Την πεποίθηση ότι οι ηγεσίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ενταφίασαν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 2011 μόνο και μόνο για να αποφύγουν μία ενδεχόμενη σύγκρουση με τις διοικήσεις των πανεπιστημίων εκφράζει στο tvxs.gr ο πρώην υφυπουργός Παιδείας Γιάννης Πανάρετος. Χαρακτηρίζει καθοριστικό το ρόλο της ΔΗΜΑΡ στην τελική έκβαση των πραγμάτων, θεωρεί δικαιολογημένη την ενόχληση Διαμαντοπούλου και εκτιμά στην ουσία ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου ικανοποίησε δια χειρός Μπαμπινιώτη τις αξιώσεις των πανεπιστημιακών διοικήσεων. Τασσόμενος υπέρ ριζικών αλλαγών στην ανώτατη εκπαίδευση, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι 3 κυβερνητικοί εταίροι δεν είχαν παρά να συμβουλευτούν άλλους Ευρωπαίους ηγέτες για να διαπιστώσουν αν πραγματικά πράττουν αυτό που χρειάζεται το ελληνικό πανεπιστήμιο.

Ads

 
Μετά από τις επικείμενες τροποποιήσεις του νόμου 4009/11, παραμένει το αρχικό πνεύμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης;
 
Όχι μόνο δεν παραμένει το πνεύμα των αλλαγών οι οποίες ξεκίνησαν το 2009, αλλά αντίθετα νομίζω ότι γυρίζουμε πίσω. Επιστρέφουμε στους νόμους της προηγούμενης 10ετίας και στις λογικές στις οποίες είχαν στηριχτεί, δηλαδή σε μικρορυθμίσεις εσωτερικών διαδικασιών που αφορούν πολύ λίγο την κοινωνία.
 
Σε ποια σημεία εστιάζετε ως προς το νέο νομοσχέδιο;
 
Δεν βοηθάει πολύ να αναφερθώ σε τεχνικά θέματα, όπως για παράδειγμα αν το τμήμα ενός πανεπιστημίου θα μπορεί ξανά να εκλέγει τους καθηγητές με εσωτερικές διαδικασίες ή αν δεν θα υπάρχει κάποιος ο οποίος θα φέρει την τελική ευθύνη (βλ.κοσμήτορα). Βοηθά ωστόσο η παράθεση των κατευθύνσεων του 2009, οι οποίες σημειωτέον δεν αποτυπώθηκαν πλήρως στο νόμο του 2011, δηλαδή η λειτουργία των ελληνικών πανεπιστημίων στα πρότυπα των διεθνών προδιαγραφών, βάσει των οποίων άλλες χώρες έχουν επιτύχει μεγάλη ανάπτυξη, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην οικονομία, και έχουν ξεφύγει από τα προβλήματα που προκαλούνται από τον αναταγωνισμό ομάδων εξουσίας εντός των ιδρυμάτων.
 
Για ποιο λόγο θεωρείτε ότι τελικώς έκαναν πίσω ΝΔ και ΠΑΣΟΚ; 
 
Προφανώς, επειδή ήθελαν να βρουν ένα σημείο ισορροπίας με τις ηγεσίες των πανεπιστημίων. Πιστεύω όμως ότι τα πολιτικά κόμματα και οι ηγεσίες τους, πέρα από το να βρίσκουν ισορροπίες με ισχυρούς παράγοντες (είναι και αυτό μέσα στην πολιτική), έχουν μια πολύ μεγαλύτερη υποχρέωση. Οφείλουν να δουν τι είναι καλύτερο για την κοινωνία. Φοβάμαι ότι αυτές οι αλλαγές, οι οποίες αποφασίστηκαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης των 3 πολιτικών αρχηγών των κομμάτων που συναποτελούν την κυβέρνηση, δεν τεκμηριώνονται με στοιχεία. Θεωρώ ότι έγινε απλώς μία συνεννόηση του υπουργείου Παιδείας με τις ηγεσίες των πανεπιστημίων και βρέθηκαν κάποια σημεία ισορροπίας ώστε και οι διοικήσεις των ιδρυμάτων να είναι ικανοποιημένες και η κυβέρνηση να μπορεί να ισχυριστεί ότι τα πανεπιστήμια θα είναι ανοικτά το Σεπτέμβριο.
 
Με άλλα λόγια, λέτε ότι τα δύο κόμματα φοβήθηκαν τη σύγκρουση.
 
Με άλλα λόγια, απέφυγαν μία σύγκρουση η οποία δεν είναι καν γνωστό ότι θα συνέβαινε. Παρόμοιοι φόβοι υπήρχαν και κατά την προετοιμασία του νόμου, από το 2009 και έπειτα. Το μόνο που είδαμε τελικώς ήταν η άρνηση των διοικήσεων των πανεπιστημίων να εφαρμόσουν το νόμο.
 
Το οποίο όμως δεν είναι αμελητέο.
 
Βεβαίως, δεν είναι αμελητέο. Αλλά από τη στιγμή που η Ελλάδα βρίσκεται στη σημερινή κατάσταση, τίθεται το ερώτημα: οι δύσκολες πολιτικές αποφάσεις οι οποίες χρειάζονται σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής οφείλουν να λαμβάνονται με κριτήριο την επίτευξη ισορροπίας απέναντι σε ισχυρές ηγεσίες κοινωνικών ομάδων ή τις πραγματικές ανάγκες της χώρας με στόχο τη βελτίωση και την ανάκαμψη;
 
Πώς επηρέασε τις εξελίξεις η στάση της ΔΗΜΑΡ;
 
Πιστεύω ότι ο ρόλος της ΔΗΜΑΡ ήταν καθοριστικός. Πρόκειται άλλωστε για το μοναδικό κόμμα της κυβέρνησης το οποίο παρέμεινε συνεπές στις θέσεις του, το οποίο μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτές τις απόψεις είχε και πριν από τη ψήφιση του νόμου. Δεν ξέρω αν η ΔΗΜΑΡ επέβαλε τις θέσεις της, αλλά εν πάση περιπτώσει κατάφερε να κατατεθεί στη Βουλή ένα νομοθέτημα το οποίο συμβαδίζει με αυτές.
 
Θεωρείτε δικαιολογημένους τους υψηλούς τόνους της ανακοίνωσης Διαμαντοπούλου για το θέμα;
 
Δεδομένου ότι από τη μία πλευρά τα πανεπιστήμια αποτελούν τους κινητήριους μοχλούς ανάπτυξης μιας χώρας και από την άλλη πλευρά η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο σημείο το οποίο όλοι γνωρίζουμε, ο ενταφιασμός των όποιων αλλαγών επιχειρήθηκαν εύλογα ενοχλούν το διαμορφωτή ενός νομικού πλασίου το οποίο συμβαδίζει με τις διεθνείς εξελίξεις. Βεβαίως, έχουν διατυπωθεί και απόψεις περί εσωκομματικών προβλημάτων στο ΠΑΣΟΚ. Αυτά όμως είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
 
Ποιος ήταν ο ρόλος της στάσης Μπαμπινιώτη και γενικότερα της κυβέρνησης Παπαδήμου απέναντι στο νόμο – πλαίσιο;
 
Πιστεύω ότι η πολιτική της κυβέρνησης Παπαδήμου στην εκπαίδευση -μετά την ανάληψη του υπουργείου Παιδείας από τον κ. Μπαμπινιώτη- και στη συνέχεια της υπηρεσιακής κυβέρνησης κινήθηκαν στο πνεύμα και στην κατεύθυνση που επιζητούσαν οι διοικήσεις των πανεπιστημίων. Αυτό δεν είναι παράλογο, διότι ο κ. Μπαμπινιώτης είχε διατελέσει επί χρόνια πρύτανης πανεπιστημίου και έφερε κάποιες απόψεις. Δεν επιθυμώ να δαιμονοποιήσω τις απόψεις των πρυτάνεων. Κάποιοι από αυτούς πιστεύω ότι έχουν την ειλικρινή άποψη πως έτσι πρέπει να λειτουργήσουν τα πράγματα. Άλλοι ίσως έχουν και δεύτερες σκέψεις στο μυαλό τους (για την άσκηση εξουσίας κλπ). Όμως, το ερώτημα που τίθεται είναι τι πιστεύουν ότι είναι καλύτερο για την κοινωνία η επίσημη πολιτεία, το κράτος, η κυβέρνηση, τα κόμματα που την αποτελούν. Αρκούσε ο αρχηγός του κάθε κόμματος, πριν προχωρήσει στην υιοθέτηση των νομοθετικών ρυθμίσεων οι οποίες προωθούνται, να είχε σηκώσει το τηλέφωνο και να είχε ζητήσει τη γνώμη 2-3 ηγετών άλλων χωρών της ίδιας πολιτικής άποψης και σκέψης. Από τη συζήτηση η οποία διεξάγεται το τελευταίο διάστημα απουσιάζει παντελώς η αναφορά στη διεθνή εμπειρία, η οποιαδήποτε επιχειρηματολογία που να στηρίζεται σε στοιχεία. Ακούσατε οποιονδήποτε να αναφέρεται στα θέματα που απασχολούν τις χώρες της Ευρώπης όσον αφορά στα πανεπιστήμια;   Έγινε στις αρχές Ιουνίου μια συνάντηση ειδικών που οργάνωσε η Ενωση Ευρωπαικών πανεπιστημίων. Το θέμα που κυριάρχησε στην συνάντηση ήταν η χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εν μέσω μειώσεων στους προϋπολογισμούς των πανεπιστημίων την ώρα που αυξάνονται οι φοιτητές. Σκεφτείτε ότι στην Ισπανία πλέον το 25% του συνολικού προϋπολογισμού των πανεπιστημίων προέρχεται από δίδακτρα. Πέντε πανεπιστήμια της ίδιας χώρας αποφάσισαν να συνεργαστούν για να προσελκύσουν φοιτητές από το εξωτερικό. Εμείς δεν χρειάζεται –και δεν μπορούμε- να μιλήσουμε για δίδακτρα. Πόσα όμως ελληνικά πανεπιστήμια συνεργάζονται μεταξύ τους και πόσα προσελκύουν φοιτητές από το εξωτερικό; Το συμπέρασμα της συνάντησης ήταν ότι τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια χρειάζονται ριζικές αλλαγές και όχι προσαρμογές. Αν κάποιος από τους αναγνώστες θεωρεί ότι οι σημερινές τροποποιήσεις αποτελούν σοβαρές ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων μας, τότε μάλλον θα έχουμε διαφορετική άποψη.