Το δικό μας τμήμα της έρευνας αφορά τον τρόπο που ο ελληνικός Τύπος προσέλαβε την εικόνα της Ελλάδα στα ξένα ΜΜΕ κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Ads

Στόχος μας να δούμε τον τρόπο που η εικόνα της Ελλάδας στα ξένα ΜΜΕ λειτουργεί ως ένα είδος κατόπτρου στο οποίο όχι μόνο βλέπουμε το πώς μας αντιμετωπίζουν στο εξωτερικό αλλά και προβάλλουμε τις διαφορετικές εικόνες που  διαμορφώνονται εντός της ελληνικής δημόσιας σφαίρας.

Καταδεικνύεται ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια σχέση πρόσληψης / επιλογής, αλλά με μια πολύ πιο σύνθετη και άνιση σχέση, όπου αρκετές φορές ο ελληνικός τύπος, την ίδια ώρα που διαμαρτύρεται για τη στερεοτυπική παρουσίαση της Ελλάδας στα ξένα ΜΜΕ, σπεύδει να αναζητήσει στα ξένα ΜΜΕ εκείνα τα παραδείγματα ειδήσεων που στην πραγματικότητα αναπαράγουν τα στερεότυπα.

Το πρώτο μέρος της έρευνάς μας αφορούσε μια σειρά από συνεντεύξεις με έλληνες επαγγελματίες των Μέσων Ενημέρωσης που είτε καλύπτουν την εικόνα της Ελλάδας στα ξένα ΜΜΕ είτε συνεργάστηκαν με ξένους δημοσιογράφους και ανταποκριτές. Ειδικότερα, συνεντεύξεις έδωσαν οι:

Ads
  • Κώστα Ράπτης, συντάκτη διεθνών στο Ρ/Σ Αθήνα 9.84 και στην εφημερίδα Κεφάλαιο.
  • Γιώργος-Βύρωνας Δάβος, συντάκτη στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων / Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ/ΜΠΕ) αλλά και συνεργάτη Ιταλικών ΜΜΕ και Ιταλόφωνων Ελβετικών ΜΜΕ.
  • Νικόλας Ζηργάνoς, συντάκτη διεθνών στην Εφημερίδα των Συντακτών αλλά και συνεργάτη ξένων ανταποκριτών.
  • Κώστας Εφήμερος, διευθυντή της ενημερωτικής ιστοσελίδας Thepressproject.gr και συνεργάτη σε διεθνείς ενημερωτικές παραγωγές. ε) Αποστόλη Φωτιάδης, συνεργάτη ξένων ειδησεογραφικών αποστολών στην Ελλάδα.
  • Γιώργος Αλλαμανής, επικεφαλής του τμήματος διεθνών της εφημερίδας Βήμα.

Από τις συνεντεύξεις προέκυψε ότι υπήρξαν έντονα στοιχεία στερεοτυπικής ενημέρωσης στον ξένο Τύπο, αν και όχι πάντοτε και όχι πάντα στον ίδιο βαθμό. Οι συνομιλητές μας υποστήριξαν έτσι ότι μπορούμε να διακρίνουμε τα ακόλουθα στερεότυπα:

  • Το θέμα της διαφθοράς και μιας ορισμένης ηθικολογικής ανάγνωσης της κρίσης και των όρων αντιμετώπισής τους.
  • Το στερεότυπο για το αντιπαραγωγικό ελληνικό δημόσιο που επέτεινε την κρίση.
  • Την επέκταση της ευθύνης για τα προβλήματα διαφθοράς σε όλη την κοινωνία και τη διαμόρφωση μιας αίσθησης «συλλογικής ευθύνης».
  • Το στερεότυπο της τεμπελιάς που συχνά αποδίδεται συλλήβδην σε όλο τον Ευρωπαϊκό Νότο, στερεότυπο που κάποιες φορές αξιοποιούσαν και οι ελληνικές κυβερνήσεις ως επιχείρημα για την προώθηση νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων.

Ενδιαφέρον είχε η διαπίστωση των συνομιλητών στις συνεντεύξεις ότι πλάι στα στερεότυπα για τα αίτια της κρίσης είχαμε και στερεότυπα για την αντίδραση της κοινωνίας. Τα ξένα ΜΜΕ επεδίωκαν να δείξουν μια επίσης στερεοτυπική εικόνα μιας Ελλάδας που απλώς υποφέρει ή συγκρούεται και όχι το πλήθος παραδειγμάτων αλληλεγγύης και εναλλακτικής οργάνωσης και πρακτικής.

Κατά τη γνώμη των συνομιλητών μας στις συνεντεύξεις η αναπαραγωγή αυτών των στερεότυπων ποίκιλε ανάλογα με τα διαφορετικά ΜΜΕ:

  • Ήταν πιο έντονη σε μέσα που προέρχονταν από το Βορρά και μικρότερη συγκριτικά σε μέσα που προέρχονταν από το Νότο, πιθανώς και στη βάση της καλύτερης κατανόησης όσων έρχονταν από τον Ευρωπαϊκό Νότο, χώρες δηλ. με ανάλογες εμπειρίες με την Ελλάδα ως προς τις πολιτικές λιτότητας και τις επιπτώσεις τους.
  • Υπήρχαν διαφορές ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνονταν τα ξένα μέσα. Αυτό οδηγεί και στο φαινομενικό το φαινομενικά παράδοξο γεγονός να είναι περισσότερο «αντικειμενικά» τα μέσα που απευθύνονται στις ελίτ, σε αντιδιαστολή με τα μέσα με περισσότερο μαζικό ακροατήριο.
  • Υπήρξαν περιπτώσεις όπου η μακροχρόνια παραμονή ή συχνή επιστροφή ενός δημοσιογράφου  στην Ελλάδα οδηγούσε και σε βελτίωση της προσφερόμενης ενημέρωσης.
  • Υπήρξαν περιπτώσεις όπου η κάλυψη των ξένων ΜΜΕ ήταν καλύτερη από την ελληνική, με παραδείγματα όπως η συνέντευξη Παναγιώταρου στον Paul Mason  ή η κάλυψη της ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα από την βρετανική εφημερίδα Guardian.

Οι περισσότεροι συνομιλητές μας στις συνεντεύξεις τόνισαν ότι η ποιότητα της ενημέρωσης που προσέφεραν τα ξένα ΜΜΕ καθορίστηκε και από το ορισμένες αλλαγές στους όρους με τους οποίους λειτουργούν τα ΜΜΕ, σε μια συγκυρία προσπάθειας περιορισμού του κόστους – συμπεριλαμβανομένου και του κόστους των αποστολών στο εξωτερικό –   και της σύμφυσης ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.

Ο δημοσιογράφος που έρχεται για μια σύντομη επίσκεψη, χωρίς προεργασία, χωρίς μεγάλο περιθώριο έρευνας θα τείνει περισσότερο να αναζητήσει και να αναπαράγει τη στερεοτυπική πλευρά της ενημέρωσης.

Ένα άλλο σημείο που τόνισαν οι συνομιλητές μας ήταν ότι ελληνικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ χρησιμοποιούν τα ξένα ΜΜΕ. Απευθύνονται σε αυτά
– από τη μια για να καθησυχάσουν το ξένο ακροατήριο για την πορεία των πραγμάτων στην Ελλάδα
– από την άλλη, για να διεκδικήσουν αναγνώριση από αυτό το ακροατήριο ως επαρκείς χειριστές των ελληνικών πραγμάτων.

Ταυτόχρονα, θέσαμε στους συνομιλητές ερωτήματα που αφορούν τον τρόπο που ο ελληνικός Τύπος χρησιμοποίησε την εικόνα της Ελλάδας στα ξένα ΜΜΕ. Ως προς αυτό οι συνομιλητές μας υποστήριξαν ότι μπορούμε να δούμε διαφορετικές στρατηγικές:

  • Συχνά η προβολή που γίνεται είναι ιδιαίτερα επιλεκτική και είναι ως εάν να αναζητά ο ελληνικός Τύπος να προβάλλει εκείνα ακριβώς τα ξένα ΜΜΕ που προσφέρουν μια στερεοτυπική ενημέρωση.
  • Όλο αυτό διαμορφώνει μια ιδιότυπη κατοπτρική σχέση, που έχει να κάνει και με το πώς η εικόνα της Ελλάδας στον ξένο Τύπο μπορεί να αξιοποιηθεί και για λόγους νομιμοποίησης των πολιτικών λιτότητας και για τη διαμόρφωση ενός κλίματος συλλογικής ενοχής. Κοινώς μερίδα του ελληνικού τύπου αναζητά στον ξένο Τύπο τα στερεότυπα που και η ίδια θέλει να αναπαράγει σε σχέση με την ελληνική κρίση και τις απαντήσεις σε αυτή.
  • Όπως παρατήρησε και ένας από τους συνομιλητές μας, ο δημοσιογράφος του Ρ/Σ Αθήνα 9,84 Κώστας Ράπτης: «Μιλάω για παιχνίδι με αντικριστούς καθρέφτες. Σε αυτό το πλαίσιο αναλύσεις που μπορεί να βλέπουν το φως στο εξωτερικό και να έχουν μεγαλύτερη συνθετότητα ή περισσότερο κριτική προς τα κυρίαρχα διάθεση αποδίδονται αποσπασματικά ή αποσιωπούνται στο πλαίσιο αυτού του παιχνιδιού αυτοϋποτίμησης / αναζήτησης της έξωθεν αναγνώρισης, που πολύ εύκολα και από τους ίδιους φορείς μπορεί να μετατραπεί σε ένα παιχνίδι αγανάκτησης απέναντι σε όσους «προβάλλουν σκαιά τη χώρα».
  • Συχνά η αναζήτηση στερεοτυπικής ενημέρωσης παίρνει και χαρακτήρα διαστρέβλωσης. Π.χ. ο Γιώργος Αλλαμανής παρατήρησε ότι γράφει κάποιος στο Spiegel για το ενδεχόμενο να πληρώσει η Γερμανία αποζημίωση για τη σφαγή του Διστόμου βλέπεις τίτλο «Σπίγκελ: δώστε λεφτά στην Ελλάδα για το Δίστομο για να τελειώνουμε», που αναπαράγει το στερεότυπο ενός πλούσιου και ανήθικου Γερμανού που θεωρεί ότι μπορεί να εξαγοράσει ασυλία.

Επομένως, οι εγχώριες ιδεολογικές στρατηγικές είναι αυτές που παίζουν τον καταλυτικό ρόλο για την αξιοποίηση του ξένου Τύπου, εν προκειμένω την προσπάθεια να εμπεδωθεί μέσα από το σχήμα της αυτοϋποτίμησης – αναζήτησης έξωθεν αναγνώρισης, η αναγκαιότητα της των έξωθεν επιβαλλόμενων μέτρων. Σε αυτό το πλαίσιο, η κατά καιρούς «αγανάκτηση» για το τι γράφουν οι «ξένοι» δεν αναιρεί ότι στην πραγματικότητα οι συνεπαγωγές των όσων γράφων έχουν ήδη γίνει αποδεκτές.

Στο δεύτερο μέρος της έρευνας μας εξετάσαμε τις αναφορές που έκανε η εφημερίδα Καθημερινή στη βρετανική εφημερίδα Financial Times, για την ελληνική κρίση, στην περίοδο 11/2009-12/2013 και τις διαφορετικές κειμενικές στρατηγικές που εκφράστηκαν έτσι σε αυτή τη χρήση ενός ιδιαίτερα κομβικού ξένου εντύπου. Ειδικότερα, αποδελτιώθηκαν 844 άρθρα από το ηλεκτρονικό αρχείο της έντυπης έκδοσης της εφημερίδας Καθημερινή.

Η επιλογή των Financial Times έγινε για τους ακόλουθους λόγους:

  • Αποτελούν έναν κρίσιμο κόμβο στην παγκόσμια οικονομική ενημέρωση
  • Είναι κατεξοχήν εφημερίδα που απευθύνεται στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ
  • Το τι γράφεται εκεί έχει πολύ ευρύτερο αντίκτυπο και αυτό εξηγεί και την ιδιαίτερη φόρτιση με την οποία αντιμετωπίζονται τα άρθρα ή οι συνεντεύξεις πολιτικών και οικονομικών παραγόντων εκεί.
  • Όντως έξω από τα στενά όρια της ευρωζώνης – ως προς την διασύνδεση με το City του Λονδίνου, την οπτική του οποίου συχνά εκπροσωπούν – αλλά και εντός των ευρωπαϊκών ορίων δεν μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν ως επιρρεπείς στην απλή απολογητική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Μέσα από την αποδελτίωση που κάναμε διαπιστώσαμε μια σειρά από διαφορετικές κειμενικές στρατηγικές σε σχέση  με τη χρήση που γίνεται των αναφορών στους Financial Times
Προφανώς και μεγάλο μέρος των αναφορών έχει να κάνει με το γεγονός ότι πάρα πολλές ειδήσεις καταγράφονται για πρώτη φορά εκεί.

  • Υπάρχει το στοιχείο του άγχους ή του φόβου για διάφορα ενδεχόμενα, εφόσον η αναφορά απειλητικών ενδεχομένων στους Financial Times θεωρείται ότι αποκτά ξεχωριστή βαρύτητα π.χ. στις αναφορές για τυχόν έξοδο από το ευρώ ή στις αναφορές για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους.
  • Υπάρχει το στοιχείο της προειδοποίησης, κύρια μέσα από την έντονη αναπαραγωγή άρθρων που προειδοποιούν για ενδεχόμενους κινδύνους.
  • Όταν υπάρχουν επικρίσεις για πλευρές της ελληνικής πολιτικής τότε μπορούμε να πούμε ότι Financial Times αρχίζουν να αντιμετωπίζονται όχι απλώς ως ο άλλος που μας κρίνει, αλλά και ως ο άλλος, ή ο «μεγάλος Άλλος» ενώπιον του οποίου λογοδοτούμε και του οποίου τη θετική γνώμη επιδιώκουμε ως αναγνώριση, εξ ου και η προσπάθεια να ακούσουμε καλά λόγια ή παραινέσεις από αυτόν. Συναντούμε και εδώ τη χρήση της εικόνας της Ελλάδας στον ξένο τύπο ως το κάτοπτρο για να δούμε υποτίθεται και τα δικά μας ελλείμματα ή και ως μέσο έκφρασης της δικής μας «ενοχικής» αντιμετώπισης ή ακόμη περισσότερο της προσπάθειας να διαμορφωθεί ένα κλίμα συλλογικής ενοχής.
  • Αντίστοιχα, έχουμε και επίμονη και σχεδόν εναγώνια αναζήτηση μιας επικύρωσης των προσπαθειών και από κάποιο κατεξοχήν θεωρούμενο ως διεθνές και «αντικειμενικό» μέσο. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το πόση σημασία αποδίδεται στη θετική γνώμη των ξένων και ειδικά της συγκεκριμένης εφημερίδας. Εάν ο ξένος τύπος είναι ένα μεγάλο κάτοπτρο στο οποίο επιδιώκουμε να δούμε εκεί μια θετική αντανάκλαση, θεωρώντας ότι αυτό συγκροτεί και μια θετική εικόνα για αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις, θυμίζοντάς μας πόσο βαθιά ριζωμένο είναι ένα αίτημα «αναγνώρισης» έναντι του «άλλου».
  • Ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν οι συνεντεύξεις στους Financial Times που συχνά έχουν και ένα χαρακτήρα πολιτικού γεγονότος και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί συχνά παρατηρούμε τον αντίκτυπό τους να συνεχίζεται και σε επόμενα φύλλα ή άρθρα της εφημερίδας. Ξεχωριστή σημασία αποδίδεται στις περιπτώσεις όπου δίνουν συνεντεύξεις έλληνες υπουργοί ή τραπεζίτες, όπου ο σχολιασμός των λεγομένων τους υπερβαίνει απλώς τον τρόπο που θα αντιμετωπίζονταν στο εσωτερικό της ελληνικής δημόσιας σφαίρας, καθώς σχολιάζονται ως παρεμβάσεις στη διεθνή δημόσια σφαίρα. Αυτό τους προσδίδει ένα χαρακτήρα περισσότερο επίσημου διαβήματος, με την έννοια ότι εφόσον το λένε «έξω» άρα το απευθύνουν και με πιο επίσημο τρόπο στους «απ’ έξω». Όμως, έχει και την ιδιαίτερη σημασία ότι πλέον γινόμαστε «περισσότερο ορατοί» ότι το τι λέμε εμείς ή οι Υπουργοί μας ή οι τραπεζίτης δεν μένει στην ασφάλεια της «δικής μας» συζήτησης αλλά εκτίθεται απευθείας στους έξω.
  • Ένα ακόμη φαινομενικά παράδοξο που συναντάμε ως προς τη χρήση των Financial Times είναι το ότι αποτελούν βασική αναφορά συντακτών από ένα διαφορετικό πολιτικό φάσμα. Έτσι, βλέπουμε να αποτελούν βασική πηγή αυθεντίας τόσο για συντάκτες της Καθημερινής που μπορούν να θεωρηθούν ως υποστηρικτές των πολιτικών λιτότητας και απολογητές των Μνημονίων, όπως π.χ. ο Μπάμπης Παπαδημητρίου, αλλά και συντακτών με κατά τεκμήριο τοποθέτηση εχθρική τόσο προς τα Μνημόνια αλλά και τις ηγεμονικές πολιτικές στην ΕΕ όπως ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου. Ούτε είναι τυχαία η συχνή αναφορά στον Wolfgang Münchau, ίσως γιατί ένας Γερμανός που γράφει μεν επικριτικά για πλευρές της ευρωπαϊκής πολιτικής και ιδίως της Γερμανικής, αλλά το κάνει από τις στήλες ενός εντύπου της διεθνούς χρηματοοικονομικής ελίτ, είναι κάτι που τραβάει το ενδιαφέρον. Είναι ως αναζητείται ο «Γερμανός που τα λέει διαφορετικά» όντως ταυτόχρονα mainstream.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την παρουσίαση είναι ότι η χρήση των Financial Times από την Καθημερινή εξυπηρετεί διαφορετικές κειμενικές στρατηγικές, είναι θα μπορούσαμε να πούμε μια «πολυφωνική» αντιμετώπιση. Πέραν του να αποτελούν πρώτη πηγή ενημέρωσης για σημαντικές εξελίξεις, κάτι το αναμενόμενο με βάση και την κεντρικότητα που κατέχει η βρετανική εφημερίδα στη διάχυση της οικονομικής ενημέρωσης παγκοσμίως, αξιοποιούνται για τη διατύπωση επικρίσεων προς την κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική αλλά και ταυτόχρονα για τη διαμόρφωση και μιας ορισμένης ενοχής γι τις ευθύνες για την κρίση. Έτσι στην επίκληση των Financial Times μπορεί κανείς να δει να συναντιούνται και οι απολογητές των μνημονιακών μέτρων και οι πιο σκληροί πολέμιοί τους. Δείχνει αυτό και τον ιδιαίτερα αντιφατικό χαρακτήρα που μπορεί να πάρει η διακειμενικότητα μέσα στο χώρο του τύπου, καθώς η επίκληση μιας εφημερίδας αναφοράς στην πραγματικότητα εξυπηρετεί ένα πλήθος διαφορετικών κειμενικών – και σε τελική ανάλυση πολιτικών και ιδεολογικών – στρατηγικών.

Το συνολικό συμπέρασμα της αυτού του τμήματος της έρευνας είναι ακριβώς η ανισότητα και η συνθετότητα της σχέσης ανάμεσα στον ξένο τύπο και τον ελληνικό. Πίσω από τις όποιες κραυγές για την «αδικία» που διαπράττεται ειδησεογραφικά, στην πραγματικότητα υπάρχουν πολύ πιο σύνθετες ιδεολογικές στρατηγικές αυτοϋποτίμησης, συλλογικής ενοχής, νομιμοποίησης των πολιτικών λιτότητας και αναγνώρισης ότι μπαίνουμε στον «ορθό δρόμο», αποδεικνύοντας ότι στη διαδικασία της ενημέρωσης όσο σημαντικές και είναι οι εξωτερικές σχέσεις ανισότητας, αυτό που μετράει είναι πολύ περισσότερο οι εγχωρίως αναδυόμενες ταξικές ηγεμονικές στρατηγικές.

*  Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισήγηση του Παναγιώτη Σωτήρη κατά την παρουσίαση της έρευνας: Η εικόνα της Ελλάδας σε Γερμανικά και Βρετανικά Μέσα και η προβολή της σε Ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης: Σε αναζήτηση Πολιτισμικών Στερεοτύπων. Η εισήγηση έχει τον τίτλο: «Ελληνικός Τύπος – ξένος Τύπος: η ανισότητα μιας σχέσης». Η έρευνα παρουσιάστηκε  κατά την  Διημερίδα του Εργαστηρίου Τεχνών και Πολιτιστικής Διαχείρισης με θέμα: Η εικόνα της Ελλάδας: Πολιτισμός και ΜΜΕ.

** Ο Παναγιώτης Σωτήρης είναι μέλος της ερευνητικής ομάδας