Ακούγεται οξύμωρο, αν και η απάντηση θα έπρεπε να ήταν αυτονόητη. Αυτονόητη, όσο το άρθρο 102 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι “η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης”. Αυτονόητη, όσο το άρθρο 186 ΙΙ Γ, γ (υποτομέας ενέργειας) του ν. 3852/2010 που χαρακτηρίζει τη χορήγηση αδειών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής ως τοπική υπόθεση.

Ads

Επειδή όμως τίποτε δεν είναι αυτονόητο σε μια χώρα που η οικονομική δυσπραγία επανέφερε τον κρατισμό στο προσκήνιο, η Περιφέρεια δεν έχει λόγο στον περιφερειακό σχεδιασμό για τις ΑΠΕ. Το άρθρο 21, ΙΙ, α. της ΥΑ  49828/03.12.2008 (Ειδικό χωροταξικό σχέδιο για τις ΑΠΕ, ΦΕΚ 2464/03.12.2008) απαγορεύει στις Περιφέρειες να εισάγουν περιοριστικές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη έργων Α.Π.Ε.. Αν δηλαδή το Ειδικό προβλέπει παραγωγή 1000 MW από ΑΠΕ, το περιφερειακό χωροταξικό που θα ακολουθήσει, απαγορεύεται να προβλέπει παραγωγή 900 MW από ΑΠΕ.

Η Περιφέρεια δεν θα μπορεί να εναντιωθεί εάν έχει ήδη καλύψει μια Περιφέρεια το 20% παραγωγής από ΑΠΕ, εάν έχει κορεστεί το δίκτυό της, εάν δεν επιθυμεί αυτού του είδους την ανάπτυξη, εάν έχει ήδη αρκετές οχλούσες δραστηριότητες στην περιοχή της. Δεν θα μπορέσει να ρυθμίσει τις τοπικές της υποθέσεις απέναντι σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα διοικητικής οργάνωσης, όπου το κεντρικό κράτος μετατρέπει τη διακριτική ευχέρεια των ΟΤΑ σε δέσμια αρμοδιότητα, όπου οι Υπουργικές αποφάσεις δεν περιορίζονται σε γενικές κατευθύνσεις, αλλά υπαγορεύουν κατά λέξη το περιεχόμενο του υποκείμενου περιφερειακού σχεδιασμού, όπου καταργείται εν τοις πράγμασι η έννοια της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Α. Ερώτημα

Συνιστά η ως άνω απαγόρευση προσβολή της συνταγματικής αρχής της αποκέντρωσης; Συνταγματική προσβολή εν προκειμένω υφίσταται α) όταν μια συνταγματική αρχή β) παραβιάζεται γ) χωρίς κάποιον συνταγματικά ανεκτό περιορισμό.

Ads

Ι) Αρχή της αποκέντρωσης

Ο νομοθέτης παραχωρεί την κανονιστική ρύθμιση θεμάτων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τοπικό ενδιαφέρον σε όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Η συνταγματική αρχή της αποκέντρωσης όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 102 §§ 1 και 2 του Συντάγματος προβλέπει ότι η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και το Κράτος δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους. Η χορήγηση αδειών εγκατάστασης και λειτουργίας σταθμών ηλεκτροπαραγωγής σε ιδιώτες αποτελεί σύμφωνα με τον ν. 3852/10 τοπική υπόθεση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

ΙΙ) Παραβίαση

Το άρθρο 21, ΙΙ, α. της ΥΑ  49828/03.12.2008 (Ειδικό χωροταξικό σχέδιο για τις ΑΠΕ, ΦΕΚ 2464/03.12.2008) απαγορεύει στις Περιφέρειες να εισάγουν περιοριστικές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη έργων Α.Π.Ε. και με τον τρόπο αυτό τις αποκλείει από τη διοίκηση μιας τοπικής υπόθεσης.

ΙΙΙ) Συνταγματικά ανεκτός περιορισμός

Ο περιορισμός της «διοίκησης των τοπικών υποθέσεων» που θέτει το άρθρο 21, ΙΙ, α. της ΥΑ  49828/03.12.2008 παρακάμπτει τις Περιφέρειες υπό την επίκληση σοβαρών λόγων δημοσίου συμφέροντος.

α. Ερωτάται αρχικά ποιο είναι το περιεχόμενο των σοβαρών λόγων δημοσίου συμφέροντος

Η απόφαση 1421/2013 του ΣτΕ μας διαφωτίζει σχετικά με το περιεχόμενο των σοβαρών λόγων δημοσίου συμφέροντος. Με την 1421/2013 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι  οι διατάξεις με τις οποίες παρέχεται η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα άμεσης εφαρμογής των κατευθύνσεων του ειδικού χωροταξικού σχεδίου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με παράλληλη αναστολή της ισχύος των κατώτερων μέσων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, δεν αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι με τις νεότερες αυτές ρυθμίσεις εισάγονται μεν αποκλίσεις από τα γενικώς ισχύοντα περί των σχέσεων των διαφόρων επιπέδων σχεδιασμού (…)η διαφοροποίηση, ωστόσο (…) δικαιολογείται κατ’ επίκληση σοβαρών λόγων δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενων στην ανάγκη προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως κύριου μέσου για την αποτροπή των κλιματικών μεταβολών και τον περιορισμό των δυσμενών επιπτώσεών τους. (Βλ. αναλυτικά το εξαιρετικό άρθρο της  Αικ. Σακελλαροπούλου, Σύμβουλος Επικρατείας,  Χωροταξία και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας* Θεωρία και Πράξη διοικητικού δικαίου, τεύχος 2/2014, σελ. 9).

Η ανάγκη προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως κύριου μέσου για την αποτροπή των κλιματικών μεταβολών και ο περιορισμός των δυσμενών επιπτώσεών τους συνιστά τον περιορισμό της «διοίκησης των τοπικών υποθέσεων».

β. Ερωτάται στη συνέχεια αν αυτός ο περιορισμός είναι Συνταγματικά ανεκτός

Τα  όρια που θέτει το κεντρικό κράτος στην τοπική αυτοδιοίκηση αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 102 Σ και αφορούν στις αρμοδιότητες, την εποπτεία, τη διαφάνεια και την κατανομή φόρων και τελών. Τα όρια δεν αφορούν στον καθορισμό των αποφάσεων των αιρετών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η Θεωρία διαχρονικά αντιλαμβάνεται κάθε περιορισμό στην αρχή της τοπικής αυτοδιοίκησης ως προσβολή της Δημοκρατικής αρχής. Ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης με τη Συνταγματικά κατοχυρωμένη νομιμοποίηση των οργάνων του αποτελεί συστατικό στοιχείο της Δημοκρατικής αρχής (Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο Β τόμος, 1993, σελ. 400). Δεχόμαστε ότι ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι εκ των θεμελιωδέστερων της Ελληνικής Δημοκρατίας και ίσως ο μάλλον εξυπηρετικός της δημοκρατικής υφής της Ελληνικής Πολιτείας (Θ. Τσάτσος. Μελέται Συνταγματικού Δικαίου 1958. Σελ. 69). Για αυτό το λόγο δεν τίθενται συνταγματικά όρια στις αποφάσεις των αιρετών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, εφόσον αυτές λαμβάνονται εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους.

Έτσι, κανένα έργο ή δραστηριότητα δεν πρέπει να χωροθετείται αν δεν υπάρχει εθνικός ή τομεακός χωροταξικός σχεδιασμός. Όμως παράλληλα κανένας εθνικός ή τομεακός χωροταξικός σχεδιασμός δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον περιφερειακό σχεδιασμό, πόσο μάλλον να εφαρμοστεί αποτελεσματικά παρακάμπτοντας την τοπική αυτοδιοίκηση. Η τοπική αυτοδιοίκηση υπακούει στην αρχή της επικουρικότητας, την αρχή που προβλέπει βαθμίδες διοικητικής αρμοδιότητας κάθε φορά που προηγούμενες, δηλαδή ανώτερες βαθμίδες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν με επάρκεια τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.

Ο γεωγραφικός κατακερματισμός, ο νησιωτικός χαρακτήρας, η διαχείριση των υδάτων και η διαφορετικότητα κλίματος και οικοσυστημάτων αναδεικνύουν τον Περιφερειακό Χωροταξικό Σχεδιασμό σε μείζον διοικητικό εργαλείο προληπτικής περιβαλλοντικής προστασίας. Ανώτερες βαθμίδες διοίκησης, δεν προκειμένω η εθνική δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με επάρκεια τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Η περιφερειακή αξιολόγηση, η εξειδίκευση και η τοπική προσαρμογή του εθνικού σχεδιασμού είναι απαραίτητη για γεωγραφικούς, πολιτιστικούς και περιβαλλοντικούς λόγους.

Το ΣτΕ έκρινε αν η (κατά την άποψη του συντάκτη κατ’ επίφαση) «αποτροπή των κλιματικών μεταβολών και ο περιορισμός των δυσμενών επιπτώσεών τους» δικαιολογεί την προσβολή και (δέσμιο μέσα σε αυτό το στενό πλαίσιο) ορθώς απεφάνθη ότι τη δικαιολογεί. Το Κράτος μας όμως αναπτύσσει τις ΑΠΕ για να αποτρέψει κλιματικές μεταβολές; Ή μήπως προτάσσει αυτό το δίλλημα για να υποστηρίξει άλλα συμφέροντα;

Β. Συνταγματικό, πολιτικό και οικονομικό δίλλημα

Το ισχύον Ειδικό χωροταξικό για τις ΑΠΕ θέτει ένα Συνταγματικό, πολιτικό και οικονομικό δίλλημα. Συνταγματικά σταθμίζει τη δεδομένη ιεράρχηση του σχεδιασμού (102 Σ), με την οικονομική ανάπτυξη των ΑΠΕ προς όφελος του γενικού συμφέροντος (106 Σ). Πολιτικά σταθμίζει την αποκέντρωση με την ενεργειακή επάρκεια. Οικονομικά σταθμίζει την ανάπτυξη των ΑΠΕ με την διατήρηση των οικοσυστημάτων. Τα διλήμματα έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα διείσδυσης στη συλλογική συνείδηση. Δημιουργούν μια τεχνητή πόλωση μεταξύ δύο επιλογών, πολλές φορές αποσιωπώντας μια τρίτη εναλλακτική.

Σε Συνταγματικό επίπεδο το δίλημμα οφείλει να σταθμιστεί. Λόγοι δημοσίου συμφέροντος δεν δύνανται να αποτελούν αιτία ανατροπής της διοικητικής δομής ενός κράτους. Σε πολιτικό επίπεδο το δίλημμα οφείλει να σταθμιστεί. Η ανάγκη αποκέντρωσης της διοίκησης εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να θυσιαστεί χάριν της ενεργειακής επάρκειας. Στην πραγματικότητα οι δύο επιδιώξεις ουδόλως έρχονται σε σύγκρουση.

Το αντίθετο συμβαίνει. Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων είναι η προϋπόθεση εξασφάλισης της ενεργειακής επάρκειας. Σε οικονομικό επίπεδο το δίλημμα οφείλει να σταθμιστεί. Η ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε περιβαλλοντική υποβάθμιση. Εκτός της θεωρητικής συμβίωσης οικονομίας και οικολογίας κατά την αρχή της αειφορίας, τεχνικά μπορούν να αναπτυχθούν με ήπιο τρόπο μονάδες ΑΠΕ εφόσον υπάρχει ένα ορθολογικού σχεδιασμού.

Εύλογα γεννάται τι ερώτημα γιατί τίθεται το δίλημμα αφού είναι αμφίβολο. Διότι, σε Συνταγματικό επίπεδο, ένα συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα ευνοεί τον ταχύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο επιβολής της κεντρικής εξουσίας. Διότι, σε πολιτικό επίπεδο το Κράτος υπηρετεί ένα σύστημα εκχώρησης κρατικής περιουσίας σε ιδιώτες. Διότι, σε οικονομικό επίπεδο το Κράτος προωθεί στην πραγματικότητα όχι τις ΑΠΕ αλλά τις Β-ΑΠΕ, καίτοι αυτές δεν υπηρετούν το γενικό καλό αλλά την κερδοφορία των ιδιωτών διαχειριστών των συστημάτων ενέργειας.

Η τρίτη επιλογή που αποσιωπάται ως εναλλακτική είναι ο σχεδιασμός στο πλαίσιο του Συντάγματος. Δηλαδή, η ταυτόχρονη τήρηση της διοικητικής ιεραρχίας και η χωροθέτηση ενεργειακών έργων με βάση τις ανάγκες των τοπικών  κοινωνιών και η παραγωγή με βάση τις ενεργειακές ανάγκες. Η επιλογή αποσιωπάται διότι άμεσα οδηγεί σε χαμηλότερη παραγωγή λόγω χαμηλής τοπικής ζήτησης. Και στο σημείο αυτό ξεκινά η σύγκρουση συμφερόντων.

Η ιεράρχηση των αρμοδιοτήτων που επιβάλλει το αποκεντρωτικό σύστημα διοικητικής οργάνωσης παρακάμπτεται με την επίκληση σοβαρών λόγων δημοσίου συμφέροντος. Και για να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει αποκεντρωτικό σύστημα διοικητικής οργάνωσης, πρέπει πρώτα να αντιληφθούμε τι σημαίνει συγκεντρωτικό σύστημα διοικητικής  οργάνωσης. Συγκεντρωτικό είναι το σύστημα διοικητικής  οργάνωσης στο οποίο τα όργανα του κράτους έχουν αρμοδιότητα για κάθε θέμα διοικητικής ενέργειας σε όλη την εδαφική περιοχή στην οποία εκτείνεται η δραστηριότητά τους ακόμη δηλαδή και γι’ αυτά που αφορούν τις διοικητικές περιφέρειες. (Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β ,́ σελ . 387).

Το Ελληνικό Σύνταγμα έχει επιλέξει τον τρόπο διοικητικής οργάνωσης του Κράτους. Το άρθρο 101 Σ προβλέπει ότι η διοίκηση οργανώνεται σύμφωνα με το αποκεντρωτικό σύστημα. Το άρθρο 102§1 του Ελληνικού Συντάγματος προβλέπει ότι οι Ο.Τ.Α. είναι υπεύθυνοι για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων· μάλιστα σε περίπτωση σύγκρουσης αρμοδιοτήτων μεταξύ Ο.Τ.Α. και κεντρικής διοίκησης, συντρέχει υπέρ των πρώτων τεκμήριο αρμοδιότητας. Ο δε Ν. 3852/2010 (Καλλικράτης) αναγνωρίζει με τις διατάξεις του άρθρου 186 επ. ενεργό ρόλο των Περιφερειών στον περιφερειακό αναπτυξιακό σχεδιασμό μέσω της εξειδίκευσης των στόχων και των κατευθύνσεων της αναπτυξιακής (εθνικής) πολιτικής (α. 186,ΙΙ,Α.2) αλλά και της σύνταξης προτάσεων για τη διαμόρφωση της περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής (α. 186,ΙΙ,Α.3).

Τέλος, ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Τοπικής Αυτονομίας, που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το ν. 1850/1990  αποτελεί μέρος του Ελληνικού δικαίου της τοπικής αυτοδιοίκησης. Καταστρώνει γενικού περιεχομένου κανόνες, οι οποίοι δεσμεύουν τις νομοθεσίες των κρατών που τον έχουν ενσωματώσει στο δίκαιό τους. Σύμφωνα με αυτόν, τα όρια που θέτει το κεντρικό κράτος στην τοπική αυτοδιοίκηση δεν επιτρέπεται να περιορίζουν ασφυκτικά ή να εκμηδενίζουν την ελεύθερη δράση και πρωτοβουλία της (βλ. Γνωμοδότηση Γ.Χ. Σωτηρέλη για την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, σελ. 32, στο δικτυακό χώρο kedke.gr).  

Η ανάπτυξη περιφερειακών πολίτικών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο γνωρίζει τουλάχιστον από τη δεκαετία του ‘90 ιδιαίτερη αναγνώριση. Η αποκέντρωση της πολιτικής εξουσίας μέσω της αυτοδιοίκησης των Περιφερειών συνιστά αναφαίρετο στοιχείο Δημοκρατίας, όπως η έννοια αυτή ανανοηματοδοτείται υπό το φως της αρχής της επικουρικότητας. Πιο απλά, οι αποφάσεις μεταφέρονται εγγύτερα στους πολίτες, οι τελευταίοι αισθάνονται και γίνονται περισσότερο υπεύθυνοι για την κοινή τους πορεία. (βλ. Λ. Παπαδοπούλου, «Η Αυτοδιοίκηση στην Ε.Ε.» στο δικτυακό χώρο).

Σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα διοικητικής οργάνωσης, όπου το κεντρικό κράτος μετατρέπει τη διακριτική ευχέρεια των ΟΤΑ σε δέσμια αρμοδιότητα, όπου οι Υπουργικές αποφάσεις δεν περιορίζονται σε γενικές κατευθύνσεις, αλλά υπαγορεύουν κατά λέξη το περιεχόμενο του υποκείμενου περιφερειακού σχεδιασμού, όπου μια ομάδα τεχνοκρατών καθορίζει a priori τα ποσοτικά χαρακτηριστικά για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων έργων και δραστηριοτήτων ΑΠΕ, καταργείται εν τοις πράγμασι η έννοια της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στρεβλώνεται ο χαρακτήρας της διοίκησης των τοπικών υποθέσεων. Ακυρώνεται η διοικητική και πολιτική αυτοτέλεια των περιφερειακών οργάνων.

Το ΣτΕ αναγνωρίζει ότι η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής των κατευθύνσεων του ειδικού χωροταξικού σχεδίου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελεί εξαίρεση, απόκλιση από τον κανόνα ιεράρχησης των επιπέδων σχεδιασμού. Δεν αναιρείται η διοικητική και πολιτική αυτοτέλεια της τοπικής αυτοδιοίκησης (ΣτΕ 1421/2013). Επίσης ερμηνεύει ότι «δημόσιο συμφέρον» νοείται η δημόσια ωφέλεια και η αποτροπή των κλιματικών μεταβολών (ΣτΕ 1421/2013). Περαιτέρω επιβεβαιώνει ότι υπάρχει ένα σαφές πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας των Περιφερειών αναφορικά στην εφαρμογή του Ειδικού Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΣτΕ 387/2014).

Πως όμως μπορεί να περιμένει κανείς την εκάστοτε Περιφέρεια να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια σύμφωνα με το καταργηθέν άρθρο 8 του 2742/99, δηλαδή να «αναζητήσει κατά προτεραιότητα τον καθορισμό Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) καθώς και τις περιοχές, για τις οποίες αντίστοιχα απαιτείται ο καθορισμός Περιοχών Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων (ΠΕΧΠ) και Σχεδίων Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων (ΣΟΑΠ)», όπως επίσης τις κατευθύνσεις «για την ισόρροπη και αειφόρο διάθρωση του περιφερειακού οικιστικού δικτύου» και «τις βασικές προτεραιότητες για την προστασία, διατήρηση και ανάδειξη της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της περιφέρειας». Πως θα αξιολογήσει αν δεν έχει τη δυνατότητα να «αναζητήσει τις περιοχές»,  να «καθορίσει προτεραιότητες», να «διαμορφώσει τις προτάσεις», να αξιολογήσει την υπάρχουσα κατάσταση και τις προοπτικές»; Καίτοι η Περιφέρεια είναι η βαθμίδα διοίκησης που μπορεί να γνωρίζει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη τις «φυσικές, οικονομικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες κάθε περιφέρειας».

Πως μπορεί να περιμένει κανείς την εκάστοτε Περιφέρεια να σταθμίσει τα κριτήρια που αναφέρει η ΣτΕ 387/2014 αν το υπερκείμενο χωροταξικό περιορίζει τις επιλογές εφαρμογής των υποκείμενων χωροταξικών σε «μία», απαγορεύοντας σε αυτά να θεσμοθετήσουν ρυθμίσεις αυστηρότερες.
Και περιμένουμε τελικά, αφού το Περιφερειακό σχέδιο εναρμονισθεί άκριτα με το Ειδικό χωροταξικό, χωρίς να αξιολογήσει καμία επίπτωση συνολικά σε επίπεδο περιφέρειας, να κληθεί ένας διοικητικός υπάλληλος να κάνει έρευνα φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων της περιοχής χωροθέτησης; Να εγκρίνει ή να απορρίψει μια μελέτη εγκατάστασης και λειτουργίας βάσει του Άρθρου 24 Σ ασκώντας τις Συνταγματικές υποχρεώσεις «ρυθμιστικής αρμοδιότητα» και «ελέγχου» του Κράτους ώστε να «εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης»; Ή μήπως υπό το φως του fast track, του νόμου 3894/2010 για την υλοποίηση των στρατηγικών επενδύσεων, να αντικατασταθεί ολότελα η διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων με μια Υπουργική απόφαση.

Ποιος θα εκτιμήσει πολιτικά αν προηγείται η περιφερειακή ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα λόγω κρίσης. Ποιος θα εκτιμήσει. Ποιος θα εκτιμήσει πολιτικά αν πρέπει να υπάρξουν περιορισμοί στον τουριστικό κλάδο και στη δόμηση;

Συμπέρασμα

Ακόμη και αν οικονομικά συμφέροντα υποκρύπτονται πίσω από την επίκληση «της αποτροπής των κλιματικών μεταβολών και του περιορισμού των δυσμενών επιπτώσεών τους» πρέπει να σημειωθεί ότι είναι διαφορετική η «νομική αξία» που έχουν μέσα στο Συνταγματικό κώδικα η αρχή της τοπικής αυτοδιοίκησης (102 Σ) και η αρχή της οικονομικής ανάπτυξης (106 Σ). Διότι η κατάργηση της τοπικής αυτοδιοίκησης επιφέρει ταυτόχρονη παραβίαση της δημοκρατικής αρχής, ενώ η επιδίωξη της δεύτερης αποτελεί πολιτική επιλογή που επιτρέπει ένα ουδέτερο οικονομικοπολιτικά Σύνταγμα. Οι δύο αρχές δεν μπορούν μεταξύ τους να σταθμιστούν, ούτε και να προκριθεί η μία έναντι της άλλης. Για το λόγο αυτό και επιφατικά προβάλλεται από το νομοθέτη της ΥΑ 49828/03.12.2008 (Ειδικό χωροταξικό σχέδιο για τις ΑΠΕ) ότι η τοπική αυτοδιοίκηση περιορίζεται για λόγους ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας.

Ακόμη όμως και αυτό το επιχείρημα ανατρέπεται βάσει των επίσημων στοιχείων της ΑΔΜΗΕ. Το 2014 η ζήτηση ενέργειας κάθε είδους ενεργειακών εγκαταστάσεων στη χώρα μας ανερχόταν περίπου στις 3.400 GWh. Το ίδιο έτος η παραγωγή υπερσκέλισε την κατανάλωση ενέργειας. Ανήλθε σε περίπου 4.000 GWh (3.500 GWh από συμβατικές μονάδες και 600 GWh από ΑΠΕ) [https://www.admie.gr/deltia-agoras/miniaia-deltia-energeias/].

Βλέπουμε δηλαδή ότι το επιχείρημα «της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας» ως αιτιολογικός λόγος ποσοτικού καθορισμού του ορίου παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ δεν υφίσταται. Κατ’ επέκταση δεν μπορεί να θεραπεύσει μια έστω και κατ’ εξαίρεση συντρέχουσα ή αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους που επιβάλλεται από λόγους γενικού συμφέροντος. Η προώθηση των ΒΑΠΕ, που στην πραγματικότητα επιδιώκεται, χωρίς την αντίστοιχη αναλογική μείωση των συμβατικών μορφών παραγωγής, δεν διαμορφώνει ένα σωστό βιώσιμο ισοζύγιο με τις πραγματικές τοπικές ενεργειακές ανάγκες. Δεν δίνει κίνητρο για αύξηση της παραγωγής μέσω βιώσιμων, ορθά χωροθετημένων μονάδων παραγωγής. Δεν δίνει τέλος σε μια τεχνικά παρωχημένη, περιβαλλοντικά ζημιογόνα και  επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία τεχνολογία καύσης ορυκτών πόρων. Δεν δημιουργεί τους συσχετισμούς που θα οδηγήσουν στην υλοποίηση του οράματος της απεξάρτησης από τις συμβατικές πηγές ενέργειας. Το επιχείρημα «της ανάγκης αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής» ως αιτιολογικός λόγος ποσοτικού καθορισμού ελάχιστου ορίου παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ δεν υφίσταται. Ούτε αυτός ο λόγος δεν μπορεί να θεραπεύσει μια κατ’ εξαίρεση συντρέχουσα ή αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους που επιβάλλεται από λόγους γενικού συμφέροντος.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η απαγόρευση του άρθρου 21, ΙΙ, α. της ΥΑ  49828/03.12.2008 (ΦΕΚ 2464/03.12.2008) στις Περιφέρειες να εισάγουν περιοριστικές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη έργων Α.Π.Ε. συνιστά περιορισμό της αρχής της αποκέντρωσης όπως αυτή εκφράζεται στο άρθρο 102 Σ §§ 1 και 2 του Συντάγματος, χωρίς ο περιορισμός αυτός να είναι συνταγματικά ανεκτός. Παράλληλα, με το ισχύον πλαίσιο η Περιφέρεια δεν έχει λόγο στον περιφερειακό σχεδιασμό για τις ΑΠΕ.

* Ο Γιώργος Χ. Σμπώκος, είναι Δ.Ν. εξωτερικός συνεργάτης Πανεπιστημίου Κρήτης