Τα τελευταία πέντε τουλάχιστον χρόνια ζούμε επανειλημμένως σκηνές από το θέατρο του παραλόγου. Η ελληνική κοινωνία έχει έρθει αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία τόσο του κράτους όσο και του τραπεζικού συστήματος.

Ads

Η λύση που επιλέχθηκε ήταν σε περίοδο ύφεσης και παγκόσμιας κρίσης να υιοθετηθούν μέτρα λιτότητας και υποανάπτυξης. Ταυτόχρονα η χώρα αλυσοδέθηκε με ένα τεράστιο, μη εξυπηρετήσιμο χρέος και το τραπεζικό σύστημα κάθε άλλο παρά ανέκαμψε.

Τα μέτρα που προτάθηκαν να ψηφιστούν στο τελευταίο δημοψήφισμα δεν ανταποκρινόντουσαν στα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για το ξεπέρασμα της κρίσης. Πρώτον, δεν διευθετούσαν με βιώσιμο τρόπο το πρόβλημα χρέους του κράτους. Δεύτερον, διατηρούσαν την εφαρμογή της ίδιας υφεσιακής λογικής των προηγούμενων μνημονίων. Τρίτον και σημαντικότερων βάθαιναν την υποανάπτυξη της χώρας.

Δεν πρέπει να συνδέουμε τη θρυλούμενη μεγέθυνση του Α.Ε.Π. με την ανάπτυξη. Στα τέλη του 2014 ακούγαμε ότι η Ελλάδα έμπαινε σε τροχιά ανάπτυξης. Ακόμη και αν ο ρυθμός μεγέθυνσης του Α.Ε.Π. έτεινε να γίνει θετικός, αυτό κάθε άλλο παρά συνιστά ανάπτυξη. Μπορεί το Α.Ε.Π. να αποτελεί ένα συστατικό της ανάπτυξης, η τελευταία συνίσταται όμως και από άλλους παράγοντες όπως το ποσοστό φτώχειας, οι δείκτες υγείας του πληθυσμού, η κατανομή του εισοδήματος κ.α.. Όλοι οι άλλοι οι δείκτες ανάπτυξης, πλην του Α.Ε.Π., εξακολουθούσαν να χειροτερεύουν. Αυτό θα εξακολουθούσε να συμβαίνει δίχως άλλο με τα προτεινόμενα μέτρα.

Ads

Τα νέα μέτρα που προτείνει η ελληνική πλευρά, καίτοι παρόμοια με αυτά του δημοψηφίσματος επιχειρούν να εισάγουν τρεις διαφοροποιήσεις. Πρώτον, επεκτείνουν τον χρονικό ορίζοντα εφαρμογής τους. Δεύτερον, προσπαθούν να ρίξουν μεγαλύτερο βάρος στους έχοντες. Τρίτον, προσπαθούν να εξαρτήσουν πρόσθετη χρηματοδότηση για τη διευθέτηση του χρέους.

Η αντιπολίτευση και δη τα μνημονιακά κόμματα ισχυρίζονται ότι ο λαός και άρα η κυβέρνηση έπρεπε να δεχτούν τα προηγούμενα μέτρα. Επίσης, ισχυρίζονται ότι για το σημερινό οικονομικό και διαφαινόμενο κοινωνικό αδιέξοδο φταίει η κυβέρνηση. Οι τελευταίες εξελίξεις από το Eurogroup του Σαββάτου τους διαψεύδουν. Σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης η γερμανική πλευρά φέρεται να θεωρεί ότι τα μέτρα που προτείνει η ελληνική πλευρά και ομοιάζουν με τα μέτρα που μας προτάθηκαν πριν το δημοψήφισμα είναι επαρκή μόνο για τη λήξη του προηγούμενου προγράμματος.

Με δεδομένο όμως ότι ακόμη και αν το προηγούμενο πρόγραμμα έληγε ως είχε δρομολογηθεί, το πρόβλημα χρέους θα παρέμενε και άρα το κράτος θα έπρεπε να επαιτούσε ένα νέο πακέτο στήριξης και προφανώς νέα αντικοινωνικά μέτρα, ακόμη και αν επικεφαλής αυτού του κράτους ήταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Επομένως, ο φαύλος κύκλος της επαιτείας, του πρόσθετου δανεισμού και των νέων καταστροφικών μέτρων θα συνεχιζόταν χωρίς να υπάρχει διαφαινόμενο τέλος, εξωθώντας τη χώρα σε περισσότερη καταστροφή και σε νέου τύπου κατοχή. Άρα, ο λαός καλώς είπε Όχι.

Τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα (μεταξύ άλλων). Για εμένα η κυβέρνηση δεν πρέπει να δεχτεί επιπλέον μέτρα, από αυτά που προτείνει. Δέχομαι τα μέτρα αυτά καθώς έχουν την έγκριση της μεγάλης πλειοψηφίας του κοινοβουλίου, αλλά μέχρι εκεί. Αν συμβεί όμως αυτό, τότε φαίνεται ότι θα προκύψει αδιέξοδο και μη συμφωνία. Τι πρέπει από εκεί και πέρα να γίνει;

Πρώτον, πρέπει το κράτος να κρατικοποιήσει και να θέσει κάτω από την ομπρέλα του τις τράπεζες. Στην αρχή του κειμένου αναφέρθηκε ότι το τραπεζικό σύστημα χρεοκόπησε. Με αυτό εννοώ ότι το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του όπως αυτές προκύπτουν από τα στοιχεία του παθητικού του (π.χ. καταθέσεις ιδιωτών και επιχειρήσεων) και δεν μπορεί να χορηγήσει την απαιτούμενη χρηματοδότηση και πίστη στην οικονομία ώστε αυτή να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί. Οι αιτίες για αυτό είναι πολλές. Υπεύθυνος όμως θεωρώ ότι είναι ο εποπτεύων φορέας, ο οποίος δεν απέτρεψε όταν και όπως έπρεπε την τωρινή αδυναμία των τραπεζών να παίξουν το ρόλο τους στην οικονομία. Εποπτεύων φορέας είναι η Τράπεζα της Ελλάδος και περαιτέρω η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.).

Μία από τις κύριες λειτουργίες αυτών των θεσμών είναι η εποπτεία των εμπορικών τραπεζών ώστε αυτές να μην καταλήξουν στο σημείο που είναι σήμερα. Άρα, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ε.Κ.Τ. απέτυχαν. Μία άλλη λειτουργία, σύμφωνα πάντα με τη θεωρία, των δύο προηγούμενων θεσμών είναι η εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας στην οικονομία ώστε να λειτουργεί και να αναπτύσσεται. Απέτυχαν και σε αυτό. Έτσι, μου φαίνεται παράξενο ο υπεύθυνος να επιτείνει την ανικανότητα του τραπεζικού συστήματος και να στραγγίζει από ρευστότητα την οικονομία. Θεωρώ, λόγω αυτού του παράδοξου ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί για μεγάλο διάστημα. Παρόλα αυτά η αποτυχία της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ε.Κ.Τ. πρέπει να σημάνει την αποπομπή τους από την ελληνική οικονομία, όπως η αποτυχία μιας επιχείρησης σημαίνει τον εξοβελισμό της από την αγορά. Έτσι, καταλήγουμε στην κρατικοποίηση των τραπεζών και συνακόλουθα στην ίδρυση ενός αμιγώς κρατικού φορέα ο οποίος θα τις εποπτεύει.

Ταυτόχρονα αυτός ο φορέας θα είναι υπεύθυνος και για την έκδοση νέου χρήματος. Προτείνω η Ελλάδα προσωρινά να παραμείνει στο Ευρώ, αλλά σε όλες τις εσωτερικές συναλλαγές να χρησιμοποιείται το νέο νόμισμα, με το οποίο η οικονομία θα εφοδιαστεί από το κράτος (π.χ. δραχμή). Εάν τελικά η Ελλάδα αποχωρήσει από το Ευρώ και αυτό θα πρέπει να είναι μόνιμο και όχι για πέντε χρόνια, τότε το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης θα μείνει στον έλεγχο του κράτους. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ε.Κ.Τ. έχουν συμφέρον και επιθυμούν την παραμονή της Ελλάδας, τότε πρέπει να προσφέρουν μία βιώσιμη, αξιοπρεπή και ανθρώπινη λύση.  Αν δεν το κάνουν τότε η ελληνική κοινωνία πρέπει να τις εξοβελίσει μόνιμα.

Το δεύτερο που πρέπει να γίνει είναι η άμεση διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου με όλους τους νόμιμους τρόπους και όλα τα μέσα και προς όλες τις κατευθύνσεις. Από τη δεκαετία του 1950 η Ελλάδα προσπαθώντας να ενταχθεί σε μια κοινή ευρωπαϊκή πορεία δεν διεκδίκησε αυτά που δικαιούνταν από τη γερμανική θηριωδία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η διεκδίκηση όμως είναι πρώτα από όλα ζήτημα ηθικό και όπως λέει ο Γερμανός υπουργός οικονομικών θέμα αξιοπιστίας. Κανένα κράτος δεν μπορεί να εισβάλει, να κατέχει, να καταστρέφει, και να φυτεύει το σπόρο του εμφύλιου σπαραγμού σε μία άλλη χώρα, χωρίς να έχει συνέπειες. Πρέπει λοιπόν να διεκδικήσουμε ώστε να αξιολογηθούν και να τιμολογηθούν οι εν λόγω καταστροφές, ώστε σε όλους να κατασταθεί σαφές, ότι πέρα από τον κατακτημένο, και ο κατακτητής πρέπει να υφίσταται αυτά που ο ίδιος άδικα και αναίτια προκάλεσε. Από εκεί και έπειτα ο χρόνος και ο τρόπος της αξίωσης των επανορθώσεων είναι άλλο ζήτημα. Στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικογένειας και αλληλεγγύης θεωρούσα ότι ίσως θα μπορούσαν να μην είχαν αξιωθεί, ακόμη και αν είχαν προσδιοριστεί και επιδικαστεί.

Όμως, επειδή ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος αχάριστου, σήμερα, βιώνουμε μία κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από καταστροφή της κοινωνικής δομής, της παραγωγικής μας βάσης, επιδιωκόμενη κατοχή των πλουτοπαραγωγικών μας πόρων, σημάδια εγχώριου σπαραγμού, όπως και τότε επί γερμανικής κατοχής. Και όλα αυτά με κύριο εμπνευστή και καθοδηγητή τη σημερινή ηγεμονεύουσα δύναμη της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή τη Γερμανία. Έτσι, είναι πιο επίκαιρο από ποτέ να διεκδικήσουμε τις γερμανικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, έτσι ώστε ο οποιοσδήποτε και δη ο σημερινός ηγεμόνας της Ευρώπης να γνωρίζει ότι δεν μπορεί να καταστρέφει επανειλημμένα χωρίς τιμωρία.

Περαιτέρω, η επιδιωκόμενη αξίωση πρέπει να τιτλοποιηθεί και να πωληθεί. Κατά καιρούς ελευθερώνονται στα μέσα ενημέρωσης αναφορές σχετικά με το ύψος των γερμανικών επανορθώσεων. Χρέος της Ελλάδας είναι να διεκδικήσει το μέγιστο. Στη συνέχεια να πωλήσει αυτές τις απαιτήσεις σε τρίτους, ώστε το δίκαιο αίτημα της διεκδίκησης να γίνει αίτημα και τρίτων μερών. Φυσικά, η πώληση, πριν την επιδίκαση μέρους ή όλων των διεκδικήσεων θα αποφέρει σαφώς μικρότερο ποσό από τη διεκδικούμενη απαίτηση. Παρόλα αυτά, από τη μια θα έχουμε ένα άμεσο έσοδο για την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης ή/και την ανακούφιση του πληθυσμού από τις μνημονιακές πολιτικές και την έλλειψη ρευστότητας. Από την άλλη όμως, συνέταιροι στη διεκδίκηση θα κατασταθούν και οι αγοραστές. Φανταστείτε τη Ρωσία ή την Κίνα να κατέχουν τέτοιες απαιτήσεις έναντι της Γερμανίας. Επιπροσθέτως, αυτή η κίνηση θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, ώστε και άλλες πληγείσες χώρες του παρελθόντος αλλά και του παρόντος από τις γερμανικές πολιτικές, όπως π.χ. η Ρωσία, να προσφύγουν σε παρόμοιες ενέργειες. Η ηθική νομιμοποίησή μας προέρχεται από τις καταστροφές και τα δεινά του παρελθόντος και από την ανάγκη αποτροπής νέων καταστροφών και δεινών που ο ίδιος υπαίτιος θέλει να μας επιβάλλει.

Το τρίτο που πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να κάνει είναι να στραφεί και να διεκδικήσει αποζημιώσεις από οποιαδήποτε ξένη εταιρεία δεν σεβάστηκε τον ελεύθερο ανταγωνισμό, τα χρηστά ήθη και τις αξιοπρεπείς επιχειρηματικές πρακτικές. Περαιτέρω θα πρέπει να προσφύγει σε όλα τα διεθνή φόρα και να διαπομπεύσει με όλα τα μέσα τις εταιρείες που ασκούν ή άσκησαν αυτές τις πρακτικές αλλά και τα κράτη εντός της Ευρωζώνης από  όπου προέρχονται και τις προστατεύουν. Συχνά γίνεται αναφορά στον τύπο για περιπτώσεις διαφθοράς πολιτικών από εταιρείες ώστε οι τελευταίες να προτιμηθούν σε κρατικούς διαγωνισμούς. Ακόμη, γίνονται αναφορές για εκβιαστική παραλαβή από μέρους μας προϊόντων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές (π.χ. υποβρύχια που γέρνουν).

Επίσης, γίνονται αναφορές για εταιρείες οι οποίες δεν πληρώνουν τους φόρους ή τις εισφορές τους, ακόμη και μετά από σχετικές δικαστικές αποφάσεις και χρωστάνε δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση έχει χρέος να ξεδιαλύνει όλες αυτές τις υποθέσεις και άμεσα να τις καταστήσει διεθνείς. Αυτό θα αποτελέσει πλήγμα στο γόητρο των εταιρειών αυτών, οι οποίες δραστηριοποιούνται παγκόσμια αλλά και στο γόητρο των βιομηχανιών των κρατών από τις οποίες οι εταιρείες αυτές προέρχονται. Όταν οι υπουργοί οικονομικών μας κουνάν το δάκτυλο για αναξιοπιστία και έλλειψη συνέπειας τότε πρέπει και εμείς να τους απαντήσουμε με τον μόνο τρόπο που καταλαβαίνουν, δηλαδή, με πλήγμα στα συμφέροντά τους.

Από το 2010 και έπειτα, πολλές φορές έχουμε προειδοποιηθεί ότι είμαστε τα πρώτα θύματα ενός νέου παγκόσμιου οικονομικού πολέμου. Δεν είμαι νομικός και ούτε έχω ασχοληθεί εμπειρικά με τα ζητήματα που αναφέρονται παραπάνω. Ως πολίτης όμως καταθέτω τη θέση μου. Στον πόλεμο πρέπει να γρηγορούμε και να εφαρμόζουμε οποιαδήποτε πρακτική προκαλεί άμεσο και ανεπανόρθωτο πλήγμα στον αντίπαλο, πριν μας πλήξει με τον ίδιο τρόπο εκείνος πρώτος. Δυστυχώς, μέχρι τώρα έχουμε υποστεί πληγές οι οποίες συνεχώς βαθαίνουν. Δεν είμαι από εκείνους που επιδιώκουν τη σύγκρουση, κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει. Επιθυμώ τη συνεννόηση και τη συνδιαλλαγή. Επιθυμώ να πρυτανεύσει η λογική, η σύνεση και ο ανθρωπισμός. Όμως, η λογική και ο ανθρωπισμός έχουν εγκαταλειφθεί από την άλλη πλευρά προ πολλού.

Πολλές από τις ενέργειες που υπογράψαμε και εφαρμόσαμε τα προηγούμενα χρόνια αντίκειται ακόμη και στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Πολλά από αυτά που μας ζητούν να υπογράψουμε συνεχίζουν να τα καταστρατηγούν. Δεν θεωρώ ότι η έξοδος από το Ευρώ είναι η πρώτη μας επιλογή. Η επιστροφή στο δικό μας νόμισμα απαιτεί εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό, με προτεραιότητα στις ανάγκες των πιο αδύναμων, οι οποίοι θα γίνουν η μεγάλη πλειοψηφία, στην παραγωγική βάση και την ανάπτυξη και όχι στα συμφέροντα. Τέτοιο σχεδιασμό τα τελευταία σαράντα χρόνια δεν μου φαίνεται ότι είχαμε. Γιατί να έχουμε τώρα; Επίσης, απαιτεί υπομονή και επιμονή, ομόνοια, συνοχή, αλληλεγγύη. Αλλά νομίζω ότι ακόμη μια φορά έχει σπαρθεί ο σπόρος της διχόνοιας και του εγωισμού αναμεταξύ μας. Δεν είμαι αισιόδοξος για αξιοπρεπή λύση και θετική έκβαση. Η επιτυχία μπορεί να έρθει μόνο αν αντιδράσουμε, σχεδιάσουμε εφαρμόσουμε στρατηγικά, με βάθος, όραμα, ελπίδα για μια ανθρώπινη και δημιουργική Ελλάδα, όπως της αρμόζει. Ζητούμενο είναι αν μια τέτοια Ελλάδα τη θέλουμε ή μας αξίζει