Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι θα μείνει στην ιστορία γιατί για μια μερίδα της κοινής γνώμης στην Ιταλία και όχι μόνον, ήταν ένας πετυχημένος επιχειρηματίας που έκτισε μια αυτοκρατορία στον χώρο των Μέσων και έγινε τρεις φορές πρωθυπουργός στην χώρα του.

Ads

Άλλοι πάλι θα τον θυμούνται για τις δικαστικές του περιπέτειες, την «ικανότητά» του να ξεφεύγει συνήθως από τη δικαιοσύνη, για την οξύτατη κριτική που έχει δεχθεί από πολιτικούς του αντιπάλους και για τα πάρτι στις βίλες του με νεαρά κορίτσια, γνωστά ως bunga bunga.

Είχε φανατικούς φίλους και άσπονδους εχθρούς. Ανάμεσα στους πρώτους ο Μπους ο νεότερος, όταν ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ, και ο Πούτιν. Έτσι τουλάχιστον έλεγε ο Μπερλουσκόνι σε κάθε ευκαιρία.

Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 έκανα μια έρευνα για τον «βίο και την πολιτεία» του Καβαλιέρε, που αποτυπώθηκε σ΄ ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Μια ιταλική ιστορία». Τότε γνώρισα από κοντά και συνομίλησα με στενούς του συνεργάτες στην Forza Italia, το κόμμα που είχε δημιουργήσει προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη πολιτική ισχύ, να ενισχύσει την οικονομική του επιφάνεια και να ξεφύγει από τις εισαγγελικές έρευνες και τις διώξεις εναντίον του. Δεν αρκούσε, όπως φαίνεται, η αυτοκρατορία των ΜΜΕ που είχε κτίσει και η μιντιακή επιρροή που αυτά ασκούσαν.

Ads

Είχα συνομιλήσει ακόμη με ιταλούς συνάδελφους και δικαστικούς που ασχολούνταν με τις κατ΄ εξακολούθηση παράνομες ενέργειές του. Και έκτοτε παρακολουθούσα με μεγαλύτερο ενδιαφέρον τις διπλωματικές του κινήσεις στη διεθνή πολιτική σκηνή.

Ο Μπερλουσκόνι δεν ήταν απλώς ένας μπίζνεσμαν που μπήκε στον πολιτικό στίβο μόνον για τους λόγους που προανέφερα. Ο «Mr. Tv», όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε, ήταν ένας ευρωπαίος Τραμπ πριν την εμφάνιση του Τραμπ. Ήταν αυταρχικός, διεφθαρμένος και ταυτόχρονα επινοητικός. Εφάρμοσε όσο κανείς άλλος ευρωπαίος ηγέτης νεοφιλελεύθερες πολιτικές και είχε ακροδεξιές αντιλήψεις.

Ο Μπερλουσκόνι έφυγε χθες από τη ζωή, αλλά ο μπερλουσκονισμός, καθότι έχει βρει πολλούς μιμητές, δεν ήταν, όπως αρχικά εκτιμούσαν αναλυτές, ένα φαινόμενο της συγκυρίας. Η δύναμη των πληροφοριών και κυρίως της εικόνας, όπως και η χειραγωγική ικανότητα των Μέσων και τα αποτελέσματα φάνηκαν και στις πρόσφατες εκλογές στον τόπο μας. Ο Μητσοτάκης φαίνεται ότι πήρε «καλά μαθήματα».

Ο Μπερλουσκόνι δεν κήρυξε ο ίδιος πολέμους, αλλά ήταν μεταξύ των πρώτων ηγετών που υποστήριξε ενεργά την πολιτική του Τζορτζ Μπους στους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ, αλλά και τις επιχειρήσεις απαγωγής και μεταφοράς υπόπτων δήθεν τρομοκρατών, που διοργάνωσε η CIA σε ευρωπαϊκό έδαφος [extraordinary renditions].

Στη διάρκεια της θητείας του ως πρωθυπουργός ουδέποτε εξέφρασε την παραμικρή αμφιβολία για την αναγκαιότητα των στρατιωτικών επεμβάσεων των ΗΠΑ. Το 2003, όταν πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες αμφέβαλλαν αν το ψήφισμα 1441 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τα παλαιότερα 678 και 687 του 1991 έδιναν το πράσινο φως για τη νομιμοποίηση της χρήσης βίας εναντίον της Βαγδάτης, ο Μπερλουσκόνι υποστήριξε εξαρχής τη νομιμότητα της απόφασης Μπους να εισβάλει στο Ιράκ.

Επί πρωθυπουργίας του, το 2003, η κατευθυνόμενη ενημέρωση είχε ως αποτέλεσμα οι Ιταλοί να δικαιολογήσουν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλον στην Ευρώπη την επέμβαση των Αμερικανών στο Ιράκ.

Την περίοδο 2001-2005 οι ύποπτοι για τρομοκρατία μεταφέρονταν σε μυστικές φυλακές, όπου βασανίζονταν με φρικτό τρόπο, χωρίς ουδέποτε να τους αποδοθούν κατηγορίες. Πολλές κυβερνήσεις κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, διευκόλυναν παρανόμως αυτές τις μεταγωγές της CIA. Η Ιταλία, επί πρωθυπουργίας Μπερλουσκόνι, ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία σημειώθηκε απαγωγή από πράκτορες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών (υπόθεση Abu Omar), γεγονός που χρόνια αργότερα οδήγησε στην καταδίκη πρώην υψηλόβαθμων αξιωματούχων των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών.

Το 2009, πάλι επί πρωθυπουργίας Μπερλουσκόνι, εξήχθησαν στη Λιβύη μέσω Μάλτας με αποδέκτη τον Μουαμάρ Καντάφι, ελαφρά όπλα αξίας 79 εκατομμυρίων ευρώ. Η πληροφορία δημοσιοποιήθηκε σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, όταν τον Φεβρουάριο του 2011 είχαν ξεσπάσει πολιτικές ταραχές στη Λιβύη. Ένα μήνα μετά υπουργοί και συνεργάτες του Καντάφι παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την υπέρμετρη χρήση όπλων στη διάρκεια των διαδηλώσεων διαμαρτυρίας (1.000 νεκροί), τον Ιούνιο εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του λίβυου δικτάτορα για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τον Οκτώβριο δολοφονήθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, αλλά για τον Σίλβιο, που τροφοδοτούσε με όπλα ένα καθεστώς, δεν ακούστηκε τίποτε.

Ο Μπερλουσκόνι, με περιουσία ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, που διώχθηκε για σωρεία αδικημάτων, αλλά εξακολουθούσε να εμφανίζεται ως εγγυητής της έννομης τάξης, ο άνθρωπος που διατηρούσε σχέσεις με τη Mαφία και τη μασονική στοά P2, ο οποίος δήλωσε ότι «ο Moussolini δεν σκότωσε κανέναν· απλά έστειλε κάποιους να περάσουν τις διακοπές τους σε τόπους εξορίας», δεν εξέφραζε απλώς τον συγκεντρωτισμό και τη διαπλοκή των Μέσων με τις πολιτικές ελίτ, αλλά ως πρωθυπουργός της Ιταλίας για τρεις θητείες είχε επιχειρήσει –και ως έναν βαθμό πέτυχε‒ να εξυπηρετήσει πρωτίστως τα δικά του συμφέροντα.

Παρότι ένας από τους ομίλους του, η Mediaset ελέγχει το 65% της βιομηχανίας θεάματος και το 90% της τηλεοπτικής αγοράς στην Ιταλία, ο Μπερλουσκόνι επί πρωθυπουργίας του είχε επιβάλει στη RAI διετές συμβόλαιο με τη δική του εταιρεία δημοσκοπήσεων, την Alpha Media, συζητούσε την υπογραφή συμβολαίων μεταξύ RAI και εταιρειών παραγωγής της Mediaset και προώθησε νομοσχέδιο που θα του επέτρεπε να διατηρήσει το τηλεοπτικό μονοπώλιο.

Οι περιπτώσεις απόλυσης και δίωξης δημοσιογράφων δεν ήταν λίγες, γεγονός που υποχρέωσε τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρλο Αζέλιο Τσιάμπι, να δηλώσει ότι «η δημοκρατία πάσχει, εάν δεν υπάρχει πολυφωνία στην πληροφόρηση». Τελικά, μόλις το 2013 το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε για πρώτη φορά ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών σε βάρος του Μπερλουσκόνι για την υπόθεση της Mediaset.

Το 2016, ο όμιλος Mediaset, θυγατρική της Fininvest, της οικογένειας Μπερλουσκόνι ήταν ο δεύτερος μιντιακός όμιλος σε όγκο συναλλαγών στην Ευρώπη (μετά το λουξεμβουργιανό RTL Group) και συμπεριλάμβανε δέκα τηλεοπτικούς σταθμούς (μεταξύ αυτών τα Canale 5, Italia 1, Rete 4), τρεις ραδιοσταθμούς, εφημερίδες και περιοδικά (Il Giornale, Il Foglio, Libero, Il Panorama κ.ά.), τον Mondadori, το μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο στην Ιταλία, το πρακτορείο ειδήσεων NewsMediaset κ.ά. «Ο βίος και η πολιτεία» του Καβαλιέρε είναι μια «ιταλική ιστορία», καθότι κυρίως στην Ιταλία οι τράπεζες ελέγχουν άμεσα τα μεγάλα βιομηχανικά και εκδοτικά συγκροτήματα, διαμορφώνοντας για πολλά χρόνια μια ανώμαλη κατάσταση. Χαρακτηριστικά της, ωστόσο, συναντώνται πλέον και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Οι δράσεις του πολιτικού συστήματος, οι επιλογές των προσώπων και η λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχουν μεταφερθεί κυρίως στο πεδίο της επικοινωνίας και γίνονται με όρους που αυτό επιβάλει, προκαλώντας την χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Απλά γιατί η πλειοψηφία των ΜΜΕ βρίσκεται στα χέρια των big business. Και στη «λούμπα» αυτή του επικοινωνιακού lifestyle έχει πέσει και τμήμα της κυβερνώσας Αριστεράς.

Ή για να το διατυπώσω διαφορετικά: το καπιταλιστικό σύστημα, στην εποχή του  νεοφιλελευθερισμού, ασκεί ιδεολογικό έλεγχο κυρίως μέσω της οικονομικής λειτουργίας παρά μέσω του εποικοδομήματος. Και τα ΜΜΕ, ως βραχίονες προώθησης και εξυπηρέτησης οικονομικών συμφερόντων των βαρόνων του Τύπου και των (πολυεθνικών) ομίλων τους, οριοθετούν και εν πολλοίς καθορίζουν τις πολιτικές διεργασίες.

Κοντολογίς, χειραγωγούν. Άλλες φορές αποσιωπούν πληροφορίες, άλλες πάλι πιέζουν για στρατιωτικές επεμβάσεις σε τρίτες χώρες και άλλες προβάλλουν απαίδευτους και ανάξιους ως σημαντικούς και ικανούς να διαχειριστούν τα κοινά.

Ο μπερλουσκονισμός στο μεγαλείο του.

Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του βιβλίου «Η αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή», εκδ. Παπαζήση.