Καμιά φορά στο σχολείο, στις ώρες της Ιστορίας και των Νέων Ελληνικών, συζητούσαμε για λογοτέχνες και ιστορικά πρόσωπα. Συνήθως παρουσιάζαμε στοιχεία απ’ τη βιογραφία τους, εμπλουτισμένα με κριτικές και σχόλια απ’ τις εφημερίδες. Διαδίκτυο, φυσικά, δεν υπήρχε.

Ads

Το 1972-1973 κάτι άλλαξε. Στην Ε’ Γυμνασίου (σημερινή Β’ Λυκείου), αποφασίσαμε από κοινού με τον φιλόλογό μας, τον κ. Κούνουπα, να μελετήσουμε κάπως περισσότερο τρεις Έλληνες ποιητές: Τον Ελύτη, τον Σεφέρη και τον Καβάφη. Εγώ επέλεξα τον Ελύτη. Αν θυμάμαι καλά, τον Σεφέρη ανέλαβε ο Κυράνης και τον Καβάφη ο Καμαρινός.

Ίσως θα πρέπει να εξηγήσω τη διαφορά. Τον Σολωμό τον είχαμε ήδη «παίξει» θεατρικό («Η γυναίκα της Ζάκυθος»)· ο Κάλβος, για άγνωστο λόγο, δεν πολυσυζητιόταν· και τον Παλαμά (πλήν ερωτικών) τον είχαμε χορτάσει. Οι «εθνικοί» ποιητές δεν μας συγκινούσαν όμως. Η Χούντα είχε κάνει μεγάλη ζημιά. Ό,τι οι άλλοι ονόμαζαν «εθνικό», από ποιητές έως αγωνιστές της επανάστασης, παρέπεμπε στην «εθνική κυβέρνηση», δηλαδή στα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε το καθεστώς. Αν ξεχώριζε κάποιος  από το πάνθεο των ηρώων, αυτός ήταν ο Καραϊσκάκης. Ο αθυρόστομος γιός της καλόγριας ήταν καρφί στο μάτι του καθεστώτος και στην «Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών».

Ο Ελύτης δεν ήτανε «εθνικός» ποιητής, και μας ασκούσε μια γοητεία για πολλούς λόγους. Ήτανε πιο βατός από τον Σεφέρη, τρόπον τινά εξπρεσιονιστής, με μια νησιώτικη εφευρετικότητα που τον μεταμόρφωνε από αμαρτωλό σε άγιο πριν καταλάβεις το κόλπο. Από τα λίγα που είχα διαβάσει εκτός σχολείου, τον θεωρούσα περίπου ψυχεδελικό. Οι στίχοι του ήταν ένα ιδιότυπο καλειδοσκόπιο, που αναμείγνυε εικόνες με συναισθήματα. Όλα αυτά συνέθεταν έναν επίγειο παράδεισο, που άλλαζε διαρκώς. Αυτόν τον ρευστό παράδεισο δεν τον ζήλευα απλώς· τον είχα ανάγκη. 

Ads

Είπα στα άλλα αετόπουλα πως θα μιλήσω για στον Ελύτη, κι αμέσως έφεραν στην «κομμουνιστική φωλιά» μας τα απαραίτητα βοηθήματα. Μου παραδόθηκε συνωμοτικά ο διπλός δίσκος του Θεοδωράκη με το «Άξιον Εστί» και το  βιβλίο του Τάσου Λιγνάδη, που ανέλυε φιλολογικά το έργο. Επίσης παρέλαβα μια προηγούμενη εργασία για τον ποιητή από φίλο σε μεγαλύτερη τάξη -προφανώς για να μην «ξεφύγω».

Το μελοποιημένο ποίημα με μέθυσε. Θυμάμαι να ακούω τη μουσική και να βλέπω μορφές που παλεύουνε σε αργή κίνηση πάνω στο τζάμι. Το κείμενο, όμως, έβγαζε αλλού. «Αυτός ο κόσμος ο μικρός/ο μέγας», έλεγε ο ποιητής κι εγώ γελούσα περιχαρής από μέσα μου. Ήμουνα σίγουρος ότι είχα ανακαλύψει το υλιστικό «αξίωμα», απ’ το οποίο προέκυπταν, το ένα μετά το άλλο, τα «θεωρήματα» του Ελύτη.

Η ύλη του Ελύτη ήτανε έγχρωμη, με πολλές χροιές και μήκη κύματος, σαν τη φωνή μας· πιο ομιλητική από τις πέτρες του Ρίτσου και λιγότερο εγγαστρίμυθη από τους Αργοναύτες του Σεφέρη. Αλλά o ποιητής δεν τραγουδούσε μόνο το «Παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο» και το «Θαλασσινό τριφύλλι». Μιλούσε επίσης για κάποια γλώσσα: «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική», έγραφε. Ήτανε εύκολο να καταλάβεις την ιδέα της  συνέχειας· αλλά εκείνο το «μου έδωσαν» τι πήγαινε άραγε να πει; Ότι έτυχε να γεννηθεί «Στις αμμουδιές του Ομήρου» και κληρονόμησε τη γλώσσα που μιλούσε  φυσικώ τω τρόπω; Ή μήπως η έμφαση ήταν στην ίδια την έννοια της καταγωγής (πριν από μένα υπήρξαν άλλοι); Τι ήταν τελικά αυτή η «καταγωγή»; Ένας δεσμός αίματος, μια βιολογική ειμαρμένη, ή μια πλαγιά του χωρο-χρόνου, που κατεβαίναμε σοβαροί, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, για να βγούμε στο ίσωμα;

Πέρα απ’ αυτό: Δύσκολο για ένα παιδί να καταλάβει ότι χωρίς γλώσσα, εξελιγμένη ή πρωτόγονη, δεν υπάρχει λόγος και λογική. Κι ακόμα δυσκολότερο να κατανοήσει ο έφηβος ότι η γλώσσα, για να ζήσει και να λειτουργήσει, θέλει ελευθερία. Όχι ελευθερία σαν κι αυτή που υπόσχονται τα συντάγματα· ελευθερία σαν κι εκείνη που έχουνε τα πουλιά να τρυπούν διαρκώς με το ράμφος τους τον ουρανό.

Χωρίς να καταλαβαίνω ότι από μέσα μου περνούσε ο αχός μικρών και μεγάλων επαναστάσεων, παρουσίασα στην τάξη ό,τι ξεζούμισα απ’ τον Ελύτη, σε «βιωματική» δημοτική. Αυτή ήταν η δική μου επανάσταση τα χρόνια που μας έσκιαζε η φοβέρα: Να χρησιμοποιήσω μια γλώσσα που προκαλούσε ίλιγγο με τις απότομες πτώσεις και τις εγκλίσεις της· μια γλώσσα που δεν χάριζε κάστανα· μια γλώσσα που πάλευε δημοσία θέα με τον ίδιο της τον εαυτό. Βεβαίως υπήρχε και η «λογία» επιρροή: Φιλοτέχνησα τα γράμματα και τις λέξεις με το πενάκι, χρησιμοποιώντας βυζαντινούς χαρακτήρες, σαν κι αυτούς που σκάλιζε το καλέμι του Ρίτσου. Έτσι μίλησα· και προς τα μέσα και προς τα έξω.

Τις ζεύξεις, τις αντιστίξεις και τις σχέσεις αιτίου-αιτιατού, δηλαδή την πλέξη και τη λεπτή υφή αυτού του αφηγήματος, δεν τις είχα ψηλαφήσει ακόμη. Έπρεπε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος, για να συμβεί ό,τι συνέβη τον Νοέμβριο του 1973 και νάρθει η ώρα για τη σχολική γιορτή της 25η Μαρτίου. Όταν η χορωδία τραγούδησε «Σήμερα λάμπει η Λευτεριά», το κτίριο του σχολείου σείστηκε συθέμελα. Και μέσα σε μια στιγμή, σαν από επιφοίτηση, όλα γινήκανε συνειδητά: Έδεσαν στο μυαλό μου το πριν με το τώρα, ο λόγος με τη λαλιά, το σώμα με το πνεύμα, το δίκιο με την άνοιξη. Όλο το νόημα βρισκόταν συμπυκνωμένο στη γλώσσα. Και ήταν αυτή η γλώσσα, απελευθερωμένη πλέον και πτερόεσσα, που με απελευθέρωνε.

Δεν είμασταν οι περιούσιοι. Είχανε κι άλλοι γλώσσες αρχαίες, σοφές. Το θαύμα όμως που συνέβη εδώ ήταν αυτό: Τα σίδερα της φυλακής μας δεν τα έκοψαν θυμωμένα πριόνια· τα έλιωσε «η πίεση η μεγάλη του ήλιου». Το τραγούδι μας ελευθέρωσε· κι εκείνο το «Ελευθερία ή θάνατος», που έλεγε ο άλλος στον «Μπάλλο». Οι ποιητές και οι μελωδοί πήραν την μπάλα την καυτή του ηλίου και μας την έδωσαν πάσα. Γίναμε παρανάλωμα του πυρός, σαν τη βάτο· αλλά πήρε φωτιά ο λόγος μέσα μας και αναγεννηθήκαμε απ’ τις στάχτες. Ο κόσμος άλλαξε· μεγάλωσαν τα γένια μας· η φωνή μας αλλιώτεψε. Κι από τον Πλάτωνα γραμμή στον Σεφέρη, επιβάτες σε μια ακτίνα φωτός που σημάδευε τον Ναό.

Έτσι ηλιόλουστοι και φωτισμένοι όπως είμασταν, μόλις πατήσαμε πόδι στο Σούνιο, ακούσαμε τον ποιητή να προφητεύει σαν τον Τειρεσία πως «πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος». Κοιταχτήκαμε με τον Βελιανίτη· και συνεχίσαμε. Έκτοτε «Τα παιδιά ξεχύνονται στους κάμπους, οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια. Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση».

Να το ξαναπώ; Ελευθερία ή θάνατος!