Η απόφαση του παρισινού δικαστηρίου τη Δευτέρα να επιβάλει πενταετή απαγόρευση από τα δημόσια αξιώματα στη Μαρίν Λεπέν, ηγέτιδα του ακροδεξιού κόμματος Rassemblement National, σηματοδοτεί μια κρίσιμη εξέλιξη, όχι μόνο για το μέλλον της ίδιας, αλλά και για το πολιτικό τοπίο της Γαλλίας εν γένει.

Ads

Η ποινή, που συνοδεύεται από πρόστιμο προκύπτει από την καταδίκη της για υπεξαίρεση ευρωπαϊκών κονδυλίων καθώς το δικαστήριο ανακοίνωσε ότι βρήκε αποδείξεις για 40 εικονικά συμβόλαια σε μια περίοδο σχεδόν 12 ετών που αθροίζονται σε συνολική αξία 4,6 εκατ. ευρώ.

Παρότι η ετυμηγορία ήταν συνεπής με τον νόμο, εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για την αναλογικότητα της ποινής, τις πολιτικές της συνέπειες και τη μετατροπή της καταδίκης σε εργαλείο προπαγάνδας από το κόμμα της.

Πιάστηκε να κάνει αυτό που καταγγέλλει

Η καταδίκη βασίστηκε σε μεταρρύθμιση του 2016 που καθιστά την απαγόρευση από τα δημόσια αξιώματα αυτόματη συνέπεια για συγκεκριμένες καταδίκες διαφθοράς και υπεξαίρεσης. Από το 2004 έως το 2016, το κόμμα της Λεπέν φέρεται να προσέλαβε κομματικά μέλη (ακροδεξιούς ακτιβιστές) ως κοινοβουλευτικούς βοηθούς, οι οποίοι στην πραγματικότητα εργάζονταν αποκλειστικά για κομματικούς σκοπούς και όχι για τις ανάγκες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στη δίκη αποκαλύφθηκαν εσωτερικά μηνύματα στελεχών που τεκμηρίωναν την εν γνώσει παράκαμψη των κανόνων χρηματοδότησης από το Ευρωπαϊκό Ταμείο. Η πρακτική αυτή, ενσαρκώνει ακριβώς τον τύπο κατάχρησης που τα ακροδεξιά κόμματα καταγγέλλουν ως τη βάση της «διεφθαρμένης ελίτ».

Ads

Ωστόσο, η ειρωνεία είναι πικρή: το κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως αντισυστημικό και ασυμβίβαστο απέναντι στη διαφθορά, βρέθηκε ένοχο για ακριβώς τις ίδιες πρακτικές. Η υποκρισία είναι εξόφθαλμη, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η Λεπέν έχει στο παρελθόν επιδιώξει την εμπλοκή της Δικαιοσύνης για να πλήξει πολιτικούς της αντιπάλους. Με δεδομένο το ιστορικό του κόμματος —το οποίο ιδρύθηκε από αρνητές του Ολοκαυτώματος και πρώην συνεργάτες των Ναζί— η αφήγηση περί πολιτικής δίωξης αποπνέει ένα είδος πολιτικού κυνισμού. Παρά ταύτα, η ρητορική περί «εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης» φαίνεται να βρίσκει απήχηση στο εκλογικό ακροατήριο του Rassemblement National.

Η εργαλειοποίηση

Ο πρόεδρος του κόμματος, Ζορντάν Μπαρντελά, χαρακτήρισε την απόφαση «επίθεση της ελίτ στη δημοκρατία». Η δήλωση αυτή, αν και υπερβολική με βάση την πραγματικότητα —καθώς η υπόθεση εκκρεμούσε εδώ και δέκα χρόνια— αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής θυματοποίησης του κόμματος. Η ιδέα ότι οι αντίπαλοι χρησιμοποιούν θεσμούς όπως τα δικαστήρια για να καταπνίξουν τη λαϊκή βούληση γίνεται όλο και πιο κεντρική στην αφήγηση του ακροδεξιού κόμματος. Σε μια εποχή όπου η δυσπιστία προς τους θεσμούς βρίσκεται σε άνοδο, τέτοιες κατηγορίες ενδέχεται να ενισχύσουν την εκλογική συσπείρωση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αριστερά, και συγκεκριμένα το κόμμα «Ανυπότακτη Γαλλία», παρενέβη με δήλωση η οποία υπογράμμισε την αντίθεσή της στη χρήση των δικαστηρίων ως πολιτικών όπλων. Όπως ανέφερε, «ποτέ δεν επιδιώξαμε να χρησιμοποιήσουμε τα δικαστήρια για να νικήσουμε το Rassemblement National. Αντίθετα, πιστεύουμε στην κινητοποίηση του λαού». Η θέση αυτή αποκαλύπτει μια βαθύτερη θεσμική ανησυχία: ακόμη και όταν πρόκειται για έναν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο πολιτικό αντίπαλο, η υπερβολική επίκληση της ποινικής καταστολής μπορεί να υπονομεύσει τη δημοκρατική νομιμότητα.

Πολιτική αντιπαράθεση και όχι ποινική απαξίωση

Η αντίδραση του Rassemblement National στην καταδίκη της Λεπέν δεν περιορίζεται στην υπεράσπισή της. Το κόμμα επιχειρεί να οικειοποιηθεί τη ρητορική περί «υπεράσπισης της δημοκρατίας», αναστρέφοντας πλήρως τους ρόλους θύτη και θύματος. Παράλληλα, παρότι το κόμμα έχει εγκαταλείψει παλαιότερες θέσεις όπως η έξοδος από το ευρώ ή η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, διατηρεί την ταυτότητά του ως αντισυστημικός πόλος. Η καταδίκη της Λεπέν, αντί να αποδυναμώσει αυτή την εικόνα, ενδέχεται να την ενισχύσει, παρουσιάζοντάς την ως διωκόμενη από το κατεστημένο.

Η χρονική συγκυρία είναι επίσης κομβική. Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, το Rassemblement National φαινόταν έτοιμο για νίκη. Ο Μπαρντελά παρουσιαζόταν ως πιθανός πρωθυπουργός. Ωστόσο, η Αριστερά κατάφερε να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη μέσω συντονισμένης τακτικής ψήφου στον δεύτερο γύρο. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί το κόμμα της Λεπέν στην 3η θέση. Η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει ότι η εκλογική δυναμική του Rassemblement National παραμένει ισχυρή, αλλά όχι ανίκητη. Αυτό όμως απαιτεί πολιτική αντιπαράθεση και όχι ποινική απαξίωση.

Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση του δικαστηρίου, αν και νομικά τεκμηριωμένη, ενδέχεται να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ. Η εκλογική βάση της Λεπέν, ήδη καχύποπτη απέναντι στους θεσμούς, ενδέχεται να ερμηνεύσει την απόφαση ως επιβεβαίωση των φόβων της. Η ανάδειξη του θέματος σε διεθνή μέσα και πιθανές αντιδράσεις από ηγεσίες όπως του Ντόναλντ Τραμπ ή άλλων λαϊκιστών ηγετών, μπορεί να ενισχύσουν την αφήγηση περί «lawfare», της χρήσης δηλαδή της νομικής διαδικασίας ως πολιτικού όπλου.

Αυτό δημιουργεί ένα προηγούμενο με ευρύτερες συνέπειες για τη δημοκρατία. Πώς ισορροπεί μια φιλελεύθερη δημοκρατία μεταξύ της ανάγκης για λογοδοσία και της διατήρησης της πολιτικής ελευθερίας; Πότε μια ποινική καταδίκη παύει να είναι αντικειμενική απονομή δικαιοσύνης και μετατρέπεται σε εργαλείο πολιτικής αποδυνάμωσης; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα καθορίσουν όχι μόνο την πορεία της Λεπέν, αλλά και την ανθεκτικότητα των θεσμών έναντι του λαϊκισμού.

Συμπερασματικά, η υπόθεση Μαρίν Λεπέν αποτελεί πολύ περισσότερο από μια απλή δικαστική υπόθεση. Είναι ένα σύνθετο πολιτικό φαινόμενο όπου η διαφθορά, η υποκρισία, η θεσμική ευθύνη και η πολιτική στρατηγική διαπλέκονται. Αν και η καταδίκη της ικανοποιεί την αρχή ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου, το ερώτημα παραμένει: είναι δημοκρατικό το να αποκλείεται ηγετική πολιτική μορφή από την εκλογική διαδικασία μέσω δικαστικών αποφάσεων; Ειδικά όταν η απόφαση αυτή μπορεί να ενισχύσει —και όχι να αποδυναμώσει— τη ρητορική της μισαλλοδοξίας και της θυματοποίησης;

  • Το άρθρο υπογράφει ο David Broder, εκδότης του Jacobin για την Ευρώπη και ιστορικός του γαλλικού και ιταλικού κομμουνισμού.