Στο προηγούμενο σημείωμά μας λέγαμε ότι η Ολιγαρχία επιτίθεται με λύσσα εναντίον της αριστερής αντιπολίτευσης προκειμένου να την στριμώξει στην προκρούστεια κλίνη της. Η κυβέρνηση – εταίρος της δείχνει να τα πηγαίνει περίφημα με το σύστημα Προπαγάνδα & Καταστολή που εφαρμόζει, ενώ το αναπαλαιωμένο δόγμα αυτής της ιλουστρασιόν εκδοχής της Δεξιάς: «Πατρίς – Θρησκεία- Τηλεόραση»  μοιάζει να κατακτά τις καρδιές όλων.

Ads

«Κάθε αντίσταση είναι μάταιη», λοιπόν; Σχεδόν, αλλά όχι ακριβώς. Σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της πληροφορίας πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα πράγματα δεν είναι ίδια όπως τη δεκαετία του ’90 που εδραιώθηκε η κυριαρχία των media. Τα ψηφιακά μέσα πληθαίνουν όπως και οι φωνές που εκφράζονται μέσω των κοινωνικών δικτύων. Αυτό δημιουργεί έναν πλουραλισμό. 

Ωστόσο η αξιοπιστία της εναλλακτικής πληροφόρησης είναι μειωμένη σήμερα σε σχέση με παλιότερα, λόγω της διασποράς ψευδών ειδήσεων. Δεν είναι τα μεγάλα Μ.Μ.Ε. ο αντίπαλος – αυτά κάνουν τη δουλειά για την οποία πληρώνονται -, αλλά τα fake-news.

Το θετικό στην υπόθεση είναι ότι έγκειται στους ίδιους τους πολίτες ο έλεγχος της είδησης, η διασταύρωσή της καθώς και ο έλεγχος αξιοπιστίας της πηγής. Όσο όμως αξιόπιστες και αν είναι οι εκτός κεντρικών μίντια ειδήσεις, η εμβέλειά τους είναι κατά κανόνα περιορισμένη λόγω της κοινωνικής πόλωσης. Σε αυτό βοηθούν και οι αλγόριθμοι των social media και των μηχανών αναζήτησης που προσπαθούν να εμφανίζουν στο πελάτη-χρήστη «αυτά που θέλει» κι έτσι φθάνουμε στο σημείο να ζούμε σε παράλληλες πραγματικότητες.

Ads

Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα: Για τον αναγνώστη μιας τυπικής «κεντρώας» εφημερίδας που ενημερώνεται από τις ειδήσεις στην τηλεόραση, δεν υπήρχε καν θέμα με τα voucher σε επιστήμονες, ενώ, από την άλλη πλευρά, μια μεγάλη μερίδα κόσμου γελούσε με τη φαντασμαγορία των Σκόιλ Ελικίκου. Όταν η δεύτερη ομάδα μεγάλωσε επικίνδυνα και φάνηκε ότι πλέον η πληροφορία δεν ελέγχεται, τότε και μόνο τότε ο αρμόδιος υπουργός κ. Βρούτσης ανέκρουσε πρύμναν. Όμως, το κάθε θέμα δεν μπορεί να αφορά ταυτόχρονα πολλούς ανθρώπους (χιλιάδες δικαιούχοι), να επιδέχεται καλύτερης προφανούς λύσης( η απόδοση των χρημάτων απ’ ευθείας στους επιστήμονες) ενώ ταυτόχρονα να σκορπάει άφθονο γέλιο (που χρειαζόμαστε).

Αναγκαίος, λοιπόν, ο ήρεμος και πολιτισμένος διάλογος αντί της πόλωσης.

Η συνταύτιση της παρούσας ηγεσίας της Ν.Δ. με την εγχώρια ελίτ παρουσιάζεται από πολλούς ως φυσική τοποθέτηση της Δεξιάς. Μπορούμε όμως να θυμηθούμε ότι η Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή κέρδισε τις εκλογές του 2004 με κυρίαρχο αίτημα να συντριβούν οι «έξι- επτά νταβατζήδες» που απομυζούν τον πλούτο της χώρας και πνίγουν τη δημοκρατία. Ο στόχος μπορεί να μην επετεύχθη, αλλά το γεγονός αυτό και μόνο καταδεικνύει ότι η βάση των ψηφοφόρων της συντηρητικής παράταξης κάθε άλλο παρά ευθυγραμμισμένη είναι με τα συμφέροντα της Ολιγαρχίας. Από την άλλη πλευρά η ενίσχυση της κυβέρνησης με γνωστούς αστέρες  του εκσυγχρονισμού, δεν δείχνει τον προοδευτισμό της αλλά αποκαλύπτει τους βαθύτερους δεσμούς  της με την εγχώρια ελίτ. Υπάρχει, λοιπόν, αντίθεση μεταξύ βάσης-ηγεσίας την οποία μόνο ο τυφλός φανατισμός μπορεί να καλύψει.

Οι προοπτικές για την οικονομία μας, όπως και για την παγκόσμια άλλωστε, διαγράφονται δυσοίωνες. Όμως υπάρχει η δυνατότητα να δοθεί νέα προοπτική στη χώρα και να αποφύγουμε την επαπειλούμενη κορονο-λιτότητα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης μπορούν να θέσουν ρεαλιστικούς στόχους για αναδιανομή του πλούτου, αύξηση της απασχόλησης, ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, διαφάνεια και αξιοκρατία. Μπορούν να αλλάξουν την ατζέντα, αρκεί να βγουν από τη θαλπωρή της βολικής αυτάρκειάς τους.