Η ετυμηγορία του δικαστηρίου που δίκασε τους υπευθύνους για την τραγωδία στο Μάτι εξόργισε την κοινή γνώμη. Καθώς, παρά τις εντυπωσιακά πολυετείς ονομαστικές ποινές με τις οποίες τιμωρήθηκαν οι υπεύθυνοι, κυρίως στελέχη της Πυροσβεστικής, τελικά αυτό που έμεινε είναι ότι δεν μπήκε στη φυλακή ούτε ένας από αυτούς. Αφού όλοι αφέθηκαν ελεύθεροι, εξαγοράζοντας τις ποινές.

Ads

Η πρόκληση του κοινού περί δικαίου αισθήματος από ένα φαινομενικά σκληρό, αλλά στην πράξη άδικο δικαστικό αποτέλεσμα, έφερε στη μνήμη όλων την άλλη μεγάλη τραγωδία που παραμένει χωρίς δικαίωση, αυτήν στα Τέμπη. Προκαλώντας εύλογους συνειρμούς και συγκρίσεις μεταξύ τους.

Η αλήθεια είναι ότι οι τραγωδίες στο Μάτι και στα Τέμπη χάραξαν με αίμα τη συλλογική μας μνήμη και στιγμάτισαν τη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Καθώς έγιναν διαχρονικά σύμβολα της ανασφάλειας που νιώθει ο πολίτης, αλλά και της ατιμωρησίας που επικρατεί σε μια χώρα, η οποία όπως εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε, δεν μπορεί να διασφαλίσει τα αυτονόητα.

Η κύρια ομοιότητα μεταξύ των δυο, όμως, εξαντλείται στο ότι πρόκειται για δυο πολύνεκρες τραγωδίες στις οποίες χάθηκαν εντελώς άδικα δεκάδες άνθρωποι. Οι οποίοι, κάτω από άλλες συνθήκες, θα μπορούσαν και έπρεπε να είχαν σωθεί.

Ads

Παρά, δηλαδή, το γεγονός ότι στη συνείδηση των περισσότερων οι δυο τραγωδίες είναι ταυτισμένες και άμεσα συγκρίσιμες, εντούτοις, οι ομοιότητες μεταξύ τους τελειώνουν στον χαρακτηρισμό τους ως πολύνεκρων τραγωδιών. Πέραν τούτου, ουδέν άλλο χαρακτηριστικό τους είναι κοινό.

Κι αυτό γιατί η τραγωδία στο Μάτι οφείλονταν σε μια ακραία φυσική καταστροφή, ενώ η τραγωδία στα Τέμπη σε ένα ακραίο σιδηροδρομικό δυστύχημα. Και οι διαφορές μεταξύ φυσικής καταστροφής και σιδηροδρομικού δυστυχήματος είναι μεγάλες και αιτιώδεις.

Κατ’ αρχήν η ακραία φυσική καταστροφή στο Μάτι οφείλονταν στις επίμονα υψηλές θερμοκρασίες και στους επίμονα ιαχυρούς ανέμους που έπλητταν εκείνη την εποχή την περιοχή στο πλαίσιο της εξελισσόμενης κλιματικής αλλαγής.

Και όπως είναι γνωστό τα ακραία φαινόμενα και οι φυσικές καταστροφές που προκαλούν δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτές καθ’ αυτές. Κανείς δεν μπορεί, δηλαδή, να περιορίσει τους καύσωνες και να μειώσει τις ξηρασίες που γίνονται αιτία για τις δασικές πυρκαγιές το καλοκαίρι. Όπως επίσης κανείς μπορεί να σταματήσει και τους ισχυρούς ανέμους που μεταφέρουν γρήγορα τις φωτιές σε μεγάλες αποστάσεις, κατακαίγοντας τα πάντα στο διάβα τους. Κάτι, που αντίστοιχα μπορεί να συμβεί στα σιδηροδρομικά δυστυχήματα, τα οποία όταν υπάρχουν οι κατάλληλες ασφαλιστικές δικλείδες, μπορούν να αποφευχθούν.

Παρόλα αυτά, στις φυσικές καταστροφές υπάρχουν δράσεις που μπορούν να αναληφθούν και που μπορούν να μειώσουν σημαντικά τις συνέπειες και επομένως και να ελαχιστοποιήσουν τα θύματά τους. Όπως:

1. Η προσαρμογή στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής, με την έγκαιρη προετοιμασία και τη λήψη κατάλληλων μέτρων προειδοποίησης, πρόβλεψης και περιορισμού των συνεπειών των ακραίων φαινομένων και

2. Η εκ των υστέρων αποτελεσματική πυροσβεστική επέμβαση για τον περιορισμό της έκτασης και των συνεπειών των δασικών πυρκαγιών

Αυτές οι δυο δυνατότητες, που όταν αναπτύσσονται αποτελεσματικά μειώνουν εντυπωσιακά τις συνέπειες και ελαχιστοποιούν τα θύματα των φυσικών καταστροφών, είναι και οι δύο βασικές συνθήκες που έκριναν τις κατηγορίες, τους ενόχους και τις ποινές που τελικά επιμετρήθηκαν για τον καθένα από αυτούς.

Με δυο λόγια παραπέμφθηκαν σε δίκη όλοι όσοι, είτε ανήκουν στο πολιτικό προσωπικό, όπως η τότε περιφερειάρχης Ρένα Δούρου και ο τότε δήμαρχος Ηλίας Ψινάκης, είτε αποτελούν τις επιχειρησιακές δυνάμεις καταστολής, όπως είναι τα στελέχη και οι υπεύθυνοι της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

Το δικαστήριο αθώωσε το πολιτικό προσωπικό και καταδίκασε με βαριές, πλην μόνο ονομαστικές ποινές, τα στελέχη και τους υπεύθυνους της Πυροσβεστικής.

Το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δηλαδή, στην προκειμένη δίκη, δεν προσβλήθηκε επειδή υπήρξε συγκάλυψη των ευθυνών, αλλά επειδή υπήρξε ατιμωρησία των υπευθύνων. Κανείς από τους οποίους τελικά δεν φυλακίστηκε.

Ουδείς μπορεί να ξεχάσει, άλλωστε, ότι οι βασικοί επιχειρησιακοί υπεύθυνοι για την τραγωδία στο Μάτι, παρά το γεγονός ότι είχαν ανταμειφθεί με προαγωγές από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ήταν τελικά ανάμεσα στους κατηγορούμενους και στους καταδικασθέντες στη σχετική δίκη.

Αν όμως το Μάτι ήταν μια ακραία φυσική καταστροφή, η τραγωδία στα Τέμπη ήταν ένα σπάνιο σιδηροδρομικό δυστύχημα. Και συγκεκριμένα ένα δυστύχημα μετωπικής σύγκρουσης σε διπλή, μάλιστα, σιδηροδρομική γραμμή.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι πριν το 2018, πριν ακόμη δηλαδή να αποκατασταθεί η διπλή γραμμή σε όλο το μήκος του σιδηροδρόμου στη χώρα μας, δεν συνέβη ποτέ παρόμοιο δυστύχημα.

Και αυτό γιατί πριν το 2019 υπήρχαν μια σειρά από ασφαλιστικές δικλείδες που εγγυόνταν, εκ του αποτελέσματος, την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών, ακόμη και σε μονή γραμμή. Και οι οποίες δικλείδες, μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από τον κ. Μητσοτάκη το 2019, ακυρώθηκαν ή και εγκαταλείφθηκαν όλες, μια προς μια.

Με πρώτη το σύστημα τηλεδιοίκησης, το οποίο λειτουργούσε για χρόνια πριν το 2019, εξασφαλίζοντας ενδοεπικοινωνία των συρμών με το σταθμαρχείο και το οποίο σταμάτησε να λειτουργεί το καλοκαίρι του 2019, μετά από πυρκαγιά, χωρίς να αποκατασταθεί έκτοτε ποτέ.

Δεύτερη δικλείδα ασφαλείας που έπαψε να λειτουργεί μετά το 2019 είναι το Κέντρο Ελέγχου Κυκλοφορίας στην Αθήνα, στην οδό Καρόλου. Το οποίο εκ των υστέρων ήλεγχε και διόρθωνε τυχόν ανθρώπινα λάθη των σταθμαρχών και

Τρίτη ασφαλιστική δικλείδα που αφαιρέθηκε μετά το 2019, ήταν η καλή στελέχωση των σταθμαρχείων με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό. Μια συνθήκη που καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε επί κυβέρνησης Μητσοτάκη από έναν και μόνο σταθμάρχη και αυτόν διορισμένο αναξιοκρατικά, χωρίς να πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις ηλικίας, εκπαίδευσης και προϋπηρεσίας.

Αν μια από αυτές τις τρεις ασφαλιστικές δικλείδες λειτουργούσε το 2023, το δυστύχημα της μετωπικής σύγκρουσης σε διπλή σιδηροδρομική γραμμή θα είχε με βεβαιότητα αποφευχθεί.

Η μεγάλη διαφορά, συνεπώς, μεταξύ μιας ακραίας φυσικής καταστροφής και ενός ακραίου σιδηροδρομικού δυστυχήματος είναι ουσιώδης και απόλυτα διακριτή.

Καθώς το σιδηροδρομικό δυστύχημα, σε αντίθεση με τη φυσική καταστροφή, μπορεί να αποτραπεί και να αποφευχθεί. Αρκεί να υπάρχουν οι κατάλληλες ασφαλιστικές δικλείδες. Οι οποίες όταν δεν υπάρχουν είτε από αμέλεια, είτε από άγνοια είτε και από αδιαφορία, μιλάμε πλέον για έγκλημα.

Στην τραγωδία των Τεμπών, λοιπόν, οι ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Μεταφορών και των υπευθύνων του ΟΣΕ είναι πολύ σαφείς και πολύ συγκεκριμένες. Και αυτές οι ευθύνες όχι μόνο δεν έχουν ακόμη αποδοθεί, αλλά έχει γίνει και εργώδης προσπάθεια να συγκαλυφθούν.

Με κορυφαίες πράξεις της επιχείρησης συγκάλυψης:

Την παραποίηση των ηχογραφημένων ντοκουμέντων των συνομιλιών σταθμάρχη – μηχανοδηγού, με σκοπό την ενοχοποίηση του σταθμάρχη.

Το μπάζωμα του τόπου του δυστυχήματος από την πρώτη στιγμή, ώστε να χαθούν οι μαρτυρίες που θα οδηγούσαν στην αποκάλυψη των πραγματικών συνθηκών που έγινε η σύγκρουση, αλλά και η έκρηξη που την ακολούθησε και που έγινε αιτία για τους περισσότερους θανάτους. Και τέλος

Την προσπάθεια χειραγώγησης τους ανακριτικού αποτελέσματος και της δικαστικής ετυμηγορίας, με την απόδοση από τον ίδιον τον πρωθυπουργό, ως μη όφειλε, σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, των αιτίων του δυστυχήματος σε ανθρώπινο λάθος. Και μάλιστα αυτό από την πρώτη ακόμη στιγμή, πριν υπάρξει ακόμη οποιαδήποτε έρευνα. Και παρά το γεγονός ότι αυτός στον οποίον ο πρωθυπουργός έριξε το ανάθεμα ήταν διορισμένος με κομματικά κριτήρια από την δική του κυβέρνηση.

Αποτέλεσμα της επιχείρησης συγκάλυψης των ευθυνών είναι ότι ο,τιδήποτε γνωρίζουμε σήμερα για το δυστύχημα δεν είναι αποτέλεσμα τακτικών ερευνών και ανακρίσεων, αλλά αποτέλεσμα των προσπαθειών των συγγενών των θυμάτων.

Η μεγάλη και αιτιώδης διαφορά, λοιπόν, μεταξύ των δυο μεγάλων πολύνεκρων τραγωδιών είναι ότι στο μεν Μάτι δεν υπήρξε καμία προσπάθεια συγκάλυψης ούτε των ενόχων, ούτε και των ευθυνών. Υπήρξε, όμως ατιμωρησία όσων καταδικάστηκαν και αυτό είναι που απογοήτευσε την κοινή γνώμη.

Και επιπλέον, στην περίπτωση της δίκης για το Μάτι υπάρχει και κορυφαία υποκρισία από πλευράς κυβέρνησης και συγκεκριμένα του υπεύθυνου υπουργού Δικαιοσύνης. Ο οποίος, αν και είναι αυτός που άλλαξε πρόσφατα τη νομοθεσία προκειμένου να μπορούν να εξαγοράζουν τις μεγάλες ποινές οι καταδικασθέντες και να μην φυλακίζονται, έριξε την ευθύνη για την ατιμωρησία στην… προ πενταετίας κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Αντίθετα με την ατιμωρησία στο Μάτι, στην τραγωδία των Τεμπών υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει σε εξέλιξη προσπάθεια συγκάλυψης ευθυνών και ενόχων εκ μέρους της κυβέρνησης.

Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Μεταφορών, η οποία παρά το γεγονός ότι είχε επανειλημμένα ειδοποιηθεί αρμοδίως για τα κενά στην ασφάλεια δεν έπραξε ποτέ το καθήκον της, δεν έχει ακόμη κατηγορηθεί και δεν έχει παραπεμφθεί σε δίκη, κρυπτόμενη πίσω από την υπουργική ασυλία.

Η διαφορά των δυο τραγωδιών λοιπόν είναι ότι στο μεν Μάτι οδηγήθηκαν στο δικαστήριο όλοι οι ενδεχόμενοι ένοχοι, από τους οποίους όμως δεν τιμωρήθηκε, τελικά, επί της ουσίας κανείς.

Ενώ στο έγκλημα των Τεμπών υπάρχει συστηματική επιχείρηση συγκάλυψης των ευθυνών. Οι πραγματικές ευθύνες δεν έχουν ακόμη αποδοθεί και οι ένοχοι δεν έχουν παραπεμφθεί καν σε δίκη. Και επιπλέον, οι υπεύθυνοι για την τραγωδία έχουν επανεκλεγεί στις πρόσφατες εκλογές και μάλιστα καταχειροκροτούνται από τους συναδέλφους τους κυβερνητικούς βουλευτές όποτε παίρνουν το λόγο στη Βουλή για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους…