Ο έγκριτος «Economist» χρησιμοποιεί ως τίτλο άρθρου τη φράση «send in the clowns» προκειμένου να αναφερθεί επικριτικά στις εξαιρετικές εκλογικές επιδόσεις των δύο πλέον γραφικών Ιταλών πολιτικών: αφ’ ενός του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, του διασκεδάζοντος ξένοιαστου καβαλιέρε, που τώρα για ακόμη μία φορά δικάζεται για υπεξαιρέσεις, φοροδιαφυγές, πάρτι οργίων μπούνγκα-μπούνγκα κ.λπ., και αφ’ ετέρου του ρατσιστή ξενοφοβικού-«διασκεδαστή» σταρ της τηλεόρασης, Μπέπε Γκρίλο, που ξεκίνησε σταυροφορία «πέντε αστέρων» προκειμένου να σώσει τη χώρα του με το ευγενές σλόγκαν «vafanculo», το οποίο έγινε βεβαίως ο κύριος και σχεδόν αποκλειστικός εκφραστής της έντονης δυσαρέσκειας -ενίοτε και αηδίας- των Ιταλών προς την πολιτική και τους πολιτικούς, που όντως έχουν μία πολιτική ιστορία ικανή να συνοψισθεί στην παραπάνω άκομψη φράση.

Ads

Το «send in the clowns» συνηθίζεται στη γλώσσα του τσίρκου. Εάν δεν πάει κάτι καλά στην παράσταση, για να αποφύγουν το γιουχάισμα των θεατών «στέλνουν μέσα» (send in) εσπευσμένα τους κλόουν για αντιπερισπασμό, ώστε να ξεχάσουν ή να παραβλέψουν οι θεατές ό,τι στραβό έγινε και να αρχίσουν να ξαναγελούν με τα κόλπα, τα ακροβατικά και τα κωμικά τους τεχνάσματα. Κάπως έτσι συμβαίνει στο «μεγάλο τους (ιταλικό) τσίρκο», όπου δόθηκε μία κάκιστη παράσταση, η οποία αναμενόμενα πήγε κυριολεκτικά κατά διαβόλου. Πολύ άσχημα για την τρίτη μεγαλύτερη βιομηχανική χώρα στην Ευρώπη, που υπήρξε ιδρυτικό μέλος της τότε ονομαζόμενης Κοινής Αγοράς και, υπό τη σώφρονα καθοδήγηση του αντιφασίστα αλλά και αντικομμουνιστή Χριστιανοδημοκράτη Αλτσιντε ντε Γκάσπερι, ενός ικανότατου πολιτικού, σημείωσε σημαντικότατη πρόοδο στη βιομηχανική ανάπτυξη και επάξια κατέκτησε μια ζηλευτή θέση ως μία από τις επτά ισχυρότερες βιομηχανίες στον κόσμο, τους λεγόμενους G7.
 
Το άσχημο είναι ότι αυτοί οι κλόουν (του μεγάλου τους τσίρκου) που έκαναν την εμφάνισή τους περί τα τέλη της Α’ Δημοκρατίας (1990) -σε αντίθεση με τους άλλους των μικρών τσίρκων- είναι άκρως επικίνδυνοι και φιλόδοξοι λαϊκιστές, που μπορεί να οδηγήσουν μία χώρα τόσο ευάλωτη, όπως η Ιταλία, σε επικίνδυνες ατραπούς
 
Η Ιταλία τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει περάσει από τα καβδιανά δίκρανα και η άλλοτε πανίσχυρη (ευρω)κομμουνιστική Αριστερά βαθμιαία αποδυναμώθηκε μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Το 1991 ο κομμουνιστής ηγέτης Ακίλε Οκέτο ανήγγειλε το τέλος της εποχής. Το PCI διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη. Από το σχίσμα του προέκυψαν το Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς και το συνεπέστερο -μόνον αρχικά- Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης.
 
Το δόγμα «όσο δεξιότερα τόσο καλύτερα», που εγκαινίασαν οι προχουντικοί Ελληνες στρατηγοί, υιοθετήθηκε από έναν πρώην σκληροπυρηνικό σταλινικό ηγέτη, τον Μάσιμο ντ’ Αλέμα, ο οποίος διέβλεψε τη σωτηρία της πρώην κομμουνιστικής Αριστεράς από μια ομαλή οιονεί σοσιαλδημοκρατικοποίησή της, με όλες τις διασπαστικές και αποδομικές παρενέργειες που θα συνεπέφερε μια τέτοια πολιτική: από σχετική ανυποληψία σε απόλυτη ανυπαρξία. Πολλοί μάλιστα διατείνονται ότι μια τέτοια τάση κυκλοφορούσε υπογείως πριν το PCI φθάσει ακόμα στα πρόθυρα της διάλυσης. Η λαϊκή βάση, που περίμενε πολλά, ένιωσε προδομένη, συντελούσης και της ελεγχόμενης κατεδάφισης ολόκληρου του οικοδομήματος του υπαρκτού σοσιαλισμού.
 
Την ίδια εποχή η χώρα συγκλονιζόταν από το μεγαλύτερο σκάνδαλο, αυτό που ονομάστηκε «tangentopoli» (χονδρικά «μιζόπολη» ή «δωροδοκιόπολη»). Σκάνδαλα επί σκανδάλων, αποκαλύψεις, παραπομπές πολιτικών, εξαιρετικά υψηλό δημόσιο χρέος και μία Μαφία, ως κράτος εν κράτει, προστατευόμενη κάτω από τις φτερούγες ισχυρών πολιτικών. Ο λαός είχε απηυδήσει και κάποιοι ευαίσθητοι δικαστικοί οργάνωσαν σταυροφορία κάθαρσης που πήρε χαρακτηριστικά την ονομασία «mani pulite» (καθαρά χέρια), σε μια εποχή που, όπως θα ‘λεγε η Λαίδη Μακμπέθ, «ούτε όλα τα αρώματα της Αραβίας θα μπορούσαν να τα καθαρίσουν».
 
Ηρθε η ώρα να «σταλούν μέσα οι κλόουν» για τη σωτηρία της Ιταλίας και ιδού ο πρώτος! Κοντός, φιλομειδής, αισιόδοξος και προπάντων -αυτό γοήτευσε το μέσο Ιταλό- πλούσιος και αυτοδημιούργητος. Ως Ευρωπαίος εξοικειώθηκα με την παρουσία του από κάποιες κινηματογραφικές ταινίες αμφιβόλου ποιότητας που άρχιζαν με τεράστιους τίτλους επί της οθόνης: Silvio Berlusconi presenta (Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι παρουσιάζει). Δυστυχώς δεν έμελλε να αρκεστεί στις ταινίες, αλλά προχώρησε και στην παρουσίαση πολιτικής ατζέντας με όλες τις συνακόλουθες βλαβερές συνέπειες και μάλιστα με τρεις παρουσίες στο πολιτικό θέαμα που διέσυραν την πολιτική, τους πολιτικούς -ακόμα και αυτούς που ουδόλως φταίνε- και την ίδια του τη χώρα. Φανφαρόνος και αλαζόνας διεκήρυττε urbi et orbi πως όλες οι «άδικες» κατηγορίες εναντίον του ήταν άθλια κατασκευάσματα της μισητής «sinistra» των μεροληπτούντων αριστερών δικαστών που ζηλεύουν τα πλούτη του.
 
Ανεξάρτητα από τη βιωσιμότητα της κεντροδεξιοαριστεράς κυβέρνησης Λέτα, αναμένεται η εις το μεγάλο τσίρκο εμφάνιση του άλλου κλόουν. Και κανείς δεν γνωρίζει πού θα καταλήξει η ιταλική παράσταση.
 
Ο κ. Θάνος Κουκουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ – Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»