Η τραγωδία των Τεμπών μας επιτρέπει να εξετάσουμε αυτό που η διεθνής βιβλιογραφία ονομάζει «κράτος ασφάλειας» (security state). Το αίσθημα της ανασφάλειας και το πολιτικό της επακόλουθο, το αίτημα παροχής ασφάλειας, έχουν γίνει κεντρικό πολιτικό επίδικο.

Ads

Η έκρηξη του αισθήματος ανασφάλειας έχει πολλές αιτίες: να αναφέρω την υποχώρηση  του κοινωνικού κράτους, την οικονομική και εργασιακή απορρύθμιση, την αυξημένη δημοσιοποίηση και επίγνωση των κινδύνων στις κοινωνίες του ρίσκου. Η κάθε πηγή ανασφάλειας απαιτεί διαφορετικές πολιτικές ασφάλειας αλλά αυτό δεν είναι προφανές στην Ελλάδα. Γιατί;

Η γλώσσα μας χρησιμοποιεί την ίδια λέξη, ασφάλεια, για δύο έννοιες που διαφοροποιούνται στις Λατινογενείς γλώσσες: security και safety. Η  ασφάλεια ως security σημαίνει την αποτροπή, προφύλαξη και διαχείριση σκόπιμων κακόβουλων κινδύνων, απειλών και βλαβών, όπως τρομοκρατία, εγκληματικότητα, hacking, sabotage. Η security απειλείται από κακοποιούς, έχει χαρακτηριστικά εγκλήματος. Η ασφάλεια ως safety αναφέρεται στην προφύλαξη από κινδύνους και βλάβες που δεν προέρχονται από κακόβουλη ανθρώπινη δράση, όπως δυστυχήματα, φυσικές καταστροφές ή άλλες βλάβες της ζωής και της περιουσίας.

Δίπλα στον γενικό όρο ασφάλεια έχουμε επί μέρους ασφάλειες: την κοινωνική, την εργασιακή, την ανθρώπινη, την υγειονομική, την εθνική. Η πολυσημία του όρου κάνει την ασφάλεια πεδίο γλωσσικής και πολιτικής διαμάχης. Η ιδεολογική ηγεμονία της δεξιάς στον ύστερο καπιταλισμό έχει βοηθήσει στην επικράτηση της security ως βασικού ορισμού της ασφάλειας, και του φόβου της εγκληματικότητας ως του κύριου πολιτικού συναισθήματος.

Ads

Αυτή η ανασφάλεια ισχυρίζεται ότι αντιμετωπίζει το κράτος ασφάλειας. Είναι ένα σύνολο προτροπών, συναισθημάτων και μηχανισμών, μια συνθέτη πολιτική τεχνολογία, που επικεντρώνεται στην security και υποτιμά ή αποκρύπτει την κοινωνική ανασφάλεια. Το κράτος αντιμετωπίζει την ανασφάλεια ως insecurity αντιμετωπίζεται με την αυστηροποίηση του ποινικού δικαίου και την καταστολή,  μια συνθήκη που ονομάζεται στην βιβλιογραφία «ποινικό κράτος»(penal state). H ανασφάλεια ως safety αντιμετωπίζεται με την ρυθμιστική λειτουργία, το «ρυθμιστικό κράτος» (regulatory state). Ας τα δούμε σύντομα

Η νεοφιλελεύθερη υπόσχεση ασφάλειας αδιαφορεί για την αυξανόμενη ανισότητα, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την ανεργία ή την επισφάλεια που η ίδια δημιουργεί. Το κενό ασφάλειας καλύπτεται από την αύξηση της αστυνόμευσης, της καταστολής, της τιμωρητικής ποινικοποίησης. Άνθρωποι που έχουν περιθωροποιηθεί από την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, αντιμετωπίζονται με ποινικά μέτρα και την επιβολή αυστηρής και συνεχούς εποπτείας. Το ποινικό κράτος αντικαθιστά το κράτος ευημερίας και η ποινική ασφάλεια τις συρρικνούμενες κοινωνικές ασφαλίσεις.

Η «τιμωρητική στροφή» παρουσιάζεται ως απάντηση στην εγκληματικότητα του δρόμου, την παραβατικότητα, το οργανωμένο έγκλημα, τον έλεγχο των συνόρων. Παράλληλα έχουμε έξαρση της  ρητορικής περί απειλών στην εθνική ασφάλεια από πρόσφυγες, κατάσκοπους, αντεθνικούς. Τα παραδείγματα είναι γνωστά: η πανεπιστημιακή αστυνομία, η επίθεση στην Νέα Σμύρνη, η στοχοποίηση και καταστροφή της πλατείας στα Εξάρχεια, η συνεχής δυσφήμηση για αριστερή ανοχή και επιείκεια στο έγκλημα, ο φράχτης στον Έβρο, τα pushbacks των προσφύγων, η παρακολούθηση των τηλεφώνων για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το ποινικό κράτος που καταστέλλει και τιμωρεί αυστηρά εμφανίζεται ως η κεντρική  μορφή του κράτους ασφαλείας.   

Η ασφάλεια ως safety

Αυτή έχει ανατεθεί στο ρυθμιστικό κράτος. Μετά το πρώτο κύμα  των ιδιωτικοποιήσεων όταν δημόσιες υπηρεσίες και αγαθά δόθηκαν σε ιδιώτες δημιουργήθηκαν Ρυθμιστικοί Φορείς για να ρυθμίζουν τη αγορά. Βασικό τους έργο είναι να εποπτεύουν την τήρηση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, με τα στελεχη τους επομένως να είναι κυρίως νομικοί και λογιστές. Κάποιες αρχές όπως η ΡΑΣ ανέλαβαν επιπλέον την εποπτεία των υποδομών και της τήρησης των μηχανισμών ασφάλειας. Είχαμε δηλαδή outsourcing του ελέγχου για safety σε ρυθμιστικές αρχές που βασικό τους έργο όμως είναι η ρύθμιση της αγοράς. Όπως και οι ανεξάρτητες, οι ρυθμιστικές αρχές αποτελούν μια γενική τάση του νεοφιλελευθερισμού. Τα μέλη τους διορίζονται από την κυβέρνηση. Βρίσκονται σε απόσταση από τους ελεγχόμενους αλλά και από την πολιτική διαδικασία αφαιρώντας ύλη από τους πολιτικούς που μεταφέρεται σε τεχνοκράτες. 

Στην Ελλάδα πάνω από 20 αρχές δημιουργήθηκαν τον 21ο αιώνα. Υιοθετούν κανόνες, κώδικες και πρωτόκολλα λειτουργίας και ασφάλειας. Επικεντρώνονται σε γενικούς κινδύνους, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση και η ασφάλεια στο χώρο εργασίας.  Υποφέρουν όλες από τις γενικότερες δυσλειτουργίες του νεοφιλελεύθερου κράτους: υποχρηματοδότηση, υποστελέχωση, συμβολική απαξίωση, εξαρτήσεις από την κυβέρνηση και συμπαιγνίες με τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις. Οι φορείς δεν έχουν τα μέσα, ή δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιβάλλουν τους κανόνες και πρωτόκολλα που δημιουργούν. Οι ελεγκτικές τους αρμοδιότητες είναι περιορισμένες και συνήθως ατελέσφορες. Αδυνατούν επομένως να εξασφαλίσουν την ασφάλεια των υπηρεσιών και την προστασία του κοινού.  

Μετά τα Τέμπη, οι αδυναμίες της ΡΑΣ, και γενικότερα των ρυθμιστών, έγιναν προφανείς: υποτυπώδης και σπασμωδικός έλεγχος, αδιαφορία του κράτους και της εταιρίας στις υποδείξεις της αλλά και στις εκκλήσεις των εργαζόμενων. Η ΡΑΣ έχει μόνο οκτώ μηχανικούς. Είναι αδύνατο ένας μικρός αριθμός επιστημόνων να έχει την απαιτούμενη τεχνολογική τεχνογνωσία ενός σύνθετου συστήματος όπως ο σιδηρόδρομος, όπως παραδέχτηκε και η επιτροπή Γεραπετρίτη.Τα ίδια ισχύουν με την ΡΑΛ ή την ΡΑΕ που γίνεται η νέα αρχή νερού για να ρυθμίσει την αγορά όταν αρχίσει η ιδιωτικοποίηση.

Αυτή η έμφαση στην security και η σχετική αδιαφορία για την safety  σχετίζεται με την ιδεολογική λειτουργία του κράτους ασφάλειας. Τα mainstream ΜΜΕ τονίζουν πραγματικές ή φανταστικές απειλές, καταγγέλλουν τους υπαίτιους, απαιτούν νέα και αποτελεσματικότερα μέτρα. Η συνεχής παρουσίαση κάθε λογής κακοποιών, όπου η τρομοκρατία, το έγκλημα του δρόμου και το οργανωμένο, η παραβατικότητα, οι πρόσφυγες και οι φοιτητικές καταλήψεις αποτελούν πλευρές μιας ενιαίας βίαιης εγκληματικότητας, καλλιεργούν τον φόβο και την ασφάλεια ως κυρίαρχο πολιτικό συναίσθημα.

Αυτός ο βομβαρδισμός εγκληματικότητας κάνει τον πολίτη να ταυτίζει την ασφάλεια με την ελευθερία από το άγχος, τον φόβο των πολλαπλών κακοποιών κινδύνων, την ανακούφιση από την ανασφάλεια του εγκλήματος. Η ασφάλεια γίνεται έτσι ατομικό αίτημα και συναίσθημα, μια πιεστική εσωτερική επιθυμία παρά ένα εξωτερικό αντικειμενικό γεγονός. Σύμφωνα με τις σπουδές ασφάλειας,   ο,τιδήποτε θα μπορούσε να ανακουφίζει τον φόβο της ανασφάλειας, ο,τιδήποτε μπορεί να απαντήσει στην επιθυμία ασφάλειας, αν μια κρίσιμη μάζα πολιτών το αποδεχτεί ως βασικό προστατευτικό μηχανισμό. 

Έτσι η συνεχής παρουσίαση κινδύνων, εγκλημάτων και κακοποιών οδηγεί στο αίτημα  για περισσότερη ασφάλεια και την κυβερνητική υπόσχεση για επιβολή νέων αυστηρότερων μέτρων. Oχι γιατί τα υπάρχοντα δεν αρκούν αλλά γιατί, όπως ξέρουμε από την ψυχανάλυση, η ικανοποίηση της επιθυμίας, η απόλαυση, είναι πάντα λειψή και προσωρινή.  Ο φόβος της ανασφάλειας που καλλιεργούν τα ΜΜΕ και η κυβερνητική υπόσχεση ασφάλειας αποτελούν ένα συνεχώς τροφοδοτούμενο κύκλο. Ο φόβος απαιτεί νέα μέτρα και αυτά δημιουργούν νέους φόβους. To κράτος ασφάλειας δημιουργεί έτσι μια προσωρινή και μερική ανακούφιση από το άγχος  της εγκληματικότητας.  Η καταστολή, ο έλεγχος του εγκλήματος και των συνόρων επιδιώκουν να αποζημιώσουν το οικονομικό και κοινωνικό άγχος από την αποτυχία της κοινωνικής ασφάλειας.

Τα Τέμπη αποτέλεσαν διαταραχή της κυρίαρχης έννοιας της ασφάλειας όπως φάνηκε και από την κυβερνητική και λαϊκή αντίδραση. Η κυβέρνηση απέδωσε την τραγωδία σε ανθρώπινο λάθος, προσπάθησε να εντάξει το δυστύχημα στην εκδοχή της ασφάλειας ως  security που απειλείται από ανθρώπινες πράξεις. Το ίδιο έγινε με τις μαζικές διαμαρτυρίες. Αντί να αναγνωρίσει η κυβέρνηση την αγανάκτηση την αντιμετώπισε με εκτεταμένη καταστολή, την άλλη λειτουργία του κράτους ασφάλειας.  Τα Τέμπη έδειξαν ότι η ανασφάλεια και η επιθυμία ασφάλειας είναι ευέλικτες, εύθραυστες. Η ασφάλεια έγινε πεδίο διαμάχης, με την safety  να επικρατεί προσωρινά επί της security. Το ίδιο έγινε και με την υγειονομική ασφάλεια στην πανδημία. Η αριστερά πρέπει να την κάνει μόνιμη. Αν για τους φιλελεύθερους, το κράτος ασφάλειας ταυτίζεται με το ποινικό και ρυθμιστικό κράτος, για τους αριστερούς η ασφάλεια ξεκινάει από κοινωνικό κράτος για το οποίο security και safety αποτελούν εξ ίσου κεντρικές αρμοδιότητες και ευθύνες.

Η οικονομική και εργασιακή ανασφάλεια πρέπει να γίνουν κεντρική έννοια της ανασφάλειας, βασικός κίνδυνος και στόχος των κρατικών πολιτικών.

Η προστασία από την εγκληματικότητα είναι βέβαια σημαντική υποχρέωση του κράτους. Αλλά η αντιμετώπιση της αποκτά την θέση που της ανήκει, με μια δημοκρατικά οργανωμένη αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας, με σεβασμό στα δικαιώματα, και έμφαση στην προστασία του πολίτη και όχι της κυβέρνησης. Δεύτερο, η ασφάλεια ως safety, ανθρώπινη, υγειονομική, κοινωνική, επιστρέφει στην κρατική ευθύνη με την από-ιδιωτικοποίηση βασικών υπηρεσιών και δημοσίων αγαθών, την ανασύνταξη των ρυθμιστικών αρχών, την σύνδεση τους με το κράτος.  Όπως η ελευθερία και η ισότητα, η ασφάλεια είναι ένα κενό σημαίνον. Ποια θα γίνει η κεντρική σημασία του οποίου είναι αντικείμενο πολιτικής διαμάχης. Το σύνθημα της Αριστεράς πρέπει να είναι ασφάλεια και δημοκρατία παντού.