Η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάννα Άρεντ, στη μελέτη της πάνω στη δίκη του Ναζιστή Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, υποστήριξε πως το Απόλυτο Κακό δεν είναι τίποτα εξαιρετικό ή διαφορετικό από τον καθημερινό ανθρωπάκο που «κοιτάει τη δουλειά του». Ο Άιχμαν κατά την Άρεντ ήταν η ενσάρκωση του Απόλυτου Κακού: ο άνθρωπος που ψυχαναγκαστικά τσέκαρε τα δρομολόγια των τρένων τα οποία οδηγούσαν χιλιάδες ανθρώπους στο χαμό τους σιγουρεύοντας πως όλα πάνε ρολόι, με τεχνική αρτιότητα και σύμφωνα με το πρόγραμμα, χωρίς ποτέ να αναρωτιέται για το ηθικό ή το δίκαιο της δουλειάς που του είχε ανατεθεί.

Ads

Τέτοιες αναμνήσεις αναδύθηκαν αναπόδραστα με τη δημοσιοποίηση, την προηγούμενη εβδομάδα, του βίντεο με τον αργό και βασανιστικό θάνατο της 8χρονης Όλγας, που σφηνωμένη στις δαγκάνες της βαριάς μεταλλικής πόρτας εργοστασίου στο Κερατσίνι ψυχορραγούσε επί 70 λεπτά ενόσω άνθρωποι περνούσαν μπροστά και δίπλα της χωρίς να κάνουν τίποτα για να την απεγκλωβίσουν, «κοιτώντας τη δουλειά τους». Το γεγονός δε ότι το άτυχο κοριτσάκι ήταν Ρομά ίσως αποκαλύπτει μέρος των αιτίων της προκλητικής αδιαφορίας (λόγω των κοινωνικών στερεοτύπων) και κάνει το περιστατικό ακόμα πιο εξοργιστικό – όπως και οι προσπάθειες των διαφόρων υπευθύνων να αποφύγουν το κάθε είδους «μπλέξιμο»…

Λίγο πριν το συμβάν αυτό, ένας 18χρονος Ρομά έχασε τη ζωή του από πυροβολισμό σε έλεγχο ρουτίνας της αστυνομίας. Δυο μέρες μετά το περιστατικό με την 8χρονη, σημειώθηκε στη Θεσσαλονίκη μια ακόμη στυγερή γυναικοκτονία, η 14η φέτος στη χώρα. Και μετά το σύντομο διάλειμμα όπου στην ειδησεογραφία μεσουράνησε η εξαγγελία του προστίμου των 100 ευρώ στους ανεμβολίαστους ηλικιωμένους, ένα νέο περιστατικό ανθρωποκτονίας συντάραξε την κοινωνία.

Ένας 19χρονος με αναπηρία έχασε τη ζωή του από συντρόφιμό του σε δημόσια δομή για παιδιά με αναπηρία, όταν ο τελευταίος σε κατάσταση διέγερσης τον ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου. Αναφέρεται μάλιστα ότι ενόσω συνέβαιναν αυτά ο υπάλληλος της δομής που είχε βάρδια παρακολουθούσε χωρίς να παρεμβαίνει. Αν τυχόν αυτές οι αναφορές επαληθευτούν, για εκείνον βέβαια δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι «κοίταζε τη δουλειά του». Μπορεί όμως μάλλον να υποστηριχθεί ότι «κοίταζε να προστατέψει τον εαυτό του».

Ads

Αλλά, εδώ που τα λέμε, και το «κοιτάω τη δουλειά μου» πόση διαφορά επί της ουσίας έχει από το «κοιτάω την πάρτη μου»;

Η ζωή μας τα τελευταία χρόνια, εκτός από την πανδημία και τα μύρια όσα άλλα προβλήματα, κατακλύζεται ολοένα και πιο συχνά από ειδήσεις βίαιων περιστατικών, θανατηφόρων και μη, που μοιάζουν να αλλάζουν σε «ποιότητα» σε σχέση με ό,τι είχαμε συνηθίσει, γίνονται πιο σκληρά, πιο ειδεχθή, ενώ συχνά πυκνά τη φρικωδία συμπληρώνει η εντυπωσιακή αναλγησία των παρευρισκομένων. Και η κοινωνική πλειοψηφία μοιάζει να εκπλήσσεται με την τόση δριμύτητα των παθών, την τόση σκληρότητα των πράξεων, την τόση αδιαφορία των παρεπιδημούντων… Στ’ αλήθεια όμως θα έπρεπε;

Ξέρουμε ότι η χώρα μας μπήκε στην εποχή της πανδημίας συμπληρώνοντας μια δεκαετία οικονομικής κρίσης, μνημονίων και όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Ξέρουμε επίσης ότι σε περιόδους όπως η αμέσως προηγούμενη ένας από τους δείκτες κοινωνικής απορρύθμισης που αμέσως επηρεάζεται είναι οι ανθρωποκτονίες, οι αυτοκτονίες, η ενδοοικογενειακή βία κάθε είδους και εν γένει τα κάθε λογής βίαια περιστατικά. Μπορεί να μην μπορούμε να προβλέψουμε ποια ακριβώς άτομα θα αντιδράσουν βίαια όταν ασκείται στο κοινωνικό σύνολο μια τέτοια ψυχοπιεστική συνθήκη – όμως μπορούμε με βεβαιότητα ότι κάποιοι εξωτερικεύσουν έτσι την πίεση που βιώνουν.

Ξέρουμε ακόμα ότι στην περίοδο από το 2010 και μετά πολλοί άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους. Κόντεψαν να χάσουν τα σπίτια τους. Μειώθηκε δραματικά το βιοτικό τους επίπεδο. Οι δουλειές έγιναν πιο δυσεύρετες και με πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις.

Περισσότερο όμως από τις απολαβές που μειώθηκαν και τον εργάσιμο χρόνο που παρατάθηκε εκτοξεύτηκε η εργασιακή επισφάλεια: όποιος είχε μια δουλίτσα έτρεμε να μην τη χάσει καθώς ο στρατός των ανέργων «απ’ έξω» καραδοκούσε. Πως λοιπόν να μην «κοιτάει τη δουλίτσα του»;

Σε ένα τέτοιο φόντο, όμως, όλο το προηγούμενο διάστημα τυχάρπαστοι πολιτευτές και δημοσιολογούντες φρόντισαν να οξύνουν κάθε είδους διχαστικά πάθη: οι οροθετικές που «διασπείρουν το AIDS», οι μετανάστες που «μας παίρνουν τις δουλειές», οι Ρομά, οι αναρχικοί, κάθε είδους ομάδα που ίσως εξάπτει τη φαντασία του κοινωνικού σώματος δαιμονοποιήθηκε και τα κοινά δεινά όλων επιχειρήθηκε να αποδοθούν σε αυτήν.

Έτσι κάπως μπήκαμε στην εποχή του κορονοϊού. Μια εποχή η οποία χαρακτηρίστηκε από ένα κυρίαρχο δημόσιο αφήγημα που ούτε λίγο ούτε πολύ μας έλεγε ότι ο συνάνθρωπός μας είναι δυνητική θανάσιμη απειλή για μας αλλά και ότι εμείς οι ίδιοι μπορεί να είμαστε, ακόμα και εν αγνοία μας, θανάσιμος κίνδυνος για κάθε άλλον. Ο πανικός επικράτησε (ή να πούμε καλύτερα καλλιεργήθηκε;), κάθε είδους μισαλλοδοξία εκδηλώθηκε, ενώ οι εννοιολογικές κατηγορίες με τις οποίες κινείται ο δημόσιος λόγος περιλαμβάνει νεοπαγείς ομάδες όπως π.χ. εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι, ψεκασμένοι και μενωσπιτάκηδες, έξαλλη νεολαία και απείθαρχοι ηλικιωμένοι. Αντί για μια νηφάλια συζήτηση αξιολόγησης των δεδομένων και των επιλογών που ως κοινωνία έχουμε στη διάθεσή μας, στη θέση της μπήκε η υποδαύλιση του μίσους του ενός για τον άλλον, οι κραυγές και τα αναθέματα, οι υπερβολές και οι θεατρινισμοί, ως εάν η κοινωνία να αναζητούσε όχι πλέον λύσεις για τα προβλήματά της αλλά αποδιοπομπαίους τράγους για μια ήδη προδιαγραφόμενη τραγωδία.

Κι ακόμα –και για τούτο ο δημόσιος λόγος συζητάει ελάχιστα– όλοι υποψιάζονται την οικονομική ύφεση που μέλλει να ακολουθήσει, αν ποτέ λήξει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης της πανδημίας. Και οι πολλοί, όσοι τουλάχιστον δεν είναι από εκείνους που κερδίζουν όποτε η κοινωνία υποφέρει, αναλογίζονται με τρόμο το σενάριο κρίση-πανδημία-κρίση να μοιάζει να καλύπτει πλέον σημαντικό μέρος του βίου τους…

Σε μια κοινωνία λοιπόν τόσο τρομοκρατημένη, τόσο επισφαλή, τόσο πανικοβλημένη, σε μια κοινωνία που πάνω από μια δεκαετία της υποδαυλίζουν κάθε είδους μισαλλόδοξο πάθος για να αποδώσει τα βάσανά της σε κάθε μικρή ομάδα αδυνάτων, σε μια κοινωνία που γαλουχείται καθημερινά με το «κοίτα τη δουλίτσα σου» και το «ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν», γιατί μας εντυπωσιάζει η έξαρση της βίας και της αναλγησίας;

Πόσο μάλλον που όλα αυτά τα χρόνια εκείνο το οποίο συστηματικά υπονομεύτηκε ήταν η συλλογική δυνατότητα των ανθρώπων να φανταστούν για τους εαυτούς τους και τους διπλανούς τους ένα καλύτερο αύριο… Ήταν η δυνατότητα όλοι μαζί να μπορούν να καθορίσουν τη ζωή τους και να την κάνουν καλύτερη. Γιατί, κακά τα ψέματα, την τελευταία δεκαετία η επαγγελία ενός θετικού οράματος για τη ζωή στον δημόσιο λόγο ολοένα και περιορίζεται δίνοντας τη θέση της σε έναν δημόσιο λόγο αναγκαίων κακών προκειμένου να αποφευχθούν μεγαλύτερες απειλές. Ένας τέτοιος αρνητικός λόγος διαρκούς αποτροπής κινδύνων που με την πανδημική συνθήκη τείνει να παγιωθεί ως μόνιμη πια «κατάσταση εξαίρεσης» κάνει τους ανθρώπους να χάνουν κάθε αίσθηση ελέγχου της ζωής τους. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτό κάνει τους ανθρώπους να βγάζουν τον χειρότερο εαυτό τους…

Αν υπάρχει λοιπόν διέξοδος σε μια τέτοια προδιαγραφόμενη πορεία, τότε εκείνη πρέπει να ξεκινάει από τον αντίποδα εκείνου που κυριάρχησε μέχρι τώρα: αντί του πανικού και της μισαλλοδοξίας η νηφαλιότητα και η συλλογικότητα, αντί της απώλειας η ανάκτηση του ελέγχου της ζωής μας, αντί του αρνητικού λόγου της αποτροπής των απειλών και της επισφάλειας η θετική και συλλογική φαντασία και δράση των ανθρώπων που, αν το πιστέψουν, μπορούν να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη.

*Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι Ψυχίατρος, Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού