι κόστος θα παρέχεται η ίδια η ηλεκτρική τους σύνδεση!

Α, ναι, υπάρχει και η πολύτιμη υπόσχεση για αναβάθμιση των τεχνολογικών ικανοτήτων  των Ελλήνων («δέσμευση» Microsoft για ψηφιακές δεξιότητες 100.000 ατόμων σε μια 5ετία, «προοπτική» για 30.000 νέες θέσεις εργασίας της Google). Εδώ, πέρα από λίγη προσγείωση στις προσδοκίες/στα νούμερα, χρειάζεται και προσοχή στα τεχνολογικά bottlenecks. Το ζει η Θεσσαλονίκη με την προσέλκυση του – αντίστοιχου – τεχνολογικού δυναμικού στην βιολογία/τις ιατροφαρμακευτικές επιστήμες: με ενθουσιασμό σήκωσε τις πρώτες εκατοντάδες στελεχώνη Pfizer (από 16.500 βιογραφικά) για το CDI/κέντρο ψηφιακής καινοτομίας της στην Θεσσαλονίκη.Ύστερα όμως αρχίζει να καταγράφεται – στο επιθυμητό επίπεδο – έλλειψη. Ήδη η αναζήτηση ταλέντου και εκτός Ελλάδος επανέρχεται στο τραπέζι, καθώς μια επένδυση αιχμής όταν ξεκινάει δεν «δέχεται» να μείνει στην μέση του δρόμου…

Μπορεί λοιπόν, για να ξαναγυρίσουμε στο risk seeking με το οποίο ξεκινήσαμε να μιλάμε για την επανεγκατάσταση της Ελλάδας στον διεθνή επενδυτικό χάρτη (riskκάθε είδους και λογής, δε), να ξαναβρεθούμε σε μια κατάσταση riskaversion.Που θα μας ανακόψει την δυναμική ακριβώς την ώρα των πανηγυρισμών.