«Ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού (των 558,22 ευρώ καθαρά) μοιάζει να μη λαμβάνει υπόψη της την ίδια την πραγματικότητα», «εάν αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να πραγματοποιήσουν απολύσεις», «ο κατώτατος μισθός πρέπει να παραμείνει και το 2021 στο ίδιο επίπεδο καθώς το ύψος του, συμπαρασύρει και τον μέσο μισθό (των 1.056 ευρώ καθαρά) προς τα πάνω, διότι, μη λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να λειτουργήσει επιβαρυντικά στο ήδη βεβαρυμένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων».

Ads

Φράσεις που ειπώθηκαν κατά τη συνάντηση εργοδοτικών οργανώσεων, την οποία συντόνισε  ειδική τριμελής επιτροπή με επικεφαλής τον πρόεδρο του ΟΜΕΔ, καθηγητή Δ. Παπαδημητρίου και μετείχαν ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλος, και οι επικεφαλής των εργοδοτικών οργανώσεων Δ. Παπαλεξόπουλος (ΣΕΒ), Γ. Καββαθάς (ΓΣΕΒΕΕ), Γ. Καρανίκας (ΕΣΕΕ), Γ. Ρέτσος (ΣΕΤΕ) και Αθ. Σαββάκης (ΣΒΕ). Στο ίδιο μήκος κύματος πορεύτηκαν οι εργοδοτικές οργανώσεις και στη διαβούλευση για τον κατώτατο μισθό τη Δευτέρα 24/5.

Οι δηλώσεις τους αυτές, δεν έρχονται μόνο σε αντίθεση με την οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Οκτώβριο σχετικά με την ανάγκη για «επαρκείς κατώτατους μισθούς», ώστε στο κοντινό μέλλον όλοι οι εργαζόμενοι της ΕΕ να έχουν τα απαραίτητα μέσα διαβίωσης.

Δεν έρχονται μόνο σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου, «17 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ήδη αυξήσει τον κατώτατο μισθό από την 1/1/2021, 3 κράτη μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, όμως μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι παγωμένος στο ύψος του 2019», όπως σημείωνε ο Επιστημονικός Δ/ντής του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ και Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, Γιώργος Αργείτης, μιλώντας σε διαδικτυακή εκδήλωση για την πρόταση του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας, περί ανάγκης αύξησης του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.

Ads

Τα όσα ισχυρίζονται οι εργοδοτικές οργανώσεις, δεν έρχονται επίσης μόνο σε αντίθεση με την προαναφερθείσα -επιστημονικά τεκμηριωμένη- πρόταση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, στην οποία επισημαίνεται ότι  1) μια ενδεχόμενη αύξηση,  θα επηρέαζε θετικά το 34% των απασχολουμένων της ελληνικής οικονομίας, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. και 2) μια τέτοια εξέλιξη θα «ενίσχυε την οικονομική και η κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, θα βελτίωνε τις συνθήκες διαβίωσης για ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων και θα μείωνε την ανασφάλεια και η επισφάλεια που διακρίνει σήμερα την αγορά εργασίας».

Έρχονται σε αντίθεση με την ίδια την πραγματικότητα. Όχι όμως την «πραγματικότητα» που βλέπουν οι εργοδοτικές οργανώσεις. Γιατί, στην πραγματικότητα των εργοδοτών, ο στόχος είναι  το κέρδος (τους). Η δική τους πραγματικότητα, αφορά τιμές μετοχών, αφορά μερίσματα, αριθμούς και όχι ανθρώπους. Στη δική τους πραγματικότητα λοιπόν, είναι λογικό να θεωρείται η αύξηση του κατώτατου μισθού ως κάτι «επιβαρυντικό» και ως κάτι το οποίο δεν βοηθά την «ανάπτυξη».

Παρά το γεγονός λοιπόν ότι, όπως σημείωνε, μιλώντας στο Ινστιτούτο «Ένα», ο Ιωάννης Ψυχάρης, Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, «η αύξηση του εισοδήματος στις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες θα επιφέρει αύξηση της ζήτησης, και μάλιστα στη βασική κατανάλωση, που αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας των νοικοκυριών και της οικονομίας», για τις εργοδοτικές οργανώσεις, η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ένα μέτρο «αντιαναπτυξιακό». Σαφώς,  το πώς θα επιδράσει ακριβώς η αύξηση του κατώτατου μισθού στην ελληνική οικονομία, είναι ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα. Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί.

Όμως, κάτι το οποίο επίσης δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, είναι πως, τελικά, οι όροι «ανάπτυξη» και «αντιαναπτυξιακό μέτρο», έχουν μπει σε… περίεργα μονοπάτια, με βάση το πώς γίνονται κατανοητοί.

Είναι για παράδειγμα, «ανάπτυξη» να παρουσιάζονται οι ξένες επενδύσεις ως μοναδική σανίδα σωτηρίας της οικονομίας μιας χώρας, σε σημείο η ημερομηνία ανοίγματος του τουρισμού να καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων εν μέσω μιας υγειονομικής κρίσης; Είναι «ανάπτυξη», να θεωρούμε ότι το κράτος, το οποίο έδειξε (παγκοσμίως) πόση δύναμη έχει τον τελευταίο χρόνο, πρέπει απλά να «προσελκύει» επενδυτές, οι οποίοι (προφανώς) ενδιαφέρονται (μόνο) για να βγάλουν χρήματα με το μικρότερο δυνατό κόστος από τη χώρα μας (με ότι συνεπάγεται αυτό για τους μισθούς και τους φόρους που επιθυμούν να καταβάλλουν);

Τα παραδείγματα της «ανάπτυξης» στις μέρες μας, είναι ασφαλώς άπειρα. Ένα από αυτά αφορά μια χώρα γνωστή για τις pubs, τις μπύρες και τα ουίσκι της. Η Ιρλανδία λοιπόν, ήταν η μόνη χώρα της ΕΕ που το 2020, βρέθηκε σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης, κοντά στο 3%. Ακολούθησαν ασφαλώς διθυραμβικά σχόλια από διεθνή ΜΜΕ για το «ιρλανδικό θαύμα». Διαβάζοντας όμως, τα όσα έγραφε η πολιτική αναλύτρια Michelle Murphy στους Irish Times, ο/η οποιοσδήποτε θα συνειδητοποιούσε κάτι πολύ απλό: Η ανάπτυξη του 2020 πράγματι υπήρχε ως αριθμός, αλλά δεν αφορούσε τους  χιλιάδες ανθρώπους που θα βρεθούν (ή βρέθηκαν ήδη) σε πολύ χειρότερη οικονομική κατάσταση όσο περνούν οι μήνες. Εκείνοι, θα συνεχίσουν  να βρίσκονται «κολλημένοι στις ίδιες αλυσίδες», όπως τραγουδούσαν οι Rumjacks στο ”Pot & Kettle”. Αντίθετα όμως, οι κολοσσοί της τεχνολογίας με έδρα την Ιρλανδία, θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται.

Επίσης, στη Λιθουανία και την Ισπανία, πολλές φορές οι πολίτες, άκουσαν από τα συστημικά ΜΜΕ για «ανάπτυξη» στη χώρα τους, δεν την είδαν όμως στην πράξη, ούτε φυσικά στην τσέπη τους (εκτός εάν είχαν εργοστάσια).

Η «ανάπτυξη» για την οποία γίνεται λόγος σήμερα λοιπόν, χωρίζεται σε δύο διαφορετικούς κόσμους. 

Ο ένας κόσμος, αφορά τις εταιρείες. Εκεί, επικρατεί ένα είδος «σοσιαλισμού», όπως περιέγραφε η Nicole Aschoff στο περιοδικό Jacobin. Στον άλλο κόσμο όμως, που αφορά τους «υπόλοιπους», επικρατεί «άγριος καπιταλισμός». Και για να το διαπιστώσουμε αυτό, δεν χρειάζεται να κάνουμε τον γύρο του Κόσμου.

Τα χρήματα μας, οι φόροι μας, δίνονται «δωράκι» στην AEGEAN εν μέσω πανδημίας. Δίνονται για να σωθούν τράπεζες όπως η Πειραιώς, η Attica Bank. Όχι όμως για να περιέλθουν στην κατοχή του Δημοσίου και να εξυπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον. Δίνονται για να εξυπηρετήσουν την «ανάπτυξη», δηλαδή, τα συμφέροντα των τωρινών και μελλοντικών μετόχων τους, με εμάς από την άλλη, να πληρώνουμε πανάκριβα τα «σπασμένα» και την ασυδοσία τους.

Παράλληλα, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνηση του (στο ίδιο μήκος κύματος με πολλές άλλες «αναπτυξιακές» κυβερνήσεις της Γης), προσπαθούν να μας πείσουν ότι, με αυτόν τον τρόπο ευνοείται η ανάπτυξη της χώρας. Στην ίδια λογική, ισχυρίζονται ότι οι φοροελαφρύνσεις των πλουσίων και των επιχειρήσεων, ισούνται με δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω επενδύσεων («trickle-down economics»). Δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα που η έρευνα του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανισοτήτων του London School of Economics and Political Science, με συγγραφείς τον Ντέιβιντ Χόουπ του ίδιου πανεπιστημίου και τον Τζούλιαν Λίμπεργκ του King’s College London, η οποία μελέτησε τα στοιχεία 18 χωρών του ΟΟΣΑ, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, έδειξε σαφέστατα ότι: Οι περικοπές της φορολογίας στον μεγάλο πλούτο τα τελευταία πενήντα χρόνια, προσέφεραν οφέλη μονάχα στον ίδιο τον μεγάλο πλούτο, και δεν μεταφράστηκαν σε μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη ή μείωση της ανεργίας.

Ασφαλώς, τόσο το Κεφάλαιο, όσο και οι πολιτικοί που το εξυπηρετούν, γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει «ανάπτυξη» στην πραγματικότητα.  

Μόνο που, οι υπόλοιποι, που ζούμε στον «άγριο καπιταλισμό», ενδεχομένως να πρέπει να σκεφτούμε κάτι πολύ απλό: Ότι η «ανάπτυξη» γίνεται κατανοητή με αυτόν τον τρόπο, ΜΟΝΟ, γιατί ζούμε στη σημερινή κοινωνία, 1) οι νόρμες της οποίας βασίζονται στην «ηθική του κέρδους», όπως τη χαρακτήριζε ο Μαξ Βέμπερ και 2) το σύστημα παραγωγής της οποίας βασίζεται στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο. Αλλιώς, η ανάπτυξη, θα συμβάδιζε, με το πραγματικό της νόημα και θα αφορούσε την ευδαιμονία της κοινωνίας, και όχι λίγων ατόμων της, εις βάρος άλλων.

«Η μεταρρύθμιση της συνείδησης συνίσταται αποκλειστικά στο να αφήσουμε τον κόσμο να αντιληφθεί τη δική του συνείδηση, ξυπνώντας τον από τα όνειρα που βλέπει για τον εαυτό του, εξηγώντας του τις ίδιες του τις πράξεις» (Καρλ Μάρξ, Κοέν, 2016, 153).
 
Βιβλιογραφία: Κοέν Τ. Α. (2016). Αν θέλεις την ισότητα γιατί είσαι τόσο πλούσιος; . Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.