Το νομοσχέδιο με το οποίο κατά οφθαλμοφανή παράβαση της συνταγματικής νομιμότητας ιδρύονται ιδιωτικά πανεπιστήμια επιστρέφεται όχι μόνο ως αντισυνταγματικό, αλλά κυρίως ως ψευδεπίγραφο, παραπλανητικό, αντιεκπαιδευτικό, αντικοινωνικό και εντέλει καταστροφικό για το δημόσιο συμφέρον.

Ads

Η μεγάλη αντίδραση που έχει ξεσηκώσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα και όχι μόνο δεν οφείλεται σε αυτό στο οποίο η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί έντεχνα να στρέψει την προσοχή. Δεν οφείλεται δηλαδή στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Το παράδειγμα των ευρωπαίων εταίρων μας, άλλωστε, αποδεικνύει ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια όπου λειτουργούν χαρακτηρίζονται ως ποιοτικά κατώτερα των δημόσιων και δεν προσελκύουν περισσότερο από το 5%, στην καλύτερη περίπτωση, του συνολικού φοιτητικού πληθυσμού.

Η σφοδρή αντίδραση στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο οφείλεται στο γεγονός ότι με αυτό η κυβέρνηση Μητσοτάκη δίνει τη χαριστική βολή στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση της χώρας, προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο στην ιδιωτική.

Ads

Πρώτα ήρθε το νομοσχέδιο για την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας. Με το οποίο η κυβέρνηση διέσυρε αδίκως τα ελληνικά πανεπιστήμια ως άντρα ανομίας, όπως δείχνει το αποτέλεσμα αυτής της πρωτοφανούς σε διεθνή κλίμακα μαύρης προπαγάνδας. Αφού η πανεπιστημιακή αστυνομία αποσύρθηκε τελικώς ως άνευ αντικειμένου…

Στη συνέχεια ήρθε το νομοσχέδιο της θεσμοθέτησης της Ενιαίας Βάσης Εισαγωγής. Με το οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη απέκλεισε από τα πανεπιστήμια 20.000 νέους ετησίως, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν θέσεις γι’ αυτούς. Με συνέπεια αφενός να κλείσουν ή να απειλούνται με κλείσιμο χρήσιμες σχολές κυρίως στην περιφέρεια και αφετέρου να τρίβουν τα χέρια τους οι ιδιοκτήτες κολεγίων, προς τα οποία κατευθύνθηκαν όσοι υποψήφιοι δεν είχαν την ευκαιρία να φύγουν στο εξωτερικό.

Συγχρόνως με αυτές τις παρεμβάσεις που δυσφήμισαν και συγχρόνως συρρίκνωσαν τα ελληνικά πανεπιστήμια, αυτά δέχθηκαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, από το 2019 μέχρι σήμερα και παρά το γεγονός της λήξης της περιόδου της λιτότητας λόγω μνημονίων, μια επίθεση σφοδρής υποχρηματοδότησης και πρωτοφανούς υποστελέχωσης.

Όπως σήμερα αποκαλύπτουν τα ίδια τα ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά και όπως διαβεβαιώνουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, η Ελλάδα είναι σήμερα η τελευταία χώρα στην Ευρώπη ως προς τη δημόσια χρηματοδότηση της Παιδείας. Με μόλις 2,8% του ΑΕΠ ετησίως, την ώρα που η μέση ευρωπαϊκή δημόσια χρηματοδότηση είναι της τάξης του 5,6% των εκεί ΑΕΠ.

Ειδικότερα για τα πανεπιστήμια, ενώ η συνολική χρηματοδότηση για την κάλυψη των λειτουργικών τους δαπανών προ κρίσης, το 2010, ήταν 380 εκατομμύρια ευρώ, σήμερα έχει συρρικνωθεί στα 126 εκ. ευρώ. Και αυτό μετά την ενίσχυση που αναγκάστηκαν να δώσουν, για επικοινωνιακούς λόγους, δηλαδή για… ξεκάρφωμα, με αφορμή την κατάθεση του νομοσχεδίου που ιδρύει ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Η δημόσια χρηματοδότηση, δηλαδή, των ελληνικών πανεπιστημίων έχει σήμερα φτάσει στο 1/3 εκείνης που τα ίδια πανεπιστήμια ελάμβαναν προ κρίσης.

Η ενοχική προσπάθεια του υπουργού Παιδείας να συγκρίνει τη σημερινή χρηματοδότηση των πανεπιστημίων με την αντίστοιχη του 2012, προκειμένου να δημιουργήσει εντυπώσεις δήθεν αύξησής της, έπεσε στο κενό. Καθώς όλοι γνωρίζουν ότι το 2012 τα μνημόνια είχαν ήδη μειώσει τις δημόσιες δαπάνες και συνεπώς η όποια σύγκριση πρέπει να γίνει με τα προ του 2010 δεδομένα.

Εκεί που η υποβάθμιση των ελληνικών πανεπιστημίων όμως γίνεται ακόμη χειρότερη, είναι στη δραματική μείωση του ακαδημαϊκού προσωπικού τους.

Σύμφωνα με τους διεθνείς δείκτες, στην Ελλάδα η μέση αναλογία καθηγητών προς φοιτητές είναι 1:47. Όταν η αντίστοιχη μέση ευρωπαϊκή είναι ένας καθηγητής ανά 13 φοιτητές.

Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η αναλογία πρέπει να εφαρμοστεί στους ενεργούς φοιτητές, σε αυτούς δηλαδή που βρίσκονται σε μικρότερο χρόνο από τον προβλεπόμενο ως μέγιστο για την αποφοίτησή τους, που είναι όσα τα χρόνια των σπουδών προσαυξημένα κατά 2, η κατάσταση δεν αλλάζει σημαντικά. Καθώς η αναλογία, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση γίνεται ένας καθηγητής ανά 35 φοιτητές.

Η Ελλάδα δηλαδή έχει τρεις φορές χειρότερη αναλογία καθηγητών προς φοιτητές σε σχέση με την Ευρώπη.

Για να γίνει αντιληπτή η συμβολή της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε αυτή τη δραματική μείωση του πλήθους των διδασκόντων, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε θεσμοθετήσει κάθε αφυπηρέτηση καθηγητή πανεπιστημίου να συνοδεύεται υποχρεωτικά από μια αντίστοιχη νέα θέση, η αναλογία ανατράπηκε στα χρόνια της κυβέρνησης της ΝΔ.

Έτσι, σήμερα, για κάθε τρεις αφυπηρετήσεις, μόνον οι δύο αναπληρώνονται με νέες θέσεις. Που σημαίνει ότι επιπλέον της μείωσης του προσωπικού στα χρόνια των μνημονίων χωρίς καμία αναπλήρωση, έρχεται να προστεθεί και μια επιπλέον μείωση κατά 33% τα τελευταία 4,5 χρόνια.

Γίνεται φανερό ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια επιθετική πολιτική υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης και συρρίκνωσης των δημόσιων πανεπιστημίων, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ίδρυση ιδιωτικών.

Συρρικνώνονται δηλαδή τα δημόσια πανεπιστήμια ως προς τις λειτουργικές τους δαπάνες, ως προς το διδακτικό προσωπικό και ως προς τον φοιτητικό πληθυσμό τους, για να σταλεί έτοιμη «πελατεία» στα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Και όσα λέγονται από τον υπουργό και τα κυβερνητικά στελέχη για δήθεν ενίσχυση των δημόσιων πανεπιστημίων, πέφτουν στο κενό. Το μόνο που προδίδουν είναι η ενοχή της κυβέρνησης και η ανάγκη της να αποκρύψει την πραγματική πολιτική της στον ευαίσθητο για την ανάπτυξη της χώρας, αλλά και για τη μη επιστροφή σε ένα ταξικό παρελθόν, χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης.

Η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που συρρικνώνει συστηματικά την ανώτατη δημόσια εκπαίδευση για να ανοίξει τον δρόμο στην ιδιωτική.

Η εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος εξηγεί και την… πρεμούρα της κυβέρνησης να περάσει τώρα το συγκεκριμένο νομοσχέδιο και να μην περιμένει τη νόμιμη οδό της συνταγματικής μεταρρύθμισης.

Τα συμφέροντα όσων περιμένουν το… φιλέτο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για να κερδίσουν εκατομμύρια δεν μπορούν να περιμένουν.

Και οι εκφραστές των οικονομικών συμφερόντων στη χώρα μας μετέρχονται όποιου ψέματος μπορούν, προκειμένου να πείσουν ότι υπηρετούν, δήθεν, τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση.

Αν πράγματι την υπηρετούσαν, θα έκαναν ό,τι και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη: Πρώτα θα ενίσχυαν οικονομικά και με νέο ακαδημαϊκό προσωπικό τα δημόσια πανεπιστήμια και μετά, δια της νόμιμης οδού, θα ίδρυαν ιδιωτικά.

Άλλωστε, αν πράγματι οι σημερινοί κυβερνώντες υπηρετούσαν τη δημόσια Παιδεία, όπως υποκριτικά διακηρύσσουν, η Ελλάδα δεν θα είχε γίνει περίγελως στην Ευρώπη, να κατατάσσεται τελευταία, πιο χαμηλά ακόμη και από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ως προς τη χρηματοδότηση και τη στελέχωση των πανεπιστημίων της.

*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης ΑΠΘ