Όσοι θυμούνται τις εκλογικές αναμετρήσεις των προηγουμένων δεκαετιών στη χώρα μας, νομίζω πως θα είναι απολύτως εξοικειωμένοι με την ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής, όπως μάλιστα την επέβαλαν οι δυο πάλαι ποτέ πυλώνες του δικομματισμού, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Στο «γαλάζιο στρατόπεδο», βέβαια, έχοντας πια στην αρχηγία έναν από τους παλαίμαχους οργανωτές της «εξέδρας» (την εποχή που ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ήταν ακόμη μέλος των Rangers), επεχείρησαν να αναβιώσουν αυτές τις «ένδοξες στιγμές»: τύμπανα, καπνογόνα, κλάξον κι ένας πρόεδρος να φωνάζει στο τέλος κάθε συγκέντρωσης «Ζήτω η Νέα Δημοκρατία».

Ads

Αρκετοί ελπίζουν πάντως ότι ο αναστοχασμός που επικρατεί στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά τη νέα βαριά εκλογική ήττα, να τους κάνει, εκτός των άλλων, να αναθεωρήσουν τέτοιου είδους «παραδόσεις».

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, με το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου που υπάρχει στη χώρα μας, η ανάδειξη πολιτικών προσώπων όπως ο Δημήτρης Καμμένος ακόμη και σε υπουργικούς θώκους δε θα πρέπει να μας προκαλεί καμία έκπληξη. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι ο εν λόγω ρατσιστής, αντισημίτης κι ομοφοβικός πολιτικός, παρότι αποπέμφθηκε σε χρόνο ρεκόρ από τη θέση του υφυπουργού, εξακολουθεί να παρέχει τη στήριξη του σε μια κυβέρνηση, που υποστηρίζει τουλάχιστον ότι εξακολουθεί να έχει αναφορά στην Αριστερά. Ίσως πάλι αυτό να είναι το τελευταίο πρόβλημα που απασχολεί αυτήν τη στιγμή τον Αλέξη Τσίπρα.

Από την άλλη, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως ο οπαδισμός καθώς κι ο ποδοσφαιροποίηση του δημόσιου διαλόγου έχει «επιτύχει» δυστυχώς ιδεολογική ηγεμονία ακόμη κι εντός των τειχών της Αριστεράς. Ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ο φανατισμός, η αλαζονεία κι η διάθεση ρεβανσισμού εκ μέρους μερίδας των νικητών μου έφερε στο μυαλό την εκπομπή του Τάκη Τσουκαλά στο TV Magic την επομένη του «αλήστου μνήμης» αιώνιου ντέρμπι στη Ριζούπολη. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλύτερα αν ανατρέξει κανείς στην αρθρογραφία των τελευταίων εβδομάδων. Δεν αναφέρομαι προφανώς στους εκπροσώπους του αυριανισμού, οι οποίοι εσχάτως ανακάλυψαν τη γοητεία της «κυβερνώσας Αριστεράς». Μιλάω για μέχρι προσφάτως έγκυρα έντυπα καθώς και για σοβαρούς αρθρογράφους. Το γεγονός πως κάποια κείμενά τους είναι τόσο ακραία επιθετικά, που πιθανότατα με μικρές παραλλαγές «επί το ποδοσφαιρικότερον», θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν στο «Γαύρο» και τον «Πρωταθλητή», μάλλον θα έπρεπε να τους προβληματίσει.

Ads

Η αλήθεια είναι βέβαια πως μια τέτοια εξέλιξη ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη. Επί δυο μήνες ένας ολόκληρος πολιτικός χώρος κινείτο σε μια διελκυστίνδα μεταξύ ανιστόρητων αναφορών «περί αποστασίας» κι εξίσου ακραίων κατηγοριών «περί προδοσίας». Ίσως μάλιστα να είναι μια από τις κύριες παγίδες που δεν απέφυγε η ΛΑΕ, και η οποία πιθανότατα, μεταξύ άλλων, της κόστισε το τελικό αρνητικό αποτέλεσμα. Ότι, δηλαδή, εμπλεκόμενη σε μια διαμάχη με το ΣΥΡΙΖΑ, η οποία επικοινωνιακά τουλάχιστον πιο πολύ έφερνε σε κοκορομαχία, έχασε την ευκαιρία να καταδείξει με τον πλέον σαφή τρόπο πως η ρήξη στο εσωτερικό του μεγαλύτερου κυβερνώντος κόμματος είχε να κάνει με δυο καταστροφικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης Τσίπρα: τη θρησκευτική προσήλωση στο «δόγμα του Ευρώ» και τη συνεπαγόμενη εξ’ αυτής επιβολή ενός τρίτου Μνημονίου σε έναν εξουθενωμένο από έξι χρόνια ακραίας λιτότητας ελληνικό λαό.

Σε κάθε περίπτωση, η όποια συνέχεια της δημόσιας αντιπαράθεσης με όρους κραυγών, αναθεμάτων κι ακραίας ανθρωποφαγίας το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να συμβάλλει περαιτέρω στην απογοήτευση και στη διάθεση αποστρατείας εκ μέρους ενός δυναμικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας. Επιπλέον, καλό είναι όλοι οι αμετροεπείς να έχουν στο νου τους πως η χώρα εξακολουθεί να κινείται σε αχαρτογράφητα ύδατα. Το να επιχειρεί κανείς αλαζονικά να απαξιώσει οποιαδήποτε διαφορετική προσέγγιση, ίσως πολύ σύντομα να αποδειχτεί μπούμερανγκ.

Ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που τα πράγματα εδώ μοιάζουν κατά τι πιο σοβαρά σε σχέση με το ποδόσφαιρο. Εκεί αν αποδειχτεί λάθος η προσέγγιση της ομάδας σου, στη χειρότερη να βλέπεις τον Τάκη Τσουκαλά να κραδαίνει αναμμένα καπνογόνα. Ή το Νίκο Αλέφαντο ενώπιον της Έλλης Στάη να ζητάει με δάκρυα στα μάτια «να βγει στο τηλέφωνο ο κύριος Δούρος». Για να μην ξεχνιόμαστε πάντως, ο κυρ Νίκος είχε απόλυτο δίκιο, καθώς ο Κορίνθιος ρέφερι (ο Γιώργος Δούρος για όσους δεν ξέρουν ιστορία) όφειλε να έχει αποβάλει τον Κυργιάκο αντί του Τζιοβάνι. Στην περίπτωση μας όμως, το να αποδειχτεί λάθος η πολιτική προσέγγιση ίσως να προκαλέσει σύντομα ανεξέλεγκτες καταστάσεις, το δίκιο μας με τους δανειστές άντε να το βρούμε. Και τότε θα είναι πολύ αργά για δάκρυα…

ΥΓ: Για να μην είμαι άδικος, έχω διαβάσει πολιτικές τοποθετήσεις οργανωμένων συνδέσμων φιλάθλων, τόσο στην Ελλάδα όσο στην Ευρώπη, οι οποίες διαθέτουν και εξαιρετική κοινωνική ανάλυση αλλά και σαφείς ταξικές αναφορές. Ειδικά τελευταία νομίζω πως θα είχαν   περισσότερα να πουν από πάρα πολλούς που δημοσιολογούν σαν οπαδοί αερολογώντας…