Όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα, στις τελευταίες πανελλήνιες εξετάσεις για τα Ανώτατα και τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, οι βάσεις για την επιτυχία των διαγωνισθέντων έπεσαν τόσο χαμηλά, που στην ουσία πολλοί υποψήφιοι θα έμπαιναν ακόμα κι αν έδιναν λευκή κόλλα.

Ads

Του Δ. Σαραντάκου στο sarantakos.wordpress.com

Το αυτονόητο συμπέρασμα, που βγαίνει από την απροσδόκητη αυτή εξέλιξη, είναι πως οι εξετάσεις για τα ΑΕΙ και ΤΕΙ είναι περιττές και πως πρέπει επιτέλους και η Ελλάδα να εναρμονιστεί στον τομέα αυτόν με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου ο απόφοιτος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης απλώς εγγράφεται στη σχολή που επιθυμεί.

Βλέπετε, οι «κουτόφραγκοι» δεν ταλαιπωρούν τους εφήβους με την υποχρέωση να πηγαίνουν πολλούς μήνες σε φροντιστήρια (θεσμό αποκλειστικά ελληνικό), να σπαταλούν χιλιάδες ώρες και να υποβάλλουν στους γονείς τους δυσβάστακτα έξοδα για τα δίδακτρα.

Στις χώρες των «κουτόφραγκων»
όλες οι τριτοβάθμιες σχολές, είτε ΑΕΙ είτε ΤΕΙ είτε Κολλέγια λέγονται, διαθέτουν ένα προκαταρκτικό έτος, από το οποίο περνούν όλοι οι εγγραφόμενοι και κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους σ’ αυτή την προκαταρκτική βαθμίδα διαπιστώνεται αν είναι ικανοί και κατάλληλοι να συνεχίσουν τη φοίτηση στη σχολή που διάλεξαν, αλλά και αν η επιστήμη ή η ειδικότητα που διάλεξαν να σπουδάσουν είναι αυτή που πραγματικά ήθελαν.

Ads

Αυτό συνέβαινε και στην Ελλάδα, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ού αιώνα και ως την αρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γενιά του πατέρα μου, αλλά και πολλών νεώτερων θείων μου, δεν είχε πρόβλημα να γραφτεί σε όποια σχολή του Πανεπιστημίου, του Πολυτεχνείου, της Ανωτάτης Γεωπονικής ή της Ανωτάτης Εμπορικής επιθυμούσαν. Υπήρχε φυσικά το πρόβλημα των υψηλών διδάκτρων και γι’ αυτό κατά κανόνα σπούδαζαν παιδιά πλουσίων ή ευπόρων, αλλά μήπως αυτό δε γίνεται και σήμερα;

Εγώ ανήκω στη «γενιά των φροντιστηρίων»
, δηλαδή πέρασα από αυτή την σχεδόν υποχρεωτική φοίτηση. Εξαιτίας του Εμφυλίου Πολέμου και του κλίματος διωγμού των Αριστερών που τον σημάδεψε, χιλιάδες εκπαιδευτικοί απολύθηκαν από τις θέσεις τους από τα διάφορα Ψηφίσματα της «Βουλής των Λαοπρόβλητων», όπως λέγανε τη βουλή που βγήκε στις εκλογές της 31-3-46. Όσοι από αυτούς δεν πήραν την άγουσα για τις φυλακές και τις εξορίες, βρήκανε δουλειά στα πολυάριθμα φροντιστήρια της πρωτεύουσας και της Θεσσαλονίκης.

Πάντως, από τότε το φροντιστήριο έγινε στην Ελλάδα κάτι σαν εκπαιδευτικός θεσμός. Ήταν αδιανόητο να σπουδάσεις χωρίς προηγουμένως να κάνεις αρκετούς μήνες φροντιστήριο. Πολλοί από τους ιδιοκτήτες εκείνων των φροντιστηρίων έκαναν μεγάλες περιουσίες, κάποιοι αναμίχθηκαν με την πολιτική και κατά καιρούς μερικοί υπουργοποιήθηκαν. Το γεγονός είναι πως αποτέλεσαν μια δυναμική επιχειρηματική ομάδα, που ο λόγος της βάραινε στις αποφάσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Αργότερα η καθιέρωση του θεσμού των Πανελλήνιων Εξετάσεων δημιούργησε πραγματικό τραγέλαφο και ουσιαστικά έδειξε τα σοβαρά μειονεκτήματα του συστήματος. Στον καιρό μου, όποιος ήθελε να σπουδάσει γιατρός, αφού έκανε το απαραίτητο φροντιστήριο, έδινε εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή κι αν πετύχαινε είχε καλώς, διαφορετικά ξανάδινε του χρόνου ή τα παρατούσε. Με το θεσμό των Πανελλήνιων Εξετάσεων μπορεί να σκόπευες να δώσεις για γιατρός στην Αθήνα και να κατέληγες κτηνίατρος στην Αλεξανδρούπολη!

Από την άλλη πλευρά, το σωστό μέτρο, να ιδρυθούν Ανώτατες και Ανώτερες Σχολές σε πολλές επαρχιακές πόλεις, αλλά και σε προάστια της πρωτεύουσας, δε συνοδεύθηκε με την απαραίτητη υποδομή και στελέχωση. Γιατί τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα σημαίνει πριν απ’ όλα κατάλληλο κτήριο με επαρκείς και άνετες αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια, όπου αυτά προβλέπονται, και το κυριότερο βιβλιοθήκες. Για να μην αναφέρω το κατάλληλο και επαρκές διδακτικό προσωπικό. Δυστυχώς πολλά από τα νεότευκτα Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δεν πληρούσαν αυτές τις προϋποθέσεις.

Τώρα, όσον αφορά την επιλογή της έδρας του εκπαιδευτικού ιδρύματος, έγινε με καθαρά κομματικά κριτήρια. Οι Μυτιληνιοί θα θυμούνται την υπόθεση της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, ενός ιδρύματος με μεγάλη προϊστορία στον τόπο, που τον λάμπρυναν δάσκαλοι σαν τον Μίλτο Κουντουρά, το οποίο όμως, για μικροκομματικούς λόγους, μεταφέρθηκε στη Ρόδο, τελείως ακατάλληλη θέση για τέτοιο ίδρυμα.

Το πρόβλημα
είναι πως οι δηλώσεις της αρμόδιας υπουργού (ποτέ μου δε θα μάθω τον μακαρονοειδή τίτλο του υπουργείου της, που μου θυμίζει περισσότερο εμπορική επιχείρηση ή συνεργείο), κ. Διαμαντοπούλου, δεν ξεκαθαρίζουν ούτε τις προθέσεις της ούτε καν αν έχει σαφή αντίληψη του προβλήματος.

Αυτά που διαβάσατε, αγαπητοί αναγνώστες, είναι ο προβληματισμός ενός μη ειδικού, που λέει απλώς τη γνώμη του. Θα ήταν όμως ευχής έργον αν γίνουν αφορμή για να μας πουν και οι ειδικοί τη γνώμη τους πάνω στο θέμα αυτό.

*Το άρθρο αυτό του πατέρα μου, Δημ. Σαραντάκου, δημοσιεύτηκε προχτές 31 Αυγούστου στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Μυτιλήνης. Το θέμα που θίγει περιέργως δεν μας έχει απασχολήσει στο ιστολόγιο, αν και συζητιέται ευρύτατα.

Πηγή: sarantakos.wordpress.com