Συνηθίζουμε, έχοντας εκπαιδευτεί, μέσω των θρησκειών του λευκού Θεού και του μαύρου Σατανά, πολιτισμικά επί αιώνες, να εναποθέτουμε μονοσήμαντα τις ελπίδες ή τις ενοχές μας σε υπερβατικές οντότητες απόλυτου κακού ή καλού έξω από την περιοχή ευθύνης μας, κι ας μην λύνεται τίποτε με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά, αφού προτεραιοποιεί το να ταυτιζόμαστε εμείς με όσους άρχουν ή αντιπολιτεύονται, ακόμη κι όταν δεν άρχουν κατ’ ουσίαν διαφορετικά.

Ads

Ο τρόπος της δημόσιας αντιπαράθεσης τόσο για τις πυρκαγιές όσο και για τα θύματα του καύσωνα θυμίζει πως σε χώρα με τοξικό πολιτικό περιβάλλον ακόμη κι ο μεγάλος πόνος χρησιμοποιείται ως όχημα όχι για τη δικαίωση των νεκρών, μα για να εφευρίσκουμε δικαιολογίες κατ’ επίφασην σπουδαίες, για την μικροκομματική «αυτοδικαίωσή» μας.

Αυτό συνέβη και με το τραγικό θύμα που είχε νανισμό στην Χαλκίδα.

Η κριτική εστιάστηκε μόνο στην ασυνήθιστη, είναι αλήθεια, (έως και απαράδεκτη αφού δεν υπάρχει κουτάκι αναφοράς επαγγέλματος, μόνο του είδους ασφάλισης) ανακοίνωση του Νοσοκομείου Χαλκίδας που αναφέρει το επάγγελμα του εκλιπόντα, και κανείς δεν προέβαλλε ότι, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Διοικητή του Νοσοκομείου, αυτό έγινε σύμφωνα με δήλωση του πατέρα, όπως έχει καταγραφεί στο βιβλίο συμβάντων του νοσοκομείου.

Ads

Κανείς/μια μας δεν σκέφτηκε ότι πίσω από αυτό το αίτημα ήταν η τραγική αγωνία ενός ανθρώπου, και η αποδοχή της, όταν μετέφερε το παιδί του στο νοσοκομείο, να μην χάσει το επίδομα επειδή δούλευε ‘μαύρα’. Προτεραιοποιήσαμε την κριτική στον πολιτικό άλλον, στον ‘κομματικά τοποθητημένο γιατρό’, αποφεύγοντας την παράμετρο αποδοχής του αιτήματος ενός πατέρα εάν ισχύει, κι όχι στο ελάχιστο ύψος του επιδόματος που εξαναγκάζει πολλούς/ες συμπολίτες μας με αναπηρία που μπορούν, να εργαστούν, ακόμη και στις σκληρότερες συνθήκες.

Κανείς δεν σκέφτηκε να επισημάνει ότι, υπό την πίεση έστω της ΕΕ που συνειδητοποίησε πως η επιδοματική πολιτική είναι γι’ αυτήν και για τα ΑμεΑ πιο πολυέξοδη, υπάρχουν πια προγράμματα σύμφωνα με τα οποία μπορούν να εργάζονται δίχως να χάνουν το σύνολο του επιδόματος.

Βέβαια και με το προηγούμενο καθεστώς υπήρξε η υποχρέωση των επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν ΑΜΕΑ στο ύψος του 10% των απασχολούμενων στις επιχειρήσεις τους αλλά αντί να προβάλλουμε και να εκτιμήσουμε αυτήν την απόπειρα δίνοντας μια μικρή ελπίδα στους ανθρώπους αυτούς, στηρίζοντας την με το αίτημα τα προγράμματα να διευρυνθούν και οι τεράστιες λίστες αναμονής να μικρύνουν, φτάνοντας κι ως πληροφορία στους εν δυνάμει χρήστες και στις χρήστριες τους, αποφύγαμε να το θέσουμε ως αίτημα αφού, (παράλληλα με τον γνήσιο πόνο πολλών) περίσσεψαν οι κραυγές και οι μικροπολιτικοί, χειριστικοί πάντα κι όχι γνήσιοι όπως δείχνουν συμπεριφορές όποτε εναλλάσσονται οι θέσεις εξουσίας, ρηχοί συναισθηματισμοί.

Ούτε θίξαμε τις ευθύνες των τοπικών κοινωνιών όπου η αποδοχή του άλλου μέσα σε ένα όλο και περισσότερο ανθρωποφαγικό εργατικό τοπίο περνά μέσα από το να ακκιζόμαστε, συχνά ανέξοδα και με το αζημίωτο, ως φιλάνθρωποι κι όχι ως ενεργοί/ες στην προσπάθεια ένταξης πολίτες.

Κι από την άλλη, δεν κατανοούμε πόσο δύσκολο είναι, ακόμη και σε συνθήκες ακραίου καύσωνα, στις μικρές ιδίως κοινωνίες όπου οι σχέσεις είναι πιο προσωπικές, ακόμη κι ένας/μία εργοδότης να τρίψει στη μούρη την αναπηρία του άλλου απαγορεύοντας του να δουλέψει όταν από αυτό μπορεί να εξαρτά την αυτοεικόνα του (δυστυχώς, θέμα με πολιτισμικές, πολιτιστικές, έμφυλες παραμέτρους που βέβαια δεν ακυρώνουν την αξιοπρέπεια του τραγικού παλληκαριού που αναζητούσε μεροκάματο) μα και -σε συνθήκες ενός μινιμαλιστικού νεοφιλελεύθερου κράτους στην οικονομία μα και απόσυρσης της εκτεταμένης οικογένειας στην κοινωνία- την επιβίωση του…

Όλοι/ες, σχεδόν, τεκμαίρουν ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο αποδίδοντας απόλυτα, κι ίσως επί προσωπικού άδικα, την ευθύνη σε ό,τι δεν τους ακουμπά, και φωτίζοντας τις ευθύνες μόνο των άλλων.

Εάν όμως η κριτική μας δεν είναι βαθιά πολιτική (με την αρχαιοαθηναϊκή έννοια, εάν δεν αφορά την σχέση μου με την «πόλη» τον ατομικό και συλλογικό άλλον δλδ όπως ξαναεπισημάναμε) αποφεύγοντας τον μικροκομματισμό κυβερνώντων και κυβερνωμένων, κρίνοντας με υπεύθυνη αυστηρότητα που τιμά και ζώντες και νεκρούς δίνοντας μας όμως μια πιο ουσιαστική οπτική, αλλά κι αναγνωρίζοντας κάθε θετικό βήμα, εάν στόχος δεν είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας και μιας εργασίας συμπερίληψης κι αποδοχής αλλά ‘η καταγγελία και το πάμε παρακάτω ως το επόμενο’, εάν δεν αλλάξουμε κι εμείς, -απαιτώντας τ’ αντίστοιχα κι από όσους κάθε φορά μας κυβερνάνε ή μιλούν ‘στ’ όνομά μας’- νοοτροπίες και συμπεριφορές, ειλικρινά, δεν μπορεί να υπάρχει ελπίδα…

Και είναι τόσο σημαντικό, και γι’ αυτούς, ιδίως γι’ αυτούς, τους συμπολίτες μας, να υπάρξει!