Διαβάζουμε στην ανακοίνωση αποχώρησης της «Ομπρέλας» έναν συνοπτικό απολογισμό της δράσης της στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία συμμετείχαν ως υπουργοί.

Ads

Σημειώνουν, πως υπήρχαν «στιγμές που μας έκαναν να νιώσουμε υπερηφάνεια, όπως αυτή της συμφωνίας των Πρεσπών, της κάλυψης από το ΕΣΥ 2,5 εκατομμυρίων ανασφάλιστων, της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, της αποκατάστασης των συλλογικών συμβάσεων, της αύξησης του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του επονείδιστου υποκατώτατου για τους νέους, της δραστικής μείωσης της ανεργίας, των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, αλλά και παλαιότερα με τη συμμετοχή μας στα κοινωνικά κινήματα, στις πορείες για τον Γρηγορόπουλο, στις πλατείες, στο Κοινωνικό Φόρουμ, στο εργατικό και αντιρατσιστικό κίνημα, στον αγώνα για την υπεράσπιση του άρθρου 16, σε τόσα άλλα….».

Ποια είναι όμως αυτά τα τόσα άλλα; Ας τα υπενθυμίσουμε, διότι η Ομπρέλα δεν έκανε τον κόπο να τα θυμηθεί.

1) Παραχώρηση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας στο Υπερταμείο. (Τσακαλώτος).

Ads

2) Παραχώρηση όλων των ενυπόθηκων δανείων των ελλήνων πολιτών και ταυτόχρονα των ακίνητων περιουσιών τους σε κερδοσκοπικά funds του εξωτερικού (Σταθάκης και Τσακαλώτος).

3) Κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας (Αχτσιόγλου),

4) Μεταφορά πλούτου από τη μεσαία και κατώτερη τάξη στην ανώτερη, με εξοντωτική άμεση φορολογία (Τσακαλώτος, Δραγασάκης και Κατρούγκαλος) και

5) Γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, σε λιμάνια, αεροδρόμια και ακίνητα του δημοσίου όπως:

  • το 67% του ΟΛΠ στην Cosco,
  • το 68% του ΟΛΘ σε κοινοπραξία Γάλλων, Γερμανών και Σαββίδη,
  • το 66% του ΔΕΣΦΑ στο όμιλο SENFLUGA Energa,
  • την ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην ιταλική Ferrovie Dello Stato Italiane S.p.A.,
  • το Ελληνικό στον Λάτση,
  • τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας, στη γερμανική Fraport,
  • το 49% του ΑΔΜΗE,
  • το 5% των μετοχών του ΟΤΕ (από 6% που είχαν μείνει στο ελληνικό δημόσιο) στη γερμανική Deutsche Telecom,
  • τον Αστέρα Βουλιαγμένης, την Κασσιόπη στην Κέρκυρα, μια έκταση 490 στρεμμάτων, στην NCH Capital Inc (Τσακαλώτος).

Kαι άλλα ων ουκ έστι αριθμός.

Πρόκειται φυσικά για μια αμιγώς νεοφιλελεύθερη πολιτική. Ο Τσακαλώτος και η ομάδα του εμφανίζουν αυτές τις αποφάσεις τους ως υπαγορευόμενες από την τρόϊκα και από την υποχρέωση που είχε αναλάβει η χώρα να εξέλθει των μνημονίων και επίσης από την ανάγκη να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ένα αξιόπιστο αριστερό κόμμα.

Τα επιχειρήματα αυτά είναι φυσικά εντελώς αστήρικτα.

Διότι, πρώτον, πολιτική δεν κάνεις με προθέσεις, αλλά με πράξεις. Δεν κρίνουμε τις προθέσεις του Τσακαλώτου, αλλά τις πράξεις του.

Οι προθέσεις του μπορεί να είναι καλές και αριστερές, οι πράξεις του όμως είναι νεοφιλελεύθερες, δεξιές. Το γεγονός πως τον υποχρέωσαν δεν αξίζει καν σχολιασμού.

Δεύτερον, το να είσαι αξιόπιστος δεν είναι ίδιον της αριστεράς. Δεν είναι αριστερός λόγος, είναι κατεξοχήν δεξιός και μάλιστα κατεξοχήν νεοφιλελεύθερος, αμερικανικός.

Ο Τσακαλώτος στην ομιλία του στο Τριανόν τόνισε συναφώς, πως «κυβερνητισμός είναι να λες ό,τι νομίζεις ότι ο κόσμος θέλει να ακούσει, γιατί πιστεύεις ότι έτσι θα φτάσεις πιο γρήγορα στην εξουσία. Επειδή ο κόσμος θέλει και λέει διαφορετικά πράγματα, ο κυβερνητισμός είναι αδερφάκι του λαϊκισμού. Δεν κερδίζεις εκλογές έτσι, γιατί ο λαϊκισμός είναι αναξιόπιστος».

Αν θυμόμαστε όμως καλά, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος έξοδο από τα μνημόνια, δεν κέρδισε εκλογές επειδή ήταν «αξιόπιστος» και ταυτόχρονα, φυσικά, έκανε και επαρκή «λαϊκισμό», σύμφωνα με τον Τσακαλώτο. Και έχασε φυσικά τις εκλογές όταν έγινε «αξιόπιστος».

Το ζήτημα του αντι-λαϊκισμού και της «αξιοπιστίας», είναι η καρδιά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ιδεολογίας. Διότι, η νέα παγκόσμια πολιτική τάξη μεταφέρει συνεχώς εξουσία από την κοινωνία και το λαό, στην οικονομική και κοινωνική ελίτ, σε όφελος κυρίως του χρηματοπιστωτικού τομέα και των τεράστιων διεθνών επιχειρηματικών κολοσσών.

Η μεταφορά αυτή ισχύος καλύπτεται από κοινοβουλευτικό μανδύα, μιας πολιτικής τάξης που λογοδοτεί αποκλειστικά στους εγχώριους ολιγάρχες και στη διεθνή πολιτική συσσωμάτωση.

Ουσιαστικά ο κοινοβουλευτισμός λειτουργεί τυπικά, έχει καταργηθεί, όπως έχει εκλείψει και η διάκριση των εξουσιών. Η γενικευμένη αυτή μεταφορά ισχύος και ελέγχου στηρίζεται στην ιδεολογία του αντι-λαϊκισμού. Κάθε λαϊκή απαίτηση διαβάλλεται πλέον ως «λαϊκισμός». Και εξοβελίζεται στο πυρ το εξώτερον, είτε από τον Μητσοτάκη, είτε από τον Τσακαλώτο και τη Αχτσιόγλου.

Ξεχνάμε όμως, πως η βασική πολιτική παρακαταθήκη της νεωτερικής εποχής είναι πως η πολιτική ασκείται αποκλειστικά στο όνομα του λαού, ο οποίος είναι ο μόνος κριτής στον οποίο λογοδοτεί η πολιτική εξουσία. (Ρουσσώ).

Επομένως, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλάει για την «Συμφωνία Αλήθειας», είναι εντός θέματος. Είναι ένας συνεπής νεοφιλελεύθερος. Και όταν ο Τσακαλώτος η «Ομπρέλα» και η Αχτσιόγλου μιλάνε για «αξιοπιστία» και για «κίνδυνο λαϊκισμού», μιλάνε με τη γλώσσα του Μητσοτάκη, ο λόγος τους είναι η ηχώ της, είναι δηλαδή μια αριστερά της δεξιάς, ουσιαστικά μια συνιστώσα ενός ευρύτερου νεοφιλελεύθερου πολιτικού μπλοκ εξουσίας.

Απέναντι σ΄αυτήν την ιδιαίτερη πολιτική ομάδα που δρούσε εντός του ΣΥΡΙΖΑ με στόχο την υπονόμευση κάθε φιλολαϊκής εξαγγελίας του Τσίπρα προεκλογικά- διότι για να είσαι αξιόπιστος και όχι λαϊκιστής θα πρεπε να βγεις στην τηλεόραση και να ανακοινώσεις πως ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν γίνει κυβέρνηση, θα αυξήσει όλους τους φόρους – ο Κασσελάκης απάντησε πως στοχεύει σε έναν ΣΥΡΙΖΑ αριστερό μεν, πατριωτικό δε και κοντά στο λαό. Και πως έχει απέναντί του το διεφθαρμένο και διαπλεκόμενο πολιτικό καθεστώς, το οποίο, συν τοις άλλοις, έχει προκαλέσει και μια γενικευμένη ατιμωρησία και άρνηση απόδοσης δικαιοσύνης.

Γιατί ενοχλήθηκαν, εν προκειμένω, ο Τσακαλώτος, η «Ομπρέλα» και η Αχτσιόγλου; Διότι, όλα αυτά που λέει ο Κασσελάκης δεν κινούνται στη λογική της «αξιοπιστίας», αλλά κινούνται στη λογική του «λαϊκισμού».

Πολύ σωστά τα λένε.