Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι ένα από τα κείμενα που έχουν μεταφραστεί περισσότερο στον κόσμο. Στην αγγλική μετάφραση  με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι σήμερα, αποδόθηκε περίφημα με τον μνημειώδη εναρκτήριο στίχο «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη – το φάντασμα του κομμουνισμού».  Ωστόσο δεν εμφανίστηκε έτσι στην πρώτη μετάφραση η οποία έλεγε: «Ένα τρομακτικό ξωτικό καταδιώκει την Ευρώπη. Μας στοιχειώνει ένα φάντασμα, το φάντασμα του κομμουνισμού».

Ads

Η μετάφραση του «τρομακτικού ξωτικού» εμφανίστηκε το 1850 στην Λονδρέζικη εφημερίδα The Red Republican. Το όνομα της αντιπροσώπευε τη συνένωση δύο προοδευτικών ρευμάτων σκέψης: της μέχρι τότε κυρίαρχης επαναστατικής παράδοσης του ρεπουμπλικανισμού με τα αναδυόμενα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κινήματα. Από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, ο ρεπουμπλικανισμός αντιπροσώπευε τη λαϊκή κυριαρχία, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Οι Ρεπουμπλικάνοι πίστευαν ότι οι πολίτες θα ήταν ελεύθεροι μόνο όταν θα ανέτρεπαν την κυριαρχία των βασιλιάδων και των αριστοκρατών, διατύπωναν τους δικούς τους νόμους και διαμόρφωναν οι ίδιοι την πολιτική τους.

Ξεχώριζαν έτσι όχι μόνο από τους φιλελεύθερους της εποχής, οι οποίοι τον 19ο αιώνα απέρριπταν αποφασιστικά τη δημοκρατία, αλλά και από τα πρώτα ρεύματα σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Αυτά τα ρεύματα ήταν- σχεδόν χωρίς εξαίρεση- αντιπολιτικά και αντιδημοκρατικά, σε βαθμό που είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητά από μια σύγχρονη προοπτική. Ή δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για πολιτική δέσμευση ή σε κάποιες περιπτώσεις αντιτάχθηκαν ακόμη και ρητά στην καθολική ψηφοφορία και σε μια δημοκρατική πολιτεία. Ο Red Republican ήταν μέρος ενός αναπτυσσόμενου κινήματος που προσπάθησε να αποτινάξει αυτά τα αντιπολιτικά στοιχεία και να συγχωνεύσει τον σοσιαλισμό με τον ρεπουμπλικανισμό.

Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέλεξαν το Red Republican για να διαδώσουν τις ιδέες τους στην αγγλική εργατική τάξη. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν στην πρώτη γραμμή αυτής της σύζευξης μεταξύ σοσιαλισμού και ρεπουμπλικανισμού και υπερασπίστηκαν αυτή τη θέση στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: υποστηρίζοντας  ότι η «εγκαθίδρυση της δημοκρατίας» ήταν η προϋπόθεση κάθε κοινωνικής χειραφέτησης. Αυτή ήταν μια επαναστατική θέση σε μια ήπειρο που κυριαρχούνταν από απολυταρχικά και ψευδο-συνταγματικά καθεστώτα. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ταυτόχρονα επέκριναν άλλα σοσιαλιστικά ρεύματα που απέρριπταν την «αντιπροσωπευτική κυβέρνηση… την αστική ελευθερία του Τύπου, το αστικό δίκαιο, την αστική ελευθερία και ισότητα» και είχαν «αντιταχθεί βίαια σε κάθε πολιτική δράση εκ μέρους της εργατικής τάξης». Με τη δια βίου πολιτική τους δέσμευση, ο Μαρξ και ο Ένγκελς έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη μετατόπιση του σοσιαλισμού προς μια δημοκρατική κατεύθυνση. Η δημιουργία αυτού του δημοκρατικού σοσιαλισμού είναι μια από τις πιο σημαντικές (και παραμελημένες) συνεισφορές τους.

Ads

Η ρεπουμπλικανική κληρονομιά του Μαρξ και του Ένγκελς αντικατοπτρίζεται επίσης στους πολιτικούς θεσμούς που θεωρούσαν απαραίτητους για τον κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτοί οι πολιτικοί θεσμοί συνδέονται συνήθως (αλλά παραπλανητικά) με την έννοια της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Αλλά ο Μαρξ χρησιμοποίησε αυτή τη φράση σπάνια και έτσι δεν δικαιολογείται η μεταγενέστερη ευρεία χρήση της από δογματικούς οπαδούς. Ο Μαρξ μιλούσε εξίσου συχνά για μια «κόκκινη δημοκρατία», τη «δημοκρατία της εργασίας» ή την «κοινωνική «δημοκρατία».

Η ιδέα του Μαρξ για την κοινωνική δημοκρατία διαμορφώθηκε μέσα από την Παρισινή Κομμούνα, την εξέγερση του 1871 στην οποία οι εργάτες κατέκτησαν για λίγο την πόλη και εισήγαγαν ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό πείραμα. Στα μάτια του, η Παρισινή Κουμμούνα είχε «προμηθεύσει τη Δημοκρατία με μια βάση πραγματικά δημοκρατικών θεσμών».

Η ιδέα της κοινωνικής δημοκρατίας περιέχει πολλούς από τους δημοκρατικούς θεσμούς που σήμερα δικαίως θεωρούνται αναγκαίοι, όπως η καθολική ψηφοφορία και τα πολιτικά δικαιώματα. Αλλά περιλαμβάνει επίσης δομές που ήταν απολύτως δεδομένες στη ριζοσπαστική ρεπουμπλικανική παράδοση, αλλά τώρα καταδικάζονται ως λαϊκιστικές, αν συζητηθούν καν.  Αυτές περιλαμβάνουν μηχανισμούς που φέρνουν τους εκλεγμένους αντιπροσώπους πιο κοντά στους ψηφοφόρους. Για παράδειγμα, ο Μαρξ πίστευε ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι δεν πρέπει να κερδίζουν πολύ περισσότερα από το μισθό των εργατών, καθώς οι υψηλότεροι μισθοί έτειναν να αποξενώνουν τους εκλεγμένους εκπροσώπους από τη ζωή των απλών ανθρώπων.

Επιπλέον, πίστευε ότι οι εκλογές θα πρέπει να διεξάγονται πολύ πιο συχνά, για παράδειγμα κάθε χρόνο, έτσι ώστε οι εκπρόσωποι να αναγκάζονται συνεχώς να ασχολούνται με τη βούληση των ψηφοφόρων. Πρότεινε ένα ακόμη ριζοσπαστικό μέσο ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες να τηρήσουν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις. Οι πολίτες θα είχαν τη δυνατότητα να ανακαλέσουν αμέσως τον εκπρόσωπό τους, όταν είχε παραβιαστεί η λαϊκή εντολή. Οι πολίτες θα είχαν επίσης την εξουσία να δίνουν δεσμευτικές οδηγίες στον εκπρόσωπό τους. Αυτή η αποκαλούμενη «επιτακτική εντολή» απαγορεύεται ρητά σήμερα σε πολλά «δημοκρατικά» συντάγματα, συμπεριλαμβανομένου του γερμανικού και του γαλλικού.

Αυτά τα ισχυρά μέτρα δημοκρατικής λογοδοσίας στην κοινωνική δημοκρατία του Μαρξ δεν θα εφαρμόζονταν μόνο στην πολιτική εκπροσώπηση, αλλά θα επεκτείνονταν και στη δημόσια διοίκηση. Με αυτόν τον τρόπο, η γραφειοκρατία, η αστυνομία, ο στρατός και τα δικαστήρια θα εκδημοκρατίζονταν. Στον πυρήνα της κοινωνικής δημοκρατίας εδράζεται η ιδέα ότι χρειάζονται πραγματικά δημοκρατικές δομές για να αλλάξει αποτελεσματικά η κοινωνία προς όφελος των εργαζόμενων μαζών.

Οι σύγχρονες δημοκρατικές δομές μας είναι φυσικά ένα τεράστιο βήμα προόδου σε σχέση με τους δεσποτικούς προκατόχους τους (κάτι που ο Μαρξ πάντα τόνιζε). Αλλά ιδρύθηκαν για να επιβραδύνουν ή ακόμα και να εμποδίσουν τον περαιτέρω κοινωνικό και δημοκρατικό μετασχηματισμό. Οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι διαθέτουν αφενός δημοκρατική νομιμότητα, αφετέρου όμως έχουν την απαραίτητη ανεξαρτησία για να αντισταθούν στα λαϊκά αιτήματα για κοινωνική βελτίωση. Ένας γραφειοκρατικός και στρατιωτικός μηχανισμός απομονωμένος από τις δημοκρατικές διαδικασίες χρησιμεύει ως ένα περαιτέρω προστατευτικό τείχος ενάντια στις πολιτικές φιλοδοξίες μιας εκλεγμένης αριστερής κυβέρνησης. Σε μια αστική δημοκρατία, η δημοκρατική βούληση δεν μπορεί να μετασχηματίσει τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Η κοινωνική χειραφέτηση χρειάζεται μια κοινωνική δημοκρατία.

* Bruno Leipold, διδάσκων πολιτικής θεωρίας στο The New Institute του Αμβούργου – Κείμενο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ (πρωτότυπη δημοσίευση στη γερμανική έκδοση του Jacobin)