Υπάρχουν τόποι που συμπυκνώνουν την ιστορία του κόσμου, την τραγωδία και την ελπίδα του. Το φως και το σκοτάδι που βρίσκονται μέσα στον και στην άνθρωπο, όπως συνδιαλέγεται με τη μοίρα, την εξουσία και τη συνύπαρξη. Ένας  τέτοιος τόπος, εμβληματικός για όλη την Κεντρική Μακεδονία, είναι και το «Απολυμαντήριο» ή «Λοιμοκαθαρτήριο» του Καραμπουρνού.

Ads

Κι όμως δεν υπάρχει τίποτε που να μνημονεύει συστηματικά και ουσιαστικά τον τόπο που τελείωσαν την ζωή τους τόσες χιλιάδες άνθρωποι, καθώς εμείς πίνουμε πια ανήξεροι στην καλύτερη ή και αδιάφοροι κι αδιάφορες τον καφέ μας στις καφετερίες που ξεφύτρωσαν από πάνω, πέρα από μια στάση του ΟΑΣΘ με ένα περίεργο όνομα που σχεδόν κανείς/καμιά δεν ψάχνει: «Λοιμοκαθαρτήρια».

Εκατό χρόνια μετά και η τοπική και εθνική Μνήμη αρνείται να ξέρει ή να θυμηθεί ένα ‘τοπικό επεισόδιο’ μιας, δυστυχώς, πάντοτε επίκαιρης ιστορίας, που μέσα από τις επαναλήψεις της όπου γης στοιχειώνει τον πλανήτη. Την ιστορία του Λοιμοκαθαρτηρίου του Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη, μέρος μόνο, κι ίσως (με εξαίρεση την Μακρόνησο των προσφύγων) το σκληρότερο όλων, των λοιμοκαθαρτηρίων, των προσφυγικών στρατοπέδων της εποχής, που λειτουργούσαν εκείνους τους καιρούς στην Ελλάδα.

Σήμερα που προωθείται η ιδιωτικοποίηση του παράκτιου μετώπου (και) της Καλαμαριάς, σήμερα που η ιστορική γέφυρα των προσφύγων αφέθηκε να καταρρεύσει, η Μνήμη πρέπει να φωτίσει μια περίοδο της ιστορίας μας, η οποία όχι μόνο δεν είναι γνωστή αφού αφήνεται στο σκοτάδι,  αλλά αποτελεί και μια σπαρακτική υπόμνηση για την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, που αφορά δυστυχώς όλες τις πλευρές και όλα τα κράτη, για το τι προβάλλεται ‘υπερήφανα’ και για το τι αποσιωπάται ‘χειριστικά’.

Ads

4 Νοεμβρίου 1922.Οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Σμύρνη φθάνουν στη Θεσσαλονίκη. Οι χιλιάδες πρόσφυγες, κυρίως γυναικόπαιδα και γέροντες, αποβιβάστηκαν στον όρμο της Καλαμαριάς κι έμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάτω από άθλιες συνθήκες, στο περιφραγμένο λοιμοκαθαρτήριο (ή απολυμαντήριο ή καραντίνα) της Καλαμαριάς για λόγους προστασίας από επιδημίες. Η καραντίνα ήταν απαραίτητο προληπτικό μέτρο για να αποφευχθεί η μετάδοση μολυσματικών ασθενειών, καθώς η Ισπανική γρίπη βρισκόταν σε αποδρομή αλλά δεν είχε εξαφανισθεί ακόμη, ενώ ο τύφος θέριζε. Είναι γεγονός πως πολλοί πρόσφυγες μετέφεραν μολυσματικές ασθένειες, εξ αιτίας της έλλειψης κανόνων υγιεινής και της ταλαιπωρίας τους στα πολυήμερα ταξίδια με τα πλοία ή λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης στους προσωρινούς σταθμούς τους.

Τις επόμενες μέρες, και ιδίως τον επόμενο μήνα, Δεκέμβρης πια, πολλαπλασιάστηκαν οι προσφυγικές αποστολές που κορυφώθηκαν το 1923 με τη συνθήκη  της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών, των μουσουλμάνων της Ελλάδας με τους Έλληνες χριστιανούς της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Συνθήκη που θεωρήθηκε από διεθνείς παρατηρητές και τον μετέπειτα ΟΗΕ τόσο δραματική που δεν επαναλήφθηκε σε κανέναν μέρος του κόσμου. Η πλειονότητα των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα, πέρασαν από τα «σύρματα», το λοιμοκαθαρτήριο της Καλαμαριάς.

Το μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα, περίπου 1.200.000 άτομα, προέκυψε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα σε κατάσταση τραγική. Οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει βιαστικά τα σπίτια τους φέρνοντας μαζί τους ελάχιστα από τα κινητά αγαθά τους. Η πρώτη επαφή ενός μεγάλου μέρους προσφύγων με τη μητέρα-πατρίδα ήταν ο στρατωνισμός τους κάτω από άθλιες συνθήκες στα λοιμοκαθαρτήρια στο Κερατσίνι και στο Καράμπουρνου της Θεσσαλονίκης.

Οι αρρώστιες και ο ψυχικός τραυματισμός κατέβαλαν τους ταλαιπωρημένους, υποσιτισμένους και υποτυπωδώς στεγασμένους πρόσφυγες, ενώ έξω γινόταν χορός παρεμπορίου όπου ένα κομμάτι ψωμί αγόραζε μια βέρα γάμου, κάτω από τα ‘αδιάφορα’ με το αζημίωτο’ μάτια των αρχών, ώστε καρχαρίες να εκμεταλλευτούν την ανάγκη της επιβίωσης. Τον φόβο του θανάτου.

Η θνησιμότητα μεταξύ των προσφύγων, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες, ήταν πολύ αυξημένη. Μέσα σ’ ένα χρόνο πέθανε το 20% των προσφύγων.

Οι πρώτες πιεστικές ανάγκες των προσφύγων (διατροφή, στέγαση, ιατρική περίθαλψη) αντιμετωπίστηκαν στοιχειωδώς από το ρημαγμένο κράτος, ιδιώτες και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα αυτή την περίοδο. Για την προσωρινή στέγασή τους χρησιμοποιήθηκαν σκηνές και ξύλινες παράγκες, καθώς και κάθε είδους πρόχειρες κατασκευές και διαθέσιμοι στεγασμένοι χώροι, όπως δημόσια κτήρια, στρατώνες, θέατρα, αποθήκες, εγκαταλελειμμένα κτίσματα. Και το ‘εμβληματικότερο’ ανάμεσα τους ήταν ο τόπος των παλιών στρατιωτικών αποθηκών των αγγλικών στρατευμάτων που στρατωνίστηκαν στην περιοχή στην διάρκεια του Α ΠΠ.

Εκατό χρόνια μετά, κι ενώ η κοινωνία μας θέλει να ξεχάσει, θυμόμαστε τους 20.000 με 50.000 πρόσφυγες που άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή. Κι όσους, κι όσες, επιβίωσαν μα έμεινε ένας μέρος της ψυχής τους εκεί για πάντα φυλακισμένη.

«Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε. Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς», έγραψε ο Γ. Σεφέρης. Ίσως το ίδιο να ισχύει εσαεί και για την μοίρα του. Εκτός -ίσως- εάν αποφύγουμε «την υγειονομική ταφή της Μνήμης», εκτός εάν δεν παραδοθούμε στην άγνοια και στην βαρβαρότητα. Εκτός εάν αποδίδουμε φόρους τιμής στον (κάθε) πόνο και στον (κάθε) τόπο. Γιατί δεν ισχύει μόνο πως «η θέληση να θυμόμαστε, είναι η θέλησή μας να αντισταθούμε σε έναν βάρβαρο κόσμο» (Τζ. Νεστλ), αλλά και αυτό που επεσήμανε σε ένα κείμενο που μας παρέδωσε για τον Συλλογικό Τόμο Αντίσταση, Ολοκαυτώματα, Λογο-τεχνία (κοινή έκδοση του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του ΕΣΔΟΓΕ) ο όντως αείμνηστος Μ. Ελισαφ: «Γνωρίζουμε πως ‘το αυγό του φιδιού’ στο στάδιο της επώασης δεν προκαλεί. Λουφάζει. Γίνεται σχεδόν καθημερινό. Κι οι συμπεριφορές μας είτε το αγνοούν είτε – το χειρότερο – το υποθάλπτουν. Με αθώες ανοχές και αποδοχές. Όταν και δεν το ενθαρρύνουν. Εν τω μεταξύ η επίσημη Ιστορία παραδομένη στις ναρκισσιστικές και αυτό – εγκωμιαστικές ερμηνείες των επίδοξων εφιαλτών του μέλλοντος, αυτομολεί προς τις σκοπιμότητες του παρόντος. Αλλοτριώνει τον φρονιματιστικό της στόχο. Και δεν μεταβάλλεται μόνον  σε ανωφελές διήγημα, αλλά γίνεται άκρως επικίνδυνο εγχείρημα. Γιατί έρχεται σε μικρές δόσεις: Με τις μικροφραστικές βιαιότητες εναντίον του διαφορετικού. Με την αυτοανακήρυξη του εαυτού μας σε  μοναδικής καθαρότητας είδος. Κάτι σαν τους άριους. Με την κατασκευή εχθρών σε βάρος των … «ξένων». Τώρα η ανοχή λειτουργεί όπως ακριβώς το μονοξείδιο του άνθρακα Που σε μικρές δόσεις, δεν σκοτώνει. Αποκοιμίζει. Και μάλιστα γλυκά και αυτάρεσκα. Ο θάνατος θα ακολουθήσει όταν θα συντελεστεί βαθιά και ανεπίστρεπτη υπνηλία.

Οφείλουμε λοιπόν να επαναφέρουμε την Ιστορία στον ακριβή και ταυτόχρονα παιδαγωγικό της ρόλο. Η ακριβής απεικόνιση του παρελθόντος εγγυάται την ακριβέστερη αξιολόγησή του, προκειμένου να μη διεισδύσει στο παρόν αλλά και στο μέλλον η εφιαλτική πλευρά του. Είναι επιτακτική στις μέρες μας η αφύπνιση της κοινής γνώμης σε κοινή συστράτευση. Πριν ακόμη οι δόσεις του μονοξειδίου πολλαπλασιαστούν. Και πριν το αυγό του φιδιού σκάσει. Γιατί οι Εφιάλτες καθώς και κάθε κρίση δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Σε ανεκτικές ή ευεπίφορες κοινωνίες εκκολάπτεται πολύ καιρό πριν. Και οι λαοί οφείλουν να γρηγορούν .

Διαφορετικά το εφιαλτικό παρελθόν μπορεί να επιστρέψει από το μέλλον.»