Η οριστικοποίηση των υποψηφιοτήτων ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για τον Δήμο της Αθήνας προσγειώνει τις προσδοκίες για την οποιαδήποτε ανατροπή στα δημοτικά πράγματα της πρωτεύουσας. Απέναντι σε έναν κακό και διαχειριστικά ανεπαρκή δήμαρχο-έμβλημα του μητσοτακικού νεποτισμού και της ανιψιοκρατίας, τα δύο κοινοβουλευτικά κόμματα προτίμησαν “ασφαλείς” υποψηφιότητες κομματικής καταγραφής.

Ads

Όπως έχουν τα πράγματα, μόνο μια συνεργασία εκτός των κομματικών τειχών τους θα μπορούσε να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία Μπακογιάννη, αλλά κάτι τέτοιο απορρίφθηκε με την εξαρχής κάθετη άρνηση του ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη και βεβαια με τα ανερμάτιστα πηγαιν-έλα του ΣΥΡΙΖΑ.

Με δεδομένο τον ενεργό κίνδυνο της ανασύνταξης της χρυσαυγίτικης ακροδεξιάς στο πρόσωπο του καταδικασμένου ναζιστή Κασιδιάρη που ανακοίνωσε υποψηφιότητα, τα δύο κόμματα ανέλαβαν ακέραια την πολιτική ευθύνη με τις επιλογές τους.

Η πρόθεση υποβολής υποψηφιότητας από τον Δημήτρη Χριστόπουλο αποτέλεσε ίσως τη μόνη στιγμή που το ζοφερό αυτό σκηνικό φαινόταν να αντιστρέφεται. Ο Χριστόπουλος έχει κάποια πανθομολογούμενα πλεονεκτήματα σε σχέση με τις τελικές επιλογές των δύο κομμάτων και τα γράφω όχι επειδή είναι φίλος μου:

Ads

Ζει στην Αθήνα και ξέρει από πρώτο χέρι τα προβλήματά της. Διδάσκει στο δημόσιο πανεπιστήμιο και είναι ένας από τους ελάχιστους επιδραστικούς δημόσιους διανοούμενους που διαθέτουμε.

Είναι προοδευτικός, αλλά “ακούει” ό,τι είναι σοφό στην παράδοση. Έχει χαρισματική προσωπικότητα και πολιτικό αισθητήριο. Μπορεί να “τα λέει” σε μαζικά ακροατήρια, κάνοντας πενηνταράκια σύνθετες έννοιες με λόγο απλό και κατανοητό.

Ξέρει να συνθέτει πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους, σίγουρα στο εύρος ανάμεσα στην ανανεωτική αριστερά, τη σοσιαλδημοκρατία και το πολιτικά φιλελεύθερο κέντρο.

Τυχόν υποψηφιότητά του δεν θα ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα ούτε η επιτυχία της θα ήταν εξασφαλισμένη. Θα είχε να παλέψει σκληρά την αναγνωρισιμότητα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα – ας μην μπερδεύουμε τον κύκλο των φίλων μας με το εκλογικό σώμα. Και θα έπρεπε να υπερβεί την εικόνα του καθηγητή που μιλάει για τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά αγνοεί την καθημερινή διαχείριση (η δεύτερη, καταστροφική τετραετία Καμίνη έκαψε αυτόν τον πολιτικό ανθρωπότυπο για πλατιά ακροατήρια ) δίνοντας υλικό διακύβευμα στους εν δυνάμει ψηφοφόρους του: εργαζόμενους, φτωχούς και ξεχασμένους της πόλης, νέες και νέους, κοκ.

Όμως η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ να τον στηρίξουν δεν είχε να κάνει με αυτές τις δυσκολίες, αλλά με τον πυρήνα του Χριστόπουλου: με το γεγονός ότι δεν θα δεχόταν να είναι μια μαριονέτα οποιουδήποτε κομματικού επιτελείου και ταυτόχρονα με τον ριζοσπαστικό μεταρρυθμισμό του.

Από διαφορετικούς δρόμους αλλά με το ίδιο τελικό αποτέλεσμα, οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ έχουν καταλήξει ότι πολιτικές που συγκρούονται με τις κρατικές ιεραρχίες και την “κοινή γνώμη” που αυτές διαμορφώνουν (από τους μετανάστες και τα “εθνικά θέματα” μέχρι την ασυδοσία των δυνάμεων καταστολής και τους ατέλειωτους σκελετούς του βαθέος κράτους) είναι ανέφικτες και εξ ορισμού μειοψηφικές.

Γι’ αυτό εξάλλου από το 2011 και μετά, η άκρα δεξιά πρέπει απαραιτήτως να εκπροσωπείται σε κάθε κυβέρνηση (δεξιά, κεντρωα ή αριστερή) ώστε να κατευνάζει την εξαλλοσύνη ενός κράτους που όλο και περισσότερο παρακρατεί. Ακόμα και στο πλαίσιο μιας αυτοδιοικητικής καμπάνιας, ο Χριστόπουλος θα συνιστούσε μια ρήξη με αυτές τις παραδοχές, εξού και “κόπηκε”. Για να το πούμε απλά: Δεν θα μπορούσε να είναι ο κοινός υποψήφιος του υπαρκτού ΣΥΡΙΖΑ και του υπαρκτού ΠΑΣΟΚ, γιατί πολύ απλά δεν τους αντιστοιχεί και δεν τους αξίζει.

Τελευταίο. Θα μου πει κάποιος: και τι σε κόφτει εσένα που ούτως ή άλλως θα στήριζες τον/την υποψήφιο/α (κοινό, ελπίζω ακόμα) των δημοτικών σχημάτων της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστερας;

Με κόφτει και με παρακόφτει: η παρουσία του Χριστόπουλου θα ανέβαζε τον πήχυ της δημόσιας συζήτησης εν όψει εκλογών. Θα έθετε σε κίνδυνο μια δεύτερη θητεία Μπακογιάννη. Θα ανάγκαζε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να γίνουν καλύτερες, πολλώ δε μάλλον την “εκτός των τειχών” αριστερά. Είναι κρίμα ότι έχει λίγο πολύ επικρατήσει μια αντίληψη ότι οι ψηφοφόροι της αριστεράς είναι ένας πεπερασμένος κλειστός αριθμός για τον οποίο ερίζουν κάποιες οργανωμένες δυνάμεις.

Πρόκειται για άποψη ανιστόρητη: τα ρεύματα της μεταρρυθμιστικής, της ριζοσπαστικής και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ανέβαιναν πάντα ταυτόχρονα, τροφοδοτούμενα από μεγάλα παλιρροϊκά κύματα. Η νίκη των επαναστατικών ρευμάτων δεν έγινε ποτέ στη γυάλα της στενής τους καθαρότητας.

Και τώρα; Τώρα θα προχωρήσουμε με αυτά που έχουμε και θα συνεχίσουμε να κάνουμε αυτά που πρέπει να κάνουμε.

Και ποιός ξέρει; Η ιστορία έχει πάντα τον τρόπο της να μας εκπλήσσει.

 

Πηγή: Facebook