Η αθηναϊκή κοινωνία της δεκαετίας του 50 και του 60 γνώρισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο σαν ένα γοητευτικό νεαρό, απολύτως εναρμονισμένο με το κλίμα της εποχής. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα μόλις έβγαινε από τα δράματα της κατοχής και του εμφυλίου και ήθελε να ξεχάσει. Ο Κωνσταντίνος ταίριαζε έτσι με το γενικό κλίμα, καθώς φαινόταν ότι θα διαδεχόταν τον βλοσυρό Παύλο ένας νεαρός που ζούσε με τη φήμη του bon viveur, σε μια Αθήνα που άρχιζε κι αυτή δειλά να μπαίνει στο διεθνές περιβάλλον της μεταπολεμικής ευφορίας. 

Ads

Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος φρόντιζε να ενισχύει αυτό το προφίλ. Με παρουσία σε καλό αθηναϊκό κολέγιο, σε οργανώσεις προσκόπων, με άριστες αθλητικές επιδόσεις και με μια διακριτική φήμη ερωτικών ειδυλλίων που συνόδευε πάντα την παρουσία του, κατάφερε να δημιουργήσει καλές προσδοκίες σε ένα μάλλον δύσπιστο απέναντι στη μοναρχία λαό. 

Έτσι, όταν το Μάρτιο του 1964 ενθρονιζόταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος Β΄, μέσα σε μια γενική ατμόσφαιρα ευφορίας, κανείς ίσως δεν φανταζόταν πως η Ελλάδα θα έμπαινε ταχύτατα στην πιο δύσκολη φάση της μεταπολεμικής της ιστορίας, με κατάληξη την ανατροπή του κοινοβουλευτισμού και την οριστική έκπτωση της μοναρχίας. Και τούτο διότι η εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου, μόλις δύο μήνες πριν την ενθρόνιση, συνδυαζόμενη με τον θάνατο του Παύλου και την άνοδο στον Θρόνο ενός νέου, σπόρτσμαν, γοητευτικού και μάλλον συμπαθούς μονάρχη, δημιουργούσαν την εντύπωση πως άνοιγε στην Ελλάδα μια περίοδος εκσυγχρονισμού της πολιτικής ζωής και πως ταυτόχρονα η κοινωνία θα άφηνε πίσω της οριστικά την θλιβερή περίοδο του εμφυλίου πολέμου. 

Πλην όμως αυτό ήταν μόνον η αρχική εντύπωση. Ισχυρή ωστόσο εντύπωση, καθώς ήρθε να την ενισχύσει η μόλις κρυπτόμενη συμπάθεια του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου προς τον νεαρό βασιλιά και την όμορφη, νεαρή επίσης, βασίλισσα Άννα- Μαρία της Δανίας. Μετά τις προγραμματικές δηλώσεις τις νέας κυβέρνησης ο Γ. Παπανδρέου δήλωνε πως «πράγματι ο βασιλεύς Κωνσταντίνος θέλει να είναι βασιλεύς Βασιλευομένης Δημοκρατίας, όπου ο βασιλεύς βασιλεύει και ούτε κυβερνά, ούτε διοικεί. Αι αρχαί αι οποίαι επηγγέλθησαν δια του βασιλικού λόγου, αποτελούν αίσιον οιωνόν δια το μέλλον». Και λίγο αργότερα, μετά την συνάντησή του με τον Κωνσταντίνο, ο πρωθυπουργός δήλωνε με νόημα: «Με τον Βασιλέα θα τα πάμε πολύ καλά. Και με τη μητέρα του επίσης. Οι οιωνοί είναι άριστοι».

Ads

Ο πριγκηπικός γάμος των δύο νέων έγινε στην Αθήνα στις 18 Σεπτεμβρίου του 1964, μέσα σε ένα κλίμα λαϊκής συμπάθειας, με τους Αθηναίους να απολαμβάνουν πραγματικά τη βασιλική γιορτή. Πρέπει να σημειωθεί πως ο θάνατος του Παύλου, στις 6 Μαρτίου 1964, έκλεινε μια περίοδο σύγκρουσης του Παλατιού με την πολιτική εξουσία, καθώς η εμμονή της Αυλής να ελέγχει πλήρως όχι μόνον το χώρο τον Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και την εν γένει πολιτική ζωή, είχε φέρει σε άμεση σύγκρουση το Παλάτι με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η σύγκρουση αυτή είχε οδηγήσει στην παραίτηση Καραμανλή στις 11 Ιουνίου 1963, μετά από διαφωνία του με τον Παύλο στο θέμα της επίσημης επίσκεψης του Βασιλιά στο Λονδίνο. 

Τίποτα βεβαίως δεν είχε αλλάξει ως προς τις προθέσεις και τις επιδιώξεις της Αυλής, με την ενθρόνιση του Κωνσταντίνου. Πολύ περισσότερο που πίσω από τον νεαρό βασιλιά η έμπειρη Βασιλομήτωρ Φρειδερίκη φαινόταν να ασκεί την πραγματική εξουσία. Άλλαξε όμως το κλίμα, έστω και προσωρινά και αυτό δεν ήταν ένα γεγονός χωρίς σημασία. Οι καλές σχέσεις Παπανδρέου- Κωνσταντίνου, επισφραγίστηκαν μάλιστα με την ανάθεση αφενός του Υπουργείου Αμύνης στον Πέτρο Γαρουφαλιά και αφετέρου του αρχηγείου ΓΕΣ στον στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι είχαν άριστες σχέσεις με το παλάτι.

Ωστόσο το ειδύλλιο έληξε πολύ γρήγορα και η πολιτική ζωή μπήκε και πάλι σε φάση σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο βασικούς πόλους εξουσίας, το Παλάτι και την κυβέρνηση. Οι πρώτες βολές ρίχτηκαν με αφορμή δύο γεγονότα: 1) την επιθυμία του Κωνσταντίνου να ονομαστεί ο «Βασιλικός» ο ελληνικός στρατός, ακολουθώντας το παράδειγμα του Βασιλικού Ναυτικού και της Βασιλικής Χωροφυλακής και 2) την επιθυμία του Παλατιού να δοθεί ισόβια χορηγία στη Βασιλομήτορα Φρειδερίκη. Tαυτόχρονα το γενικό πολιτικό κλίμα άρχισε γρήγορα να βαραίνει από τον πόλεμο διαδοχής που ξέσπασε στο εσωτερικό της ΕΚ κυρίως μεταξύ Κώστα Μητσοτάκη και Ανδρέα Παπανδρέου. Ο πρωθυπουργός βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών. 
Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να βγει από το αδιέξοδο και προσπάθησε να επιβάλλει κάποιες αλλαγές στην ηγεσία του στρατεύματος. Αυτές ήταν ουσιαστικά η σπίθα που άναψε τη φωτιά και οδήγησε σε οριστική  σύγκρουση με το Παλάτι, καθώς ήδη ο νεαρός βασιλιάς, υπό την επιρροή συμβούλων που μάλλον προετοίμαζαν εκτροπή, είχε αρχίσει να ανησυχεί για τον έλεγχο του στρατού. 

Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής πως ο στρατός ήταν θεσμός άμεσα ελεγχόμενος από τον Βασιλιά και βασικός μοχλός άσκησης της επιρροής του παλατιού, ενώ στο ειδικό μετεμφυλιακό καθεστώς έπαιζε το ρόλο του θεματοφύλακα της Βασιλείας, αλλά και του εγγυητή της ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας των νικητών του εμφυλίου. Μάλιστα οι ανησυχίες του Κωνσταντίνου είχαν εκφραστεί από τις πρώτες ώρες της κυβέρνησης στον υφυπουργό Άμυνας Μ. Παπακωνσταντίνου, καθώς οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης μιλούσαν για κομματικοποίηση του στρατού και διωγμούς «νομιμοφρόνων» αξιωματικών. Ωστόσο ο Γ. Παπανδρέου δεν είχε καμία πρόθεση σύγκρουσης με το Παλάτι και συμβούλεψε τον υφυπουργό του να είναι προσεκτικός απέναντι στον Βασιλιά: «Εγώ τα βγάζω πέρα με τον Κωνσταντίνο, σεις οι νεώτεροι δεν θα τα πάτε καλά μαζί του», φαίρεται να του είπε. 

Ήταν ωστόσο κι’ αυτή μια πρόσκαιρη βεβαιότητα. Ο Γ. Παπανδρέου σύντομα θα αντιλαμβανόταν πως αν ήθελε να συμβιώσει με τον Κωνσταντίνο θα έπρεπε να προσαρμοστεί απολύτως στα σχέδια του Παλατιού, να μην θίξει στο ελάχιστο τα στεγανά στις ένοπλες δυνάμεις και να μην αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το  ρόλο του θρόνου στην πολιτική ζωή. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις ήταν ανέφικτες, αν συνυπολογίσουμε αφενός την ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και αφετέρου την παρουσία μιας μαχητικής αντιβασιλικής τάσης στο εσωτερικό της κυβέρνησης, επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ο αντιμοναρχικός Ανδρέας Παπανδρέου.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Κωνσταντίνος, παρασυρμένος από κακούς συμβούλους και από το γενικό κλίμα έντασης, ώθησε τον πρωθυπουργό σε παραίτηση, καθώς ανέκυψε αγεφύρωτο χάσμα στο ζήτημα του προσώπου που θα αναλάμβανε το Υπουργείο Αμύνης. Την παραίτηση του Παπανδρέου ακολούθησε η αποτυχία στήριξης των κυβερνήσεων Νόβα και Τσιριμώκου και εν τέλει η οριακή στήριξη της κυβέρνησης Στεφανόπουλου από το ΦΗΔΙΚ – που είχε αποστατήσει από την ΕΚ- την ΕΡΕ, και τον Μαρκεζίνη.

Η πολιτική ζωή μπήκε τότε σε μια φάση παραλογισμού και διάλυσης, διότι αφενός κανείς δεν ήθελε να στηρίξει την κυβέρνηση,  προσβλέποντας στις εκλογές και διότι αφετέρου στα Ανάκτορα επικρατούσε ένα κλίμα φοβίας και ταυτοχρόνως συνωμοσίας με στόχο την οριστική εξουδετέρωση της Ένωσης Κέντρου. Ο Κωνσταντίνος ωστόσο έκανε μια τελευταία κίνηση συμβιβασμού, χωρίς να υποχωρήσει στο ελάχιστο απέναντι στον αρχικό του στόχο που ήταν η ισχυροποίηση της ΕΡΕ και η παρεμπόδιση της αντιβασιλικής πλέον Ενωσης Κέντρου να έρθει στην εξουσία: πέτυχε την συνεννόηση Παπανδρέου- Κανελλόπουλου και την στήριξη της υπηρεσιακής κυβέρνησης Παρασκευοπούλου μέχρι τη διενέργεια εκλογών που προσδιορίστηκαν για τον Μάϊο του 1967.

Η συμφωνία μεταξύ Κωνσταντίνου- Παπανδρέου- Κανελλόπουλου κλείστηκε τον Νοέμβριο του 66, σε μια συνάντηση των τριών στα ανάκτορα του Τατοϊου, μια συνάντηση που ίσως θα μπορούσε να ήταν ιστορική εάν ετηρούντο τα συμφωνηθέντα. Διότι τα πολιτικά σχέδια των συνωμοτών του στρατού θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθούν, καθώς θα τα ματαίωνε η διενέργεια των εκλογών μέσα σε ένα κλίμα πολιτικής ύφεσης που είχε συμφωνηθεί να επικρατήσει. «Ο Γεώργιος Παπανδρέου διαβεβαίωνε το Βασιλέα και τον Κανελλόπουλο ότι η ύφεση όχι μόνον ήταν δυνατή, αλλά ότι την επιθυμούσε και την επεδίωκε. Το σκηνικό άλλαζε. Ο δρόμος προς τις εκλογές και την ομαλότητα άνοιγε»3

Όμως οι πραγματικοί σκηνοθέτες είχαν άλλη γνώμη και τα σκηνικά άλλαξαν εκ νέου. Οσοι σχεδίαζαν εκτροπή δεν ήθελαν εκλογές. Έτσι, ο Κωνσταντίνος θα έβλεπε με απορία τους άγνωστους συνταγματάρχες να μπαίνουν στο παλάτι τα χαράματα της 21ης Απριλίου 1967 και να του ζητούν να ορκίσει την κυβέρνησή τους. Ο ίδιος δεν πρόβαλε ουσιαστικά αντίσταση περιοριζόμενος στο να φωτογραφηθεί βλοσυρός με τα μέλη της κυβέρνησης Κόλλια που σχημάτισαν οι κινηματίες, πιστεύοντας- κατά δική του δήλωση- πως έτσι ο λαός θα αντιλαμβανόταν την έντονη δυσαρέσκειά του.

Οι τελευταίες πράξεις του βασιλικού δράματος παίχτηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Στρατηγοί και κατώτεροι αξιωματικοί, πιστοί στο Βασιλιά, κινήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1967 για την ανατροπή της Χούντας, υλοποιώντας ένα μάλλον πρόχειρα οργανωμένο σχέδιο, το οποίο πρέπει να προδόθηκε και εκ των έσω. Οι συνταγματάρχες εξουδετέρωσαν εύκολα την προσπάθεια του Κωνσταντίνου και τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να εγκατασταθεί έκτοτε μόνιμα στο Λονδίνο.

Τα δύο δημοψηφίσματα που ακολούθησαν, ένα της Χούντας το καλοκαίρι του 73 και το δεύτερο υπό καθεστώς δημοκρατικών ελευθεριών το 1974, απλώς επιβεβαίωσαν και τυπικά το τέλος της δυναστείας των Γλύξμπουργκ, το οποίο ωστόσο είχε ουσιαστικά επέλθει από το 1965, όταν  ο φέρελπις μονάρχης δεν κατάφερε να αρπάξει την ευκαιρία, συγκρουόμενος άμεσα με του συνταγματάρχες  και να δώσει στο βασιλικό θεσμό ένα κύρος, που είχε τρωθεί από τις συνεχείς επεμβάσεις του Παλατιού στην πολιτική ζωή της χώρας, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο.

 Πότη Παρασκευόπουλου, Γεώργιος Παπανδρέου. Τα δραματικά γεγονότα 1961-1967, «Φυτράκης», Αθήνα 1988, σελ. 120.

 Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία (1961- 1967), Προσκήνιο, Αθήνα 1997, τ. Α΄, σ. 97.

3 Δημήτρη Μπίτσιου, Στο όριο των καιρών, Λιβάνης, Αθήνα 1997, σ. 90.