Μία συνέντευξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου από μόνη της προκαλεί το ενδιαφέρον, καθόσον ο Ευκλείδης κατά γενική παραδοχή πέρα από πολιτικός που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην έξοδο της χρεοκοπημένης χώρας μας απ’τα μνημόνια, φέρνει στο κόκκινο σακίδιό του τις αποσκευές μιας πρόδηλης πνευματικότητας σμιλεμένης μέσα από λαμπρές σπουδές σε εμβληματικά ακαδημαϊκά ιδρύματα.

Ads

Η injection σκέψη του, ο ευρηματικός λόγος, διανθισμένος από αγγλοσαξωνικό χιούμορ που είναι τα ταυτολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του a priori θα έπρεπε να λειτουργήσουν στην παραχωρηθείσα συνέντευξη ως οδοδείχτες για την ασφαλή και χωρίς πολιτικούς κραδασμούς πορεία της τόσο για τον ίδιο, όσο και για την παράταξη με την οποία συνοδοιπορεί.  
                                    
Μάλιστα σε εποχές έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης, σύγκρουσης κατ’ουσίαν δύο αντίθετων κοσμοθεωριών, η συνέντευξη αυτή αποκτά για τον πολιτικό και την πολιτική ιδιαίτερη βαρύτητα.

Και είναι άξιο απορίας πώς από την πλευρά του αγνοήθηκαν ή υποβαθμίστηκαν προαπαιτούμενα που κατ’ανάγκη θα όφειλε να προσμετρήσει. Μία προσμέτρηση που επ’ουδενί θα τον απομάκρυνε από τα πιστεύω του. Ωστόσο δε θα άφηνε έξω από το τοπίο της σκέψης του ζητούμενα που η κοινωνία υπαγορεύει στους πολιτικούς στους δύσκολους καιρούς που βιώνει…

Ως εισαγωγική παρατήρηση θα ήθελα να επισημάνω πως σε μία πολιτική συνέντευξη ο δημοσιογράφος επιλέγει τα ερωτήματα που θα θέσει. Όταν όμως αυτά κατά παρελκυστικό τρόπο αφήνουν έξω από το πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας προβλήματα που μαστίζουν την κοινωνία σχεδόν στο σύνολό της (λ.χ. πανδημία, ακρίβεια, διασπάθιση δημόσιου χρήματος κ.α), ο πολιτικός έχει τη δυνατότητα με τον απαντητικό του λόγο να επαναφέρει τη συζήτηση στο πεδίο της ουσιαστικής πολιτικής.

Ads

Διαφορετικά την πολιτική κοίτη της συζήτησης τη διαμορφώνει ο δημοσιογράφος, υπηρετώντας τη γραμμή του μέσου που υπηρετεί…
Και έρχομαι στην ανατομία της συνέντευξης.

Στο ερώτημα για το ποιο είναι το μεγαλύτερο προσόν του Αλέξη Τσίπρα, ο Ευκλείδης απαντά με το σχήμα εν δια δυοίν, καθώς καταγράφει δύο προσόντα του. Το πρώτο αφορά τη χαρισματική του λαϊκότητα. Αναντίρρητη καθώς γίνεται αποδεκτή ακόμη και από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Το δεύτερο είναι «ο τακτικισμός του που του επιτρέπει να βλέπει ένα θέμα από περισσότερες πλευρές, περισσότερες γωνίες». Επισημαίνω ότι ο όρος «τακτικισμός» σε σχέση με τα χαρακτηριστικά που του προσδίδει δεν έχει καμία λογική συμβατότητα. Καθόσον ο τακτικισμός ορίζεται ως το σύνολο ενεργειών για την επίτευξη κάποιων επιμέρους στόχων, η κοντόφθαλμη πολιτική, χωρίς μακροπρόθεσμη στόχευση και χωρίς στρατηγική. Η λογική αυτή αντίφαση στην καλύτερη περίπτωση μόνο ως γλωσσικό ολίσθημα θα μπορούσε να εκληφθεί…

Σε επόμενη ερώτηση για το ποιο θεωρεί πως είναι το μεγαλύτερο ελάττωμα του Αλέξη Τσίπρα, αναφέρει και εδώ όχι ένα, αλλά  δύο. Έχει, λέει, «επιδείξει μία ανασφάλεια που δεν δικαιολογείται».

Και «σε ένα πράγμα που είναι χειρότερος από τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι η επιλογή των συμβούλων, όπως άλλωστε και ο ίδιος το έχει παραδεχτεί».
Η αποκωδικοποίηση του όρου «ανασφάλεια» προφανώς δεν αφορά τη συνολική πολιτική παρουσία και δράση του πρώην πρωθυπουργού. Ένας ανασφαλής πρωθυπουργός δεν αποτολμά να πάρει στις πλάτες του τις τύχες μιας χώρας, τόσο με το βαρύ κοινωνικό και πολιτικό φορτίο μιας μνημονιακής σύμβασης, όσο και με τη συμφωνία των Πρεσπών. Μάλλον τα περί «ανασφάλειας» του Αλέξη Τσίπρα κατά τον Ευκλείδη έχουν απεύθυνση στο εσωκομματικό ακροατήριο. Προφανώς και στην περίπτωση αυτή από πλευράς του έχουμε ένα δεύτερο γλωσσικό ολίσθημα…

Τώρα, όσον αφορά τα περί «κακιστείων» Μητσοτάκη-Τσίπρα στην επιλογή συμβούλων, την πραγματικότητα στο ένα σκέλος την ανέδειξε ο ίδιος ο πρόεδρος μιλώντας για τις αστοχίες του.

Όμως από το σημείο αυτό μέχρι να συναγελάζονται στο περιβάλλον του πρωθυπουργού παιδόφιλοι και βιαστές και στην ηπιότερη εκδοχή συνομιλητές και υμνωδοί της χούντας και των εγκληματικών παραφυάδων της, υπάρχει αβυσσαλέα απόσταση, που ο Ευκλείδης θα όφειλε να την προσμετρήσει.
-Επίσης ατυχής ιδιαίτερα η απάντηση του συντρόφου στο ερώτημα: Αν τον επηρέασε η αίγλη της εξουσίας. Αναφέρει επί λέξει: «Με επηρέασε λιγότερο από άλλους. Δε σημαίνει ότι είμαι καλύτερος άνθρωπος, αλλά ότι έχεις πάει σε ένα σχολείο που ιδρύθηκε το 1500, σε ένα κολλέγιο της Οξφόρδης που ιδρύθηκε το 1341 δεν έχεις ανασφάλεια. Έχεις μια αστική αυτοπεποίθηση. Δεν το λέω με υπεροψία. Η αριστερά θα ήθελε όλοι οι άνθρωποι να έχουν αυτοπεποίθηση και τα εφόδια για να την αποκτήσουν».

Συμφωνώ και προσυπογράφω την επιθυμία και τον αγώνα του συντρόφου για μια αριστερά που επιδιώκει όλοι οι άνθρωποι να έχουν αυτοπεποίθηση και να τους παρέχονται τα εφόδια για να την αποκτήσουν.

Μόνο που η αυτοπεποίθηση δεν αποχτιέται αποκλειστικά μέσα από σπουδές σε περιώνυμα ακαδημαϊκά ιδρύματα. Χτίζεται -τις περισσότερες φορές- καθώς ο άνθρωπος αποφασίζει να σταθεί μοίρα στη μοίρα του και αγωνίζεται ν’αλλάξει στο ανθρωπινότερο τόσο την προσωπική, όσο και την συλλογική τύχη.
Ο υφέρπων πνευματικός ναρκισσισμός που υποβόσκει στην απάντησή του είναι απομακρυσμένος από την ψυχή της αριστεράς που ευαγγελιζόμαστε.
Οι σκέψεις μου κατ’ελάχιστο δεν έχουν σκοπό να υποβαθμίσουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ευκλείδη στην δικιά μας «εποποιϊα» να βγάλουμε τη χώρα και το λαό μας από τη φρίκη των μνημονίων.

Με απόλυτο σεβασμό στην ιστορική αλήθεια αναγνωρίζω την καθοριστική συμβολή του. Με συντροφική ωστόσο διάθεση θα ήθελα να επισημάνω πως ο δημόσιος λόγος σε καιρούς πονηρούς και δύσκολους θα πρέπει να είναι στοιχισμένος στη βασική αρχή «δέκα φορές μέτρα το ύφασμα και μετά βάλε ψαλίδι…».

Και να το πώς αλλιώς. Οι εσωκομματικοί «τακτικισμοί» ελάχιστα αφορούν τη χειμαζόμενη κοινωνία, όταν μάλιστα αυτοί μοιάζουν με κινήσεις σχοινοβάτη, χωρίς δίχτυ προστασίας…

Η κοινωνία απαιτεί από την αριστερά με το λόγο αλλά κυρίως με τη στάση της να ανοίγει δρόμους απεγκλωβισμού της από τα κάθε είδους αδιέξοδα που δημιούργησε και δημιουργεί η κυβέρνηση της Ν.Δ.