«Το επικλινές έδαφος της συνοικίας των Εξοχών, στο γύρισμα του 20ού αιώνα, ήταν ιδανικό για την οικοδόμηση κατοικιών με θέα τη θάλασσα. Η τότε λεγόμενη λεωφόρος Στρατοπέδου (Kisla Caddesi), η σημερινή λεωφόρος Στρατού, ακριβώς επάνω από την άλλοτε παραλιακή οδό Βασιλίσσης Όλγας, άρχισε να γίνεται κόμβος οικημάτων σπουδαίων οικογενειών της Θεσσαλονίκης.

Ads

Μία εξ αυτών ήταν η οικία Ναζιφέ, της λεγόμενης «μαύρης χήρας», που εδώ και μία δεκαετία αποτελεί την κατάληψη «Libertatia» και της οποίας το εσωτερικό καταστράφηκε ολοσχερώς από εμπρησμό στο συλλαλητήριο της περασμένης Κυριακής», γράφει ο Δημήτρης Αθηνάκης, σε ένα σπουδαίο κείμενο για την τοπική αρχιτεκτονική ιστορία που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στ’ απόνερα του εμπρησμού τον Γενάρη του 2018.

Το καταδικαστικό και το «εμείς δεν έχουμε σχέση» κείμενο που κυκλοφόρησε μετά αρνήθηκε να το υπογράψει, ως γνωστόν, η θ.4, όπως δεν υπέγραψε ποτέ και για τις δολοφονίες οπαδών άλλης ομάδας ενώ οι (τελούσες σε αναμονή; επί του παρόντος) ακροδεξιές συμμορίες ρήμαζαν επί μια πενταετία τουλάχιστον την πόλη. Ιδεολογικό πρόσημο που ο Δημήτρης Σακελλαρίδης σε ένα τραλαλά κείμενο στο Άρδην προσπάθησε να θολώσει και να ξεπλύνει με το … απίστευτο επιχείρημα πως δεν μπορεί οι φονιάδες να είναι φασίστες γιατί ζούσαν ανατολικά, στις μικροαστικές συνοικίες της πόλης (πίσω στα βιβλία της πολιτικής αλφαβήτα γρήγορα!!).

Λες και η (συγκεκριμένη ιδίως αλλά όχι μόνο, βλέπε υπόθεση Λαμπράκη και τα τρίκυκλα που ξεκίνησαν από Τούμπα και Βαρδάρη) τάξη και η καταγωγή (μερικά καλά μαχαίρια της και Αθηνα και Θεσσαλονίκη Αλβανοί είναι) αποτελούν ανάχωμα κατά του φασισμού.

Ads

Ήταν, πάντως, την εποχή των μεγάλων συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό όταν ομάδα οπαδών φωνάζοντας συνθήματα εθνικοφροσύνης έκαιγε την Libertatia για να «υπερασπιστεί την ιστορία της περιοχής» (!!) Είχε προηγηθεί ο πλατύς αναβρασμός για το Μακεδονικό και ο βαθύς διχασμός στο συνδεσμίτικο κίνημα του ΠΑΟΚ, καθώς έριζαν για το ‘κουμάντο’ φασίστες και αντιφασίστες. Και ήταν 18 Γενάρη και καθώς ήταν η γειτονιά μου ήμουν απέξω.

Στο Μεγάλο συλλαλητήριο της ίδιας ημέρας δεν συμμετείχαν μόνο φασίστες αλλά και με τίμια πρόθεση ανησυχούντες που χειραγωγήθηκε, ούτε μόνο οπαδοί μιας ομάδας, ή μιας γεωγραφικής περιοχής της χώρας. Τον τόνο όμως είχε δώσει μια θορυβώδης ακροδεξιά που κάλυψαν με την παρουσία τους πολλά από τα εξέχοντα άτομα του τόπου όπως ο Καραμανλής που ως γνήσιος πατριώτης «προστάτεψε» το μέλλον του τόπου στα Τέμπη, παρόλο που γνώριζε και είχε προειδοποιηθεί πολλάκις όλους τους προηγούμενους μήνες από δημόσιες ανακοινώσεις των σιδηροδρομικών για επικείμενη τραγωδία. Ήταν ο όνομα και πράγμα Άνθιμος.

Ήταν και ο μέλλων ΠΘ Μητσοτάκης που αν και με κυνική ευφυία απών καθώς η πόλη μύριζε μπαρούτι ήδη από τον Σεπτέμβριο (όταν οι χούλιγκαν είχαν κάψει το κέντρο της πόλης στα εγκαίνια της ΔΕΘ, αναλαμβάνοντας εργολαβικά το κουμάντο της εκπροσώπησής της και δεν ξέραμε που να προφυλαχθούμε από τα χημικά ακόμη και στην πέριξ παραλία), είχε εκδώσει την περίφημη ανακοίνωση όπου δήλωνε συγκινημένος, συγκίνηση που σύντομα θα ξεχνούσε ως Πρωθυπουργός αποδεχόμενος “λόγω και έργω” μια έωλη ως τότε Συμφωνία που είχε γίνει ακλόνητη μετεκλογικά.

Η βία βέβαια δεν έχει μόνο ακροδεξιό πρόσημο, ούτε κι αφορά αποκλειστικά μια ομάδα, ούτε κι η φασιστική λογική και πράξη ένα μονάχα πολιτικό ή αθλητικό χρώμα. Αλλά συγκροτείται και διαχέεται κοινωνικά, με συστημική κάλυψη ή καταγγελία (βλ. Καθημερινή του Κασιμάτη που όμως δημοσιεύει και Αθηνάκη) όποτε χρειαστεί, από τον φασιστικό και φιλοφασιστικό χώρο και τους συναιρούντες χώρους που προνομιακά δρουν.

Ενώ η Ελλάδα είναι μία από τις τελούσες κατά περιόδους υπό πολιτική σύγχυση και υστερία χώρες που η διαπερατότητα των ιδεολογικών συνόρων «κάτω από το χαλί» είναι πολύ ορατή σε όσους παρακολουθούν με την ελάχιστη συνέπεια και δίχως προεπιλεγμένες απαντήσεις το εξελισσόμενο φαινόμενο και τις διαφορετικές ανά εποχή εντάσεις του (στην Θεσσαλονίκη πχ οι Πουτινόφιλοι – ή μάλλον και στην Θεσσαλονίκη- μέσα από τις εκπομπές του Λιακόπουλου και του Βελόπουλου, του οποίου ο αδερφός ενεπλάκη με το αζημίωτο στις δημόσιες σχέσεις του Ιβάν Σαββίδη, εκφράζουν και πολλούς ‘αριστερούς’ που μας ‘λολάρουν’ για να χρησιμοποιήσουμε τον νεολογισμό). Από τότε το ιστορικό κτήριο έμεινε να ρημάξει παρά κάποιες κορώνες από την τοπική διοίκηση.

Αλλά το κτήριο αυτό υπήρξε σημαία της πόλης που ηττήθηκε, της κοσμοπολίτισσας πολύχρωμης πόλης, όπως είχα γράψει στο «Φαληράκι», το τοπικό συνοικιακό έντυπο που έβγαζα κάποτε. Για να χρησιμοποιήσω καλύτερα (και πιο”έγκριτο” Καθημερινή γαρ, ώστε ν ακούσουν και οι θεσμολάγνοι) γραμμένο υλικό από το τότε δικό μου θα επιστρέψω στον Αθηνάκη: «Η Χαζίζ Νιχάλ Ναζιφέ ήταν γόνος αριστοκρατών, του μουσουλμάνου Αμπντουλάχ Αχμέτ Ραχήμ και της Εβραίας Χαβά, ανιψιάς του Δαβίδ Ραφαέλ Σαλέμ, ιδιοκτήτη αρχοντικού στην οδό Βασ. Ολγας 26, όπως μας πληροφορεί η κατατοπιστικότατη έκδοση του 1985 του υπουργείου Βορείου Ελλάδος «Νεώτερα μνημεία Θεσσαλονίκης».

Γεννημένη το 1873 στην Κωνσταντινούπολη, η Ναζιφέ έφτασε στην πόλη το 1895, οπότε και παντρεύτηκε τον Σουκφή Μπέη, «πασά του Γεντί Κουλέ», ο γάμος με τον οποίον κράτησε έως το 1899, οπότε και ο πρώτος της σύζυγος εξεδήμησεν εις Κύριον. Την ίδια χρονιά, εκείνη που έμελλε να ονομαστεί «μαύρη χήρα» παντρεύεται τον Μουσταφά Εφέντη, εισαγγελέα της Θεσσαλονίκης, με τον οποίον, εντούτοις, πρόλαβαν να ζήσουν λίγο περισσότερο ως ζευγάρι. Το 1906, μάλιστα, η οικία Ναζιφέ είχε ήδη πάρει τη μορφή, με την οποία, κακήν κακώς, έφτασε ως τις μέρες μας/…/ Ο τελευταίος σύζυγος της Ναζιφέ, τρίτος κατά σειράν, ήταν ο Σερβομωαμεθανός αριστοκράτης Τεφήκ Χαλίλ ή Χαλίλοβιτς. Η Χαζίζ Νιχάλ Ναζιφέ άφησε την τελευταία της πνοή το 1941 σε αυτό το σπίτι. Την περίοδο 1935-36, τα οικονομικά προβλήματα της Ναζιφέ την αναγκάζουν να ενοικιάσει χώρους της αυλής σε εβραϊκές, ελληνικές και ιταλικές οικογένειες». Η Ναζιφέ και ο Σάλεμ υπηρξαν από τις βασικές επιρροές του Φ. Λεντερίκ (από περιοχή που έζησε ο Σάμεμ) για να γράψει την περίφημη έστω και στο 1ο βιβλίο μυθιστορηματική Τριλογία “Τα Παιδιά της Σαλονίκης”.

Για όσους/ες αγνοούν την τοπική ιστορία ο Ραφαέλ Σαλέμ ήταν ο Ελληνοεβραίος θεσσαλονικιός μαθηματικός προς τιμήν του οποίου ονομάστηκαν παγκόσμια οι Αριθμοί Σαλέμ των ανωτέρων μαθηματικών, και απονέμεται από την παγκόσμια μαθηματική κοινότητα το Βραβείο Σαλέμ, που θεσπίστηκε από την Ιταλίδα σύζυγο του, Αντριάνα Τζεντίλι ντι Τζιουζέπε, αφού ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την μελέτη της ανάλυσης Φουριέ και εισήγαγε την ιδέα των τυχαίων μετρήσεων στην αρμονική και μηγαδική ανάλυση. Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τον “πατέρα” των cybernetics Νόρμπερτ Βίνερ, και προς τιμήν του πήρε το όνομά του το Εργαστήριο Μαθηματικών του Πανεπιστημίου της Ρουέν.

Ο Ραφαελ Σαλέμ, του οποίου όλη η οικογένεια ξεκληρίστηκε στο Άουσβιτς ενώ ο ίδιος γλύτωσε λόγω μετοίκησης στο Μ.Ι.Τ της Μασσαχουσέτη, είχε το υπέροχο νεοκλασικό επί της Β. Όλγας 26 όπου στεγαζόταν βαθιά ως τα μέσα του 1950 το εντευκτήριο του Άρεως πριν ρημάξει την περιοχή η ανοικοδόμηση, και την ιστορία της η μονοχρωμία της ιστορικής κοινωνικής και αθλητικής «αποκάθαρσης». Μία οδός με το όνομα του δεν υπάρχει ούτε μια πλάκα για το 1ο Εντευκτήριο του Άρεως. Ενώ η σχέση των Τζιουζέπε τόσο με τους Άμποτ (και την σύζυγο με την μυθική ομορφιά που αιχμαλώτισε το φαντασιακό της πόλης) όσο και με τους Καυταντζόγλου και με τους Ποζέλι (ο μικρός γιος του μεγάλου αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι και θαυμαστός μουσουργός έντυσε μουσικά τον ύμνο του Άρεως) καθομολογείται στο Little Stories of Big History του Νικηφόρου Σίβενα (Sivenas).

Για να ξαναγυρισουμε στο νεοκλασικό της Libertatia και στον Αθηνάκη «Λόγω έλλειψης νομίμων κληρονόμων, η οικία Ναζιφέ περιήλθε αμέσως στη Διεύθυνση Εθνικών Κληροδοτημάτων και το 1982 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο, ενώ, με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αναγνωρίστηκε ως κληρονομικό δικαίωμα του Δημοσίου. Έκτοτε, τελεί υπό κατάληψη, με αποκορύφωμα το 2008, οπότε και μετονομάστηκε σε «κατάληψη Libertatia».

Οι περίοικοι είναι χωρισμένοι στα δύο. Άλλοι, όπως λένε στην «Κ», θεωρούν ότι έπρεπε τόσα χρόνια να ελευθερωθεί το κτίριο και να αξιοποιηθεί από το Δημόσιο, στο οποίο εξάλλου ανήκει. Άλλοι θεωρούν ότι η κατάληψη βοηθούσε τους πρόσφυγες, αλλά περιέθαλπε και ζώα, δίχως, όμως, να αποφεύγουν το δηκτικό ύφος, κάνοντας λόγο για «θερινή κατάληψη», αφού οι καταληψίες τον χειμώνα αδυνατούν να ζήσουν σε ένα τόσο παγωμένο κτίριο. Αυτό στο οποίο όλοι συνηγορούν, παρ’ όλα αυτά, είναι ότι «η Θεσσαλονίκη δεν έχει περιθώρια να χάνει τέτοια κτίσματα. Το κτιριακό της απόθεμα δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο».

/…/ Και αυτό είναι το σημαντικό με αυτή την οικία: φωλιάζει μέσα της η ιστορία της Ναζιφέ, των συζύγων της, της ίδιας της Θεσσαλονίκης. Η «μαύρη χήρα» της λεωφόρου Στρατού –που δεν θέλησε να φύγει από την πόλη με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, προβάλλοντας τη σερβική της «καταγωγή», εξ αντανακλάσεως από τον τελευταίο της σύζυγο – δεν γνώριζε ότι το οίκημα, που τόσο αγάπησε και με τόση φροντίδα και πολυτέλεια διακόσμησε, θα έφτανε να τελεί υπό κατάληψη και, εν τέλει, να καεί από όσους θυσιάζουν τη ζωντανή ιστορία στον βωμό της πατριδοκαπηλίας. Οι πόλεις χρειάζονται τα σημεία αναφοράς τους. Και κάποιος πρέπει να φροντίσει για τη διάσωσή τους.»

Παρόλο που επί Μελίνας το κτήριο σώθηκε με αγώνα ως διατηρητέο αφέθηκε να ρημάξει, όπως και η οικία Σάλεμ και τόσα άλλα που πλήρωσε ο δημόσιος κορβανάς για ν αναστηλωθούν, ώσπου ανοικοδομήθηκε με κόπο και κόστος από τους καταληψίες.

Σήμερα, 29 Μάρτη του 2024, οι 12 που θέλησαν να κάνουν εργασίες αποκατάστασης της σκεπής για την ανακατάληψή της με υλικά πληρωμένα από την τσέπη τους σέρνονται στα Δικαστήρια ενώ μόλις προχθές, την 26η Μαρτίου, οι οργανώσεις που συνιστούν την Ευρωπαϊκή Συμμαχία για το Δικαίωμα στην Στέγαση και στην Πόλη διοργάνωσαν όπως κάθε χρόνο την Διεθνή Ημέρα Δράσης (Housing Action Day).

Όπως τονίζει η Συμμαχία στην φετινή της Διακήρυξη «Το 2023 ήταν μια χρονιά αυξανόμενης κοινωνικής ανισότητας, ξενοφοβίας, ποινικοποίησης της φτώχειας και καταστολής κατά των κοινωνικών κινημάτων, των μεταναστών και των έμφυλων και εθνικών μειονοτήτων. Υπήρξε επίσης μια χρονιά με μεγάλες υποχωρήσεις στα στεγαστικά δικαιώματα. Σε όλη την Ευρώπη, τα αυξανόμενα ενοίκια σε συνδυασμό με το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας και των προμηθειών τροφίμων έχουν ωθήσει τους ανθρώπους σε οριακές συνθήκες διαβίωσης. (Κάτι που δυσχεραίνεται έτι περισσότερο από την golden visa και το rbnb)

Ιστορικά ένας από τους τρόπους που όποτε υπήρξε μεγάλη οικονομική κι άρα στεγαστική κρίση προσπάθησαν οι κοινωνικά αποκλεισμένοι/ες αποκλεισμενες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της στέγασης ήταν οι καταλήψεις αχρησιμοποίητων, άδειων κτηρίων.

Ξεκινώντας από το Λονδίνο στα 1649 με την ομάδα των Diggers (Σκαφτιάδων) φούντωσαν στην διάρκεια του 20ου αιώνα μέσα από ανάλογα κοινωνικά κινηματα που αφορούσαν φτωχούς ή φτωχοποιημένους, άνεργους και θεματικά κινήματα αναπήρων ή φεμινιστριών, κι εξαπλώθηκαν σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ιταλία το 1968, η Αγγλία το 1969, η Γερμανία το 1970 και να καταλήξουν (και) στην Ελλάδα την δεκαετία του 80 καθώς υπήρχε αύξηση των ενοικίων και έπειτα στις αρχές του 90 για να αντιμετωπίσουν την μεγάλη αύξηση της τιμής της γης και των κατοικιών.

Οι καταλήψεις χρησιμοποιήθηκαν σιγά σιγά και για άλλους λόγους ως πολιτικά ή ακόμη και πολιτιστικά κέντρα από διάφορες ομάδες στις κοινωνικές παρυφές. Και η Libertatia, με όλα τα καλά και τα κακά που υπάρχουν σε κάθε χώρο (ακόμη και στους πιο κυριλέ) και που δεν μπορούν -δεν πρέπει- να απαντώνται με εμπρησμό (κι ας το κατάπιε η σιωπηλή κοινωνία) υπήρξε μέρος της. Και κανένα από τα κυρίαρχα αφηγήματα των ΑΡΔ δεν φωτίζει κι αυτήν την πλευρά της.