Πριν 25 χρόνια είχε συγκροτηθεί ο ενιαίος ΣΥΝ (Συνασπισμός της Αριστεράς και της προόδου) κυρίως από το ΚΚΕ και την ΕΑΡ (μετεξέλιξη του ΚΚΕ εσ.). Στο εγχείρημα συμμετείχαν κι άλλες δυνάμεις (π.χ. η Σοσιαλιστική Πορεία του Νίκου Κωνσταντόπουλου) αλλά και προσωπικότητες του χώρου της ευρύτερης αριστεράς (π.χ. Γιάννης Μπανιάς, Μανόλης Δρεττάκης κ.λπ.)

Ads

Το «σχήμα» δεν μακροημέρευσε και η κατάληξη ήταν η διάσπασή του με την αποχώρηση του ΚΚΕ που επίσης διασπάστηκε με τις διαγραφές και αποχωρήσεις σημαντικού αριθμού μελών και στελεχών του.  Αυτοί που έμειναν στο ΣΥΝ μαζί με δυνάμεις και προσωπικότητες που προστέθηκαν αργότερα είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ.

Στη διάσπαση του ενιαίου ΣΥΝ υπάρχει μία πολύ σημαντική και καθοριστικής σημασίας ομοιότητα με αυτά που συμβαίνουν σήμερα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Τότε, μια διαφορά που είχε προκύψει ήταν ο τρόπος που θα έπαιρνε αποφάσεις η Κεντρική Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΝ.

Ενώ αρχικά οι αποφάσεις παίρνονταν με ομοφωνία, στη συνέχεια προτάθηκε να παίρνονται με πλειοψηφία. Πρακτικά αυτό σήμαινε πως μία ψήφο θα είχε ο Φλωράκης, μία ο Κύρκος, μία ο Μπανιάς κ.λπ. Χωρίς να υπεισέρχομαι στο ορθό ή όχι της πρότασης, αυτή ήταν casus belli για το ΚΚΕ που αντικειμενικά ήταν μακράν η πολυπληθέστερη και πιο οργανωμένη δύναμη του (ενιαίου) ΣΥΝ.

Ads

Ανεξάρτητα αν αυτό προβλήθηκε ως κύρια αιτία της ρήξης και χωρίς να την υποτιμώ (ειδικά όταν αναφερόμαστε στο ΚΚΕ), εκτιμώ πως η βασική αιτία ήταν η στρατηγική απέναντι στην ΕΕ. Υπήρχαν, και συνεχίζουν να υπάρχουν, δύο στρατηγικές κι αυτές βρίσκονται πίσω και από την σημερινή κατάσταση στο ΣΥΡΙΖΑ.

Πριν αναφερθώ σ’ αυτές ας δούμε τι σημαίνει για το σύνολο της Αριστεράς ΕΕ. Κι όχι μόνο για την Αριστερά αλλά πλέον και για μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού. Η αύξηση αυτού του ποσοστού, σε πρωτόγνωρα ποσοστά για τα μέχρι και πριν λίγα χρόνια δεδομένα, οφείλεται στην κρίση και τις διαστάσεις που πήρε αυτή στη χώρα μας.

Χωρίς αμφιβολία και στα όσα συνέβησαν το τελευταίο εξάμηνο. Δεν νομίζω πως είναι υπερβολή πως όσα δεν κατάφερε ο λόγος της Αριστεράς, ειδικά του ΚΚΕ, για δεκαετίες το πέτυχε το ευρωιερατείο με την στάση του στις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση και το αντίθετο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την στάση της στις διαπραγματεύσεις.

Ποτέ άλλοτε δεν «ξύπνησαν» τόσες πολλές συνειδήσεις σε τόσο λίγο χρόνο. Και να πεις πως δεν μάλλιασε η γλώσσα της Αριστεράς τόσα χρόνια να λέει και να εξηγεί στον ελληνικό λαό ξανά και ξανά το τι είναι στην πραγματικότητα η ΕΕ; Οι φωνές πνίγονταν και χάνονταν. Αυτό που έμενε ήταν η αφήγηση της κυρίαρχης εξουσίας και των ΜΜΕ της για την ΕΕ.

Όπως πνίγηκε και χάθηκε η φωνή του Α. Παπανδρέου στην συγκλονιστικότερη διαπίστωσή του μετά τη σύνοδο κορυφής στις Κάνες (συνέντευξη 26 Ιουνίου 1995). Και μόνο ο δραματικός τόνος της φωνής του και το πρόσωπό του όταν έδινε την συνέντευξη θα αρκούσε για να ανοίξει (τουλάχιστον αυτό) η συζήτηση για την ΕΕ στη χώρα. Σ’ αυτό το πολιτικό «κύκνειο άσμα» του είχε πει.

«Τι είναι η Ενωμένη Ευρώπη; Ποιος την κυβερνά; Τι ρόλο παίζουμε πλέον εμείς οι κυβερνήσεις, οι εθνικές κυβερνήσεις;» Στο ρητορικό του ερώτημα έδωσε ο ίδιος την απάντηση: «Βαδίζουμε προς μια σμίκρυνση των δυνάμεων του έθνους ως έννοιας, προς τη δημιουργία σφαιρών επιρροής ανάμεσα στους μεγάλους.» Πραγματικός καταπέλτης συνέχισε λέγοντας: «Να αφήσουμε τα μεγάλα λόγια και τις γυμνασιακές ομιλίες περί των προσόντων και μη της Ενωμένης Ευρώπης. Εδώ υπάρχει σαφές σχέδιο για τη μηδενοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες δεν θα μπορούν να παίξουν δημοκρατικά αποτελεσματικό ρόλο, αλλά θα υπόκεινται στις κατευθύνσεις που μας δίνει το Διευθυντήριο της ΕΕ».

Το συμπέρασμά του καταλυτικό: «Βαδίζουμε προς μια Ευρώπη που θα είναι δημοκρατική τύποις, αλλά που οι μεγάλες αποφάσεις θα παίρνονται από ένα triumviratum (τριανδρία) ηγετών της Ευρώπης… Βρίσκω ότι πάμε σε ένα είδος συρρίκνωσης της εθνικής δύναμης, αλλά όχι στον βωμό μιας συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας. Στον βωμό των συμφερόντων. Των συμφερόντων, ρητά!».

Είκοσι χρόνια μετά, η κατάσταση που περιέγραφε ο Α. Παπανδρέου, επαληθεύεται και με το παραπάνω από το σφαγείο της σημερινής ΕΕ. Κι όμως, τότε στη χώρα δεν «άνοιξε μύτη». Όπως δεν άνοιξε και το 2005 όταν η τότε Πρόεδρος της Βουλής Άννα Ψαρούδα Μπενάκη, προσφωνώντας τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Παπούλια του έλεγε: «Η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα προωθηθεί με την ψήφιση, ενδεχομένως, και της συνταγματικής συνθήκης, τα εθνικά σύνορα και ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας θα περιορισθούν χάριν της ειρήνης, της ευημερίας και της ασφάλειας στη διευρυμένη Ευρώπη. Τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη θα υποστούν μεταβολές, καθώς θα μπορούν να προστατεύονται, αλλά και να παραβιάζονται από αρχές και εξουσίες πέραν των γνωστών και καθιερωμένων και πάντως, η δημοκρατία θα συναντήσει προκλήσεις και θα δοκιμασθεί από ενδεχόμενες νέες μορφές διακυβέρνησης».

Πολλά χρόνια αργότερα η κ. Μπενάκη προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα των παραπάνω δηλώσεων. Έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία και χιλιάδες άρθρα για το τι πραγματικά είναι η ΕΕ. (Μέχρι και η ταπεινότητά μου έχει γράψει πολλές δεκάδες). Έστω και λίγο αν είχαν προβληματίσει, μόνο έκπληξη δεν θα έπρεπε να είναι για τους Έλληνες όσα γνώρισαν το τελευταίο εξάμηνο.

Η ταπείνωση και ο εξανδραποδισμός ενός ολόκληρου λαού από το ευρωιερατείο ήταν «το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Ίσως το μόνο ερώτημα που δεν είναι ξεκάθαρο σε όσους τουλάχιστον προβληματίζονται με αυτήν την ΕΕ, είναι το γιατί τόσα χρόνια οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες την αποδέχτηκαν; Αν και δεν είναι του παρόντος άρθρου θα κάνω μια μικρή αναφορά.

Όταν μιλάμε για πολιτικές ηγεσίες πρέπει να έχουμε κατά νου ότι μιλάμε για το πολιτικό προσωπικό της οικονομικής ελίτ που κατέχει και την πραγματική εξουσία. Στη χώρα μας τα τελευταία 70 χρόνια (για να μείνω στην μεταπολεμική περίοδο), ποτέ δεν υπήρξε εθνική αστική τάξη. Αυτό που υπήρχε και υπάρχει ήταν μια παρασιτική οικονομική ολιγαρχία που καταλήστευε το λαό και τον τόπο.

Αυτή η ολιγαρχία ασκούσε την εξουσία μέσω των πολιτικών της εκφραστών βασιζόμενη στην συμμαχία της με τον ξένο παράγοντα. Υπόδουλη σ’ αυτόν και μέσω αυτού κέρδιζε. Με τους Άγγλους, τους Αμερικάνους, με τις λόγχες, το παρακράτος, τα πραξικοπήματα, την προπαγάνδα (ιδίως την τελευταία 15ετία με τη δύναμη των ΜΜΕ) και τον εκλογικό νόμο. Αυτά ήταν και είναι τα «όπλα της».

Στην δεκαετία του 90 για πρώτη φορά η παρασιτική ολιγαρχία εμφανίζεται τάχα ως «εθνική» αστική τάξη και συντάσσεται στην νέα «μεγάλη ιδέα» του έθνους. Την είσοδο στο ευρώ. Αυτή η «μεγάλη ιδέα» διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη το σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Ουσιαστικά η ξενόδουλη παρασιτική ελίτ της χώρας αλλάζει προστάτες, κι αυτούς υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια μέχρι και σήμερα.

Για την παρασιτική ελίτ Εθνικό συμφέρον, Πατρίδα και λαός είναι ανούσια πράγματα. Γι’ αυτήν ένα μόνο πράγμα υπάρχει. Η υπεράσπιση των εκάστοτε προστατών της και η μέσω αυτών επιβίωσή της με διατήρηση και αύξηση των προνομίων της. Αυτά για το σύνολο της Αριστεράς είναι δεδομένα και αδιαμφισβήτητα. Οι στρατηγικές επιλογές όμως είναι δύο.

(I) Η πρώτη λέει πως αυτή η ΕΕ είναι μια λυκοσυμμαχία, δεν αλλάζει και δεν μπορεί να αλλάξει. Άρα το συμφέρον του λαού και του τόπου είναι να φύγει απ’ αυτήν και φυσικά από το ευρώ.

(II) Η δεύτερη αναγνωρίζει (και αυτή) το χαρακτήρα της ΕΕ, αλλά θεωρεί πως πρέπει να παραμείνει σ’ αυτήν παλεύοντας μαζί με άλλους λαούς (κόμματα, κινήματα κ.λπ.) για την ανατροπή των συσχετισμών κι εν τέλει του χαρακτήρα αυτής της ΕΕ.

Η διαφορά στις δύο αυτές στρατηγικές επιλογές πιστεύω πως ήταν η κύρια αιτία της διάσπασης του (ενιαίου) ΣΥΝ. Το ΚΚΕ είχε (και έχει) την πρώτη στρατηγική. Οι υπόλοιποι του ΣΥΝ είχαν τη δεύτερη στρατηγική. Με την δεύτερη αυτή στρατηγική συντάχθηκαν οι περισσότεροι από αυτούς που διαγράφτηκαν ή έφυγαν από το ΚΚΕ και μαζί με άλλους, που προστέθηκαν στην πορεία, έφτιαξαν τον ΣΥΡΙΖΑ.

Απ’ αυτόν κάποιοι έχουν ήδη αποχωρήσει, ακριβώς γιατί διαφωνούσαν με αυτήν την στρατηγική επιλογή. Και φτάνουμε στο σήμερα που ουσιαστικά τίθεται ξανά το ζήτημα επιλογής μιας από τις δύο προαναφερθείσες στρατηγικές. Αν και σήμερα η αιχμή του δόρατος είναι το μνημόνιο και οι συνέπειες που αυτό έχει, το ουσιαστικό επίδικο είναι η στρατηγική επιλογή αντιμετώπισης της ΕΕ και κατ’ επέκταση το μνημόνιο. 

Χωρίς να σχολιάζω το ορθό ή λαθεμένο της μία ή της άλλη άποψης, η «ομάδα» που υποστηρίζει την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα ουσιαστικά επιλέγει την πρώτη στρατηγική. Έξοδο από το ευρώ αφού εντός αυτού δεν υπάρχει σωτηρία κ.λπ. Η άλλη «ομάδα», εκτός από την «ειδική» εκτίμηση πως αυτήν την στιγμή η έξοδος είναι καταστροφική, εκτιμά πως υπάρχουν δυνατότητες εντός ευρώ να αλλάξει η ΕΕ.

Βεβαίως, υπάρχουν και άλλα ζητήματα. Π.χ. η (κάθε) κυβέρνηση πρωτίστως σε ποιον λογοδοτεί; Στο σύνολο του ελληνικού λαού, στο τμήμα που την εξέλεξε ή στο κόμμα που την στηρίζει; Τι κάνει ένας Πρωθυπουργός στα πολύ δύσκολα; «Την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια» περιμένοντας την Ιστορία να καλέσει την κλάση του;

Π.χ. ο Κ. Καραμανλής λίγο πριν τη χούντα, ο Καραμανλής το 2009, ο Παπανδρέου το 2011, οι Σαμαράς, Βενιζέλος το 2014. Ή, αντίθετα, μένει στη θέση του και παλεύει να περισώσει ό, τι μπορεί; Ειδικά όταν, σωστά ή όχι, πιστεύει πως η «απόδρασή» του μετατρέπει μια τακτική ήτα σε στρατηγική ήτα και οδηγεί σε μεγαλύτερη καταστροφή αφού ανοίγει διάπλατα το δρόμο στις δυνάμεις της παρασιτικής ελίτ.

Τι κάνει ένας Πρωθυπουργός που ναι μεν στηρίζεται από την πλειονότητα του λαού όχι όμως και από τους βουλευτές του κόμματός του; Πολύ περισσότερο όταν αυτοί λειτουργούν ως κόμμα μέσα στο κόμμα και ενάντια στις καταστατικές αρχές που από κοινού αποδέχτηκαν στο συνέδριό τους. Αντίστοιχα, τι κάνει ένας ή περισσότεροι βουλευτές της συμπολίτευσης όταν εκτιμούν ότι διακυβεύεται η ύπαρξη της χώρας και το μέλλον του λαού της από τις επιλογές της δικής τους κυβέρνησης;  

Το σίγουρο είναι πως δεν υπάρχει εύκολη λύση. Άλλωστε, αν υπήρχε θα εφαρμοζόταν από άλλες πολιτικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις της Αριστεράς και οι ευρύτερες πατριωτικές δυνάμεις, κλήθηκαν από την ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα γιατί ακριβώς είχαν εξαντληθεί οι εύκολες λύσεις. Οι βραχυχρόνιες, οι μη βιώσιμες λύσεις.

Κάποιοι είχαν και έχουν την απαίτηση να γίνει ανατροπή του διεφθαρμένου καθεστώτος, να φύγει η συμμορία και να εφαρμοσθεί μια ριζικά αντίθετη πολιτική. Κι όλο αυτό να γίνει ανώδυνα. Χωρίς δυσκολίες, χωρίς προβλήματα, χωρίς πισωγυρίσματα. Προφανώς δεν αντιλαμβάνονται ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι μια συμμορία μαύρου χρήματος με αδιαφανείς επιχειρηματικές και πολιτικές σχέσεις, αιχμή του δόρατος τα ΜΜΕ και πως τελεί υπό την προστασία της «Υψηλής Πύλης».

Τι κάνεις λοιπόν; Δεν ξέρω, αλλά ξέρω τι ΔΕΝ κάνεις. Δεν κάθεσαι στ’ αυγά σου προστατεύοντας τάχα την ιδεολογία σου και την παρθενία σου. Το να μην κάνεις λάθη είναι μεταφυσική. Είναι όμως άλλο πράγμα να μην κάνεις τα ίδια λάθη. Σε κάθε περίπτωση με «χαλάνε» οι προστάτες που θα με προφυλάσσουν από αμαρτήματα και θα μου ορίζουν τη σωστή πορεία για την αποφυγή τους.

Προτιμώ το όνειρο, την ελπίδα και την προσμονή. Οι παλιότεροι από μας που ζήσαμε τη χούντα, ξέραμε κάτι για αυτήν. Ξέραμε πως θα τη ρίξουμε και είμαστε πεισμένοι γι’ αυτό. Ακριβώς το ίδιο αίσθημα ελπίδας και προσμονής πρέπει να επικρατήσει και σήμερα. Να έχουμε εμπιστοσύνη ότι μπορούμε να γίνουμε και να είμαστε αισιόδοξοι.

Κλείνοντας αυτό το άρθρο θα επισημάνω δύο ζητήματα. Θεωρώ τεράστιας σημασίας το γεγονός πως η απαγορευμένη από την παρασιτική ολιγαρχία του τόπου συζήτηση για το ευρώ και την ΕΕ έχει ανοίξει. Πρέπει να συνεχιστεί χωρίς φόβο και πάθος. Η δεύτερη επισήμανση που κάνω θα σας ξαφνιάσει αλλά κρατήστε την έστω και στην άκρη του μυαλού σας.

Η αντιπαράθεση για ευρώ – δραχμή σε πολύ λίγο, λιγότερο από δύο (2) χρόνια, θα έχει λυθεί από την ίδια την ΕΕ. ΗΔΗ το ευρωιερατείο και η ΕΚΤ, ετοιμάζουν τα σχέδια για επιστροφή ΟΛΩΝ στα εθνικά τους νομίσματα. Δηλαδή, Ευρωδραχμή, Ευρωλιρέτα, Ευρωφράγκο, Ευρωμάρκο, Ευρωπεσέτα κ.λπ.

Οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών θα παραμείνουν μαγαζιά του «βατικανού» της ΕΚΤ. Τα νομίσματα θα κυκλοφορούν ελεύθερα, όλα και παντού, θα τα εκδίδει η ΕΚΤ και φυσικά η ίδια θα ρυθμίζει και τις μεταξύ τους ισοτιμίες. Η ενοποίηση, όπως την αντιλαμβάνεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το παρασιτικό κεφάλαιο, θα προχωρήσει και κοντολογίς το νέο Μάαστριχτ έρχεται.

Επειδή η αναλυτική επεξήγηση του σχεδίου ξεφεύγει από αυτό το άρθρο, θα επανέλθω από Σεπτέμβρη με αναλυτική «έκθεση». Αν και οι «ψαγμένοι» μπορούν να δώσουν απαντήσεις στο γιατί να γίνει αυτό, γιατί τώρα, ποιοι ωφελούνται κ.λπ.