Στο περιθώριο της συνόδου της Πράγας, η οποία έληξε την περασμένη εβδομάδα με τη συμφωνία Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας να μειώσουν το στρατηγικό πυρηνικό τους οπλοστάσιο, η στάση του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα δημιούργησε πρόβλημα. Δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, αντιθέτως είδαμε ότι προοδευτικά ο κ. Ομπάμα καταφέρνει να επιβάλει το νέο του δόγμα, το οποίο τείνει όσο το δυνατόν περισσότερο στον περιορισμό του επιτρεπτού πεδίου χρήσης πυρηνικών όπλων.

Ads

Του Jean – Marie Colombani, για το Βήμα της Κυριακής, της 18ης Απριλίου του 2010

Αφ΄ εαυτής, ακόμη και αν είναι περιορισμένη, ακόμη και αν είναι περισσότερο ζήτημα εντυπώσεων παρά ουσίας, διότι επιτρέπει στη Μόσχα να διατηρεί την ισχύ της, αυτή η συμφωνία αποτελεί θετική εξέλιξη, μεταξύ άλλων και για την Ευρώπη. Ο τομέας όπου τα πράγματα εκτιμάται ότι πηγαίνουν λιγότερο καλά είναι σε επίπεδο συμβολισμού, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση ήταν βαρύς σε νοήματα.

Πράγματι, φθάνοντας στην Πράγα ο κ. Ομπάμα αντιλήφθηκε ότι έπρεπε, παρ΄ όλα αυτά, να τιμήσει τους Τσέχους. Ετσι συγκέντρωσε γύρω από τον ίδιο, τον ρώσο πρόεδρο Ντμίτρι Μεντβέντεφ και τον τσέχο πρόεδρο Βάτσλαβ Κλάους τις άλλες ευρω παϊκές χώρες. Ως εδώ καλά. Οχι όμως όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μόνο εκείνες που άλλοτε αποτελούσαν κομμάτι της Ανατολικής Ευρώπης!

Ads

Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Από τη μία ο αμερικανός αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν διαβεβαιώνει ότι με την υπογραφή αυτής της συμφωνίας η Ρωσία αφήνει οριστικά πίσω της μια «ψυχροπολεμική» στάση. Από την άλλη, όμως, ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα αναβιώνει εντός του εσωτερικού της Ευρώπης μια διαχωριστική γραμμή και συγκεντρώνει κάτω από την προστατευτική του φτερούγα τις ευρωπαϊκές χώρες που παλαιότερα υπάγονταν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας ξεχνώντας ότι υπάρχει μια Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεν θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε καλύτερα την αμέλεια και την απουσία της ΕΕ από μεγάλα γεωστρατηγικά θέατρα.

Πέρα όμως από την ισχύ που αποκτά αυτή η συμβολική απουσία, οφείλουμε να κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατά πρόσωπο. Βεβαίως, αυτή η απουσία είναι αποτέλεσμα της σχετικής αδιαφορίας που επιδεικνύει ο αμερικανός πρόεδρος όσον αφορά αυτό που αποκαλούσαν άλλοτε στην Ουάσιγκτον «παλιά Ευρώπη». Είναι όμως βέβαιον ότι αποτελεί ταυτόχρονα και καρπό των δικών μας ανεπαρκειών και πρώτα από όλα της ρήξης της γαλλογερμανικής σύζευξης. Φυσικά τα φαινόμενα δείχνουν ευχάριστα. Παρά τις αξιέπαινες προσπάθειες, γίνεται όλο και πιο εμφανής μια πραγματικότητα που αρνούμαστε να παραδεχθούμε. Ολα μοιάζει να γίνονται σαν η Γαλλία και η Γερμανία να έχουν εισέλθει σε μια διαδικασία απόκλισης απόψεων η οποία εμφανίστηκε στην αντιμετώπιση του ζητήματος παροχής οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα και η οποία μακροπρόθεσμα ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ΕΕ καθώς μας εισάγει σε μια περίοδο αναμφίβολα επικίνδυνων ζυμώσεων. Δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ότι η Γερμανία δεν θεωρείται πλέον μία από τις κινητήριες δυνάμεις της Ενωσης και ότι πάνω από όλα προσπαθεί να ικανοποιήσει τα συμφέροντά της.

Το νέο δόγμα της Γερμανίας συμπυκνώνεται στα λεγόμενα ενός γερμανού αναλυτή στη «Ηerald Τribune»: «Η Ευρώπη είναι πολύ πιο μεγάλη και πολύ πιο φτωχή από ό,τι θα επιθυμούσαμε και πρώτα από όλα οφείλουμε να ανησυχούμε για τη χώρα μας». Αναμφίβολα εδώ είναι που έγκειται το πλέον ανησυχητικό στοιχείο. Διότι, αν το εξετάσουμε ενδελεχώς, σε επίπεδο Ευρώπης αυτό το δόγμα είναι κατά βάθος εκείνο που αναπτύσσει για παράδειγμα η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία. Η πλούσια Γερμανία δεν θέλει να πληρώσει για τη φτωχή Ελλάδα, όπως αρνούνται να πληρώσουν οι πάμπλουτες επαρχίες της Λομβαρδίας και της Βενετίας για τη φτωχή Καλαβρία ή τη Σικελία του ιταλικού Νότου.

Σε αυτή την αντίληψη υπάρχουν ίχνη της προέλασης μιας πραγματικά λαϊκίστικης νοοτροπίας η οποία εκδηλώνεται σε καθεμιά από τις χώρες μας (δείτε τα καταστροφικά αποτελέσματα των εκλογών στην Ουγγαρία). Αν λοιπόν θέλουμε να αποφύγουμε τα χειρότερα, δηλαδή να επεκταθεί αυτή η ρήξη, θα χρειαστεί να «εφεύρουμε» έναν νέο ορίζοντα για την Ευρώπη αλλά επίσης- και μάλιστα άμεσα- να προφυλάξουμε τους πλέον πιεσμένους και να προσπαθήσουμε να στηρίξουμε εντός της Γερμανίας εκείνες και εκείνους που, από τον Αντενάουερ ως τον Κολ, περνώντας από τον Χέλμουτ Σμιντ και τον Βίλι Μπραντ, υπερασπίζονταν πάντοτε οι Γερμανοί. Αυτή η φλόγα μεταφέρθηκε στη Γερμανία από τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εκείνον που είχε προωθήσει την ιδέα ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου.

Ηταν συνεπώς ιδιαιτέρως άστοχο από πλευράς της Γαλλίας να απομακρύνει τόσο γρήγορα από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων αυτή την πρόταση. Κυρίως όμως, την ώρα που η Γερμανία υπαινίσσεται ότι αρκετά έχει πληρώσει για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα έπρεπε να της υπενθυμίσουμε ότι όλες οι άλλες χώρες της ΕΕ, που τότε δεν περιελάμβανε παρά 15 κράτη-μέλη, πλήρωσαν το αντίτιμο που τους αντιστοιχούσε για την Ενωση και κυρίως ότι η γερμανική ευημερία ίσως οφείλει περισσότερα στην ανάπτυξη της Ευρώπης από ό,τι οφείλει στην ασιατική αγορά.

Ο κ. Jean – Marie Colombani είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».