Συνταγματάρχης ήταν ο πατέρας μου, Γιάννης Βάρσος, όταν αυτοκτόνησε το 1973 έχοντας αποταχθεί από τη χούντα. Στο βιβλίο «Θάνατοι στη χούντα  Δολοφονίες, Αντιδικτατορική δράση- ύποπτοι θάνατοι κατά την περίοδο 1967-1974» δεν έχουν καταγραφεί ούτε εξιχνιαστεί ακόμα όλοι. Πόσα «ατυχήματα» και «αυτοκτονίες» ήταν ουσιαστικά δολοφονίες. 50 χρόνια περίπου από το 1973 και, στην περίπτωση της οικογένειάς μου τουλάχιστον, δεν έχουμε θίξει δημόσια αυτό το θέμα. Και αυτό, όχι από φόβο ή από ολιγωρία, μα για να το προστατέψουμε, κατά κάποιο τρόπο – θα το εξηγήσω καλύτερα ίσως παρακάτω.

Ads

Σκέφτομαι τώρα: πως θα ξεδιαλύνεις τα αξεδιάλυτα; Ποια είναι αυτά τα αξεδιάλυτα; Το προσωπικό του καθένα  και το πως μέσα από αυτό το προσωπικό, αισθάνεσαι ένα συλλογικό αξεπέραστο.

Πιστεύω όμως ότι  σε τέτοιες περιπτώσεις, το προσωπικό -όσο ιδιωτικό κι αν φαίνεται- έχει κάτι που το κάνει κοινό, δημόσιο, συλλογικό. Γι’ αυτό παίρνω το θάρρος να θίξω αυτά τα πράγματα, αν και  ξέρω ότι μπορεί να μην εκπροσωπώ κανέναν, σχεδόν ούτε τον εαυτό μου. Αλλά από μια ορισμένη άποψη ξέρω,  ότι μπορεί και να εκπροσωπώ όλους μας. Ένα κομμάτι όλων μας, ένα κομμάτι του καθένα μας. Κι αυτό μου αρκεί. Ίσως λίγο παραπάνω γιατί η  γενιά μου, που ξεκινάει μέσα στη Χούντα, είναι μια γενιά σημαδεμένη από τους θανάτους αυτούς.

Αυτοί οι θάνατοι στη Χούντα, αν δεν είναι όλοι (οι περισσότεροι είναι) θάνατοι πολιτικής αντίστασης, είναι όλοι θάνατοι πολιτικοί. Κι έτσι, σαν θάνατοι πολιτικοί άνοιξαν τις προσωπικές μας ζωές, τις οικογενειακές μας ζωές, στην ένταση, στην ταραχή, στη βία, της πολιτικής μας ζωής και της ζωής γενικότερα. Και γίνανε συνάμα -πικρά θα έλεγα- δέσμες φωτός σ’ αυτή τη ζωή.

Ads

Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την πολιτική σκοτεινιά της χούντας από μιαν αίσθηση ηρωισμού. Θα τον υιοθετήσω τον όρο. Είναι, είναι παράδοξο ηρωικό… αλλόκοτο. Η δυσκολία με τη λέξη αυτή έχει την αξία της. Δεν έχει να κάνει με στρατιωτικο πολεμικές συγκρούσεις και αξίες και επίσημα θεσμοποιημένες παραδόσεις. Το αντίθετο. Συνδέεται με πολιτικές τοποθετήσεις.

Αυτό που ονομάζαμε «αντιχουντικός» και «αντιστασιακός», έχει τη σημασία του. Είναι σαν να διαπερνά πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις. Δεν τις αναιρεί. Τις διαπερνά όμως και θίγει, αγγίζει κάτι πιο στοιχειώδες, ένα ηρωικό αντίστασης. Αντίστασης στην κρατική βία, αντίστασης στο όνομα ενός σκέτου πάνδημου, ανθρώπινου.

Το γνωρίσαμε αυτό το παράδοξο ηρωικό, όχι σε πεδία μάχης όχι σε τελετές παρασημοφόρησης, ξεκινώντας με τον βρυχηθμό μιας ερπύστριας αξήγητο. Ξέροντας πως ο κόσμος έχει σαλέψει, μα μη ξέροντας μήτε πως μήτε γιατί -μιλώ για τη δική μας τη γενιά- μόνο με την ανάγκη να ανοίξει λίγο το στήθος και ν ανασάνουμε.

Όταν οι πατεράδες μας επειδή αντιστάθηκαν, δεν  αποστρατεύτηκαν από το στράτευμα  αλλά αποτάχθηκαν. Και τους συνέλαβαν με τις πιτζάμες οι ασφαλίτες και χάθηκαν τα ίχνη τους για εβδομάδες και τους έψαχναν οι μανάδες μας και μαθαίναμε ότι βασανίζονταν  στο ΕΑΤ ΕΣΑ και τους βλέπαμε μετά στο Αβέρωφ και στα ξενοδοχεία που είχαν μετατραπεί σε χώρους φυλάκισης και απομόνωσης. Και οι μανάδες μας πρόβαλαν κι αυτές τη δική τους ανυποχώρητη αντίσταση. Κι εμείς ακολουθούσαμε σε εξορίες και χωριά και κωμοπόλεις, όπου γνωρίζονταν μεταξύ τους οι συναγωνιστές κι οι σύντροφοι, κι εμείς μαζί τους εκεί στην εξορία, γνωρίζαμε βαθιά κι αξέχαστα, μαζί με τους υπόλοιπους εξόριστους και τις οικογένειες τους, τι θα πει πατρίδα, τι θα πει πολιτική και τι θα πει συντροφικότητα.

Ήμουν 16 – 17  και ο αδερφός μου 15. Θεοδωράκη εκεί ακούσαμε εμείς. Και το Χρονικό του Μαρκόπουλου και τον Σαββόπουλο, στη Σαμοθράκη το 1970.

Το γνωρίσαμε το ηρωικό με τους πατεράδες μας να γυρνούν σπίτι συντετριμμένοι και τις μανάδες ανήμπορες να βοηθήσουν, όταν μαθαίναμε τέλος ότι «αυτοκτόνησαν». Και όχι, δεν το διερευνήσαμε παραπέρα. Αν είχε ίσως δολοφονηθεί ο πατέρας μας όμως η μάνα μας πάντα είχε τις αμφιβολίες. Μιας και θα ήταν για μας σχεδόν το ίδιο. Ήταν θάνατος που προκλήθηκε από τη Χούντα σε κάποιον που έβαλε την αντίσταση πάνω από τη ζωή του.

Έτσι κι αλλιώς τέτοιοι θάνατοι είναι πάντα επιλογή σου. Είτε επιθυμητοί είτε αναπόφευκτοι. Και όχι, δεν κηλιδώθηκαν από την παλιά εικόνα της αυτοκτονίας. Το αντίθετο. Καθαγίασαν αυτή την εικόνα. Και δεν είναι η μόνη η περίπτωση του πατέρα μου.

Το γνωρίσαμε το ηρωικό, στις κηδείες τις σχεδόν παράνομες. Το ζήσαμε σε μια εκκλησία που με δυσκολία μας δέχθηκε και με κόσμο μαζεμένο πολύ. Εξόριστοι, φίλοι, συγγενείς…. Στις φίλες μας είχαμε παραγγείλει να έρθουν ντυμένες στα άσπρα. Και ήρθαν, και συνοδέψαμε το φέρετρο όχι κλαίγοντας, αλλά με τραγούδια και χειροκροτώντας.

Είναι στιγμές…. όπως αυτές οι κηδείες,  που φαίνεται ότι ένας τέτοιος θάνατος είναι πολιτικός. Είναι πρώτα πολιτική αντίσταση και μετά θάνατος. Και ότι σχεδόν δεν είναι θάνατος. Είναι κάτι σαν πέρασμα σε λιβάδι, όπου συμπαρασύρεσαι κι εσύ κι οι άλλοι γύρω σου, και πια δε ζείτε τη μια ή την άλλη προσωπική χαρά ή λύπη. Ζείτε κάτι όλοι μαζί και για όλους μαζί. Ζείτε μια ελευθερία για όλους ασύλληπτη και από τότε, σχεδόν ανεπανάληπτη.

Δεμένες παρέες πολιτικές και φιλικές που κράτησαν χρόνια. Δεμένες με φόντο τέτοιους θανάτους ορθωθήκαν οι μεγάλες στιγμές, με τη δική τους βεβαιότητα μιας άλλης ζωής. Μιλάω για τον Νοέμβρη του Πολυτεχνείου και το φοιτητικό κίνημα.

Εμείς τη ζήσαμε τη ζωή μας πάντως κάθε φορά ακουμπώντας κάθε χρόνο τρία  κόκκινα γαρύφαλλα στον τάφο του πατέρα μου. Η μάνα μου ο αδερφός μου κι εγώ.. Μετά ήρθαν και τα εγγόνια του πατέρα μου που ξέρουν ότι αυτό το ξεκίνημα δεν ξεπερνιέται.

Ο Ιάσωνας Χανδρινός στο δικό του βιβλίο για το Πολυτεχνείο παραθέτει ένα απόσπασμα του Κάφκα. Ύστερα από ένα σημείο, λέει περίπου, δεν υπάρχει επιστροφή και σε αυτό το σημείο πρέπει να φτάσεις. Έχω την εντύπωση ότι η δική μας η γενιά και σίγουρα πριν από τη δική μας άλλες πολλές στην Ελλάδα, από ένα τέτοιο σημείο ξεκίνησε. Κι έχει να λογαριαστεί με ένα τέτοιο ξεκίνημα, δίχως να ξέρει τελικά ούτε που έφτασε ούτε που θα φτάσει.

Σκέφτομαι πως για μας που μεγαλώσαμε, που ωριμάσαμε στις συνθήκες της Χούντας, αυτό που ζούσαμε, αυτό που συζητούσαμε με συμμαθητές και φίλους, δεν ήταν ένα πρόπλασμα για κάτι που εξελίχθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μια αρχή που έπρεπε ή έμενε να ωριμάσει. Ήταν κάτι σαν κόσμος ολάκερος, ακέραιος, αυτάρκης. Κόσμος που υπήρξε άπαξ δια παντός, δεν εξελίχθηκε και δεν έγινε τίποτα παρά πέρα από αυτό που υπήρξε. Και συνέχισε έτσι αυτάρκης να υπάρχει, σκοτεινός, κρυμμένος, περιορισμένος ίσως. Αλλά πάντα αυτάρκης. Παράλληλα με ότι τυχόν γινήκαμε ή δεν γινήκαμε. Αλλά παράλληλα,  μην αφήνοντάς μας σε ησυχία με ότι γινόμαστε ή ότι ξεγινόμαστε.

Οι νεκροί μας, είναι από εκείνους που δεν έβαλαν πάνω από όλα την όποια ιδέα μιας ομαλής συνέχειας της ζωής τους, ούτε μιας ομαλής οικογενειακής ή επαγγελματικής ζωής..

Είχαμε και έχουμε να λογαριαστούμε λοιπόν, με αυτό το κάτι που με δισταγμό ονομάζω το παράδοξο ηρωικό. Σε μια εποχή υποτιθέμενης ομαλότητας. Σημάδι δυσανάγνωστο -μα ευδιάκριτο και άσβηστο- να μετράει διαρκώς τα γύρω σου, μα πάνω απ’ όλα τον εαυτό σου. Να μη σε χωράει ο τόπος κι η στιγμή ή πουθενά να μη βολεύεσαι. Σε καμιά αξίωση της τρέχουσας ζωής,  να μη μπορείς να υποκλιθείς απολύτως. Καμιά αντίστοιχη ρητορική να μη μπορείς να πάρεις απολύτως στα σοβαρά. Πως να πάρεις απολύτως στα σοβαρά τα όρια των συμβατικών κανόνων, καθιερωμένων συνηθειών και βολικών αξιών, αφού κάτι τα διαπερνά όλα αυτά και κανείς δεν ξέρει τι σου φταίει ακριβώς! Εντάξει όχι ηρωικό; Αντιστασιακό. Όχι αντιστασιακό; Ας το πούμε αβόλετο, αποκοτιά, αγριάδα, αμηχανία.

Είναι πάντως σαν παιχνίδι χαμένο από χέρι. Και το ξέρεις ότι είναι χαμένο το παιχνίδι. Για να χάσεις το παίζεις. Γιατί σε ξεπερνά το παιχνίδι αυτό. Και αξίζει να το παίξεις κι ας χάσεις γιατί ξέρεις ότι είναι αδύνατο. Aυτή η αναπόδραστη δοκιμασία, η προκαθορισμένη ήττα, δίνει αξία σε ό,τι κάνεις κι ότι σκέφτεσαι.

Δεν τα πολεμάς, όχι. Την αξία της καθημερινής ζωής. Τις ανάγκες της τις γλυκές της… όχι δεν τα πολεμάς. Τους αρνείσαι όμως την απόλυτη εξουσία πάνω σου. Δεν μπορείς να μη βλέπεις τις ραγισματιές, τις ρήξεις στην επιφάνεια της τρέχουσας ζωής. Και φοβάσαι πάνω απ’ όλα αυτό που λέμε εξαργύρωση του ηρωικού. Εξαργύρωση σε νομίσματα, έκπτωση σε κοινές αξίες ή αναγνωρίσεις. Τι να την κάνεις την έγνοια αυτή;

Μπορείς να την κάνεις πολιτική στράτευση. Μπορεί και κάτι πιο απλό . Κάτι σχεδόν αδιόρατο στον τρόπο που διδάσκεις, χτίζεις σπίτια, μεγαλώνεις τα παιδιά σου…Στον τρόπο που μιλάς, γελάς, συγχρωτίζεσαι, συνδιαλέγεσαι και κοιτάς και χορεύεις. Κάτι να την κάνεις αυτή την έγνοια, φτάνει να ξεγίνεσαι διαρκώς, ό,τι κι αν έχεις γίνει. Φτάνει να έχεις φίλους και να τα συζητάς όλα αυτά. Και βιβλία σαν του Δημήτρη Βεριώνη να σε στηρίζουν απελευθερώνοντας, 50 χρόνια μετά, την πολυτιμότερη πνοή της ζωής μας.

Διαβάστε επίσης: Δημήτρης Βεριώνης / Αυτοί ήταν οι γνωστοί και άγνωστοι νεκροί της Χούντας

* Αποσπάσματα από την ομιλία του Γιώργου Βάρσου στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Βεριώνη Θάνατοι στη Χούντα, εκδόσεις Τόπος.

* Ο Γιώργος Βάρσος είναι καθηγητής Φιλοσοφικής σχολής ΕΚΠΑ