Η ευκολία της απάντησης –όπως και η απουσία τέτοιων ερωτήσεων– αντανακλά τις βαθιές βεβαιότητες που μας διαπερνούν. Συχνά αναγνωρίζουμε στις σύγχρονές μας εξελίξεις χαρακτηριστικά αδιεξόδου που συνοδεύουν τις περιόδους οικονομικής κρίσης, πολιτικών μετασχηματισμών και κοινωνικής πόλωσης. Αν η κατάσταση είναι τόσο οριακή, όσο την περιγράφουμε και τη βιώνουμε, είναι ενδιαφέρον ότι σπάνια συζητούμε για τις οριακές διεξόδους που μπορεί αυτή να φέρει.

Ads

Στα μέσα Απριλίου, για παράδειγμα, ο Λορέντσο Μπίνι Σμάγκι, ιταλός τραπεζίτης και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, φέρεται να δήλωσε: «σύμφωνα με τις αναλύσεις μας, η αναδιάρθρωση του χρέους θα οδηγούσε στην κατάρρευση ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Αντιλαμβάνεται κανείς τι θα συνέβαινε αν κατέρρεαν οι ελληνικές τράπεζες. Θα γονάτιζε η ελληνική οικονομία και οι συνέπειες θα ήταν δραματικές για την κοινωνική συνοχή ακόμη και για τη διατήρηση της δημοκρατίας στη χώρα αυτή». Όσο και αν μία στρατιωτική δικτατορία παλαιού τύπου φαντάζει σήμερα εξωπραγματικό σενάριο, άλλο τόσο εξωπραγματική φαντάζει η βεβαιότητα για το αδιατάρακτο της αστικής δημοκρατίας και κυρίως η ενδόμυχη επιθυμία ότι θα συνεχίσουμε να ζούμε όπως περίπου ζήσαμε έως τώρα. 

Η ελληνική κοινωνία από το 1974 απολαμβάνει μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής σταθερότητας – ακόμα και κάποια μεμονωμένα επεισόδια της πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας, μπερδεμένα με φήμες για νυκτερινές στρατιωτικές ασκήσεις, απομακρύνσεις ανώτατων βαθμοφόρων και σχέδια λαϊκής επαγρύπνησης έχουν ξεχαστεί και δεν έχουν αφήσει το παραμικρό ίχνος στις κατοπινές εξελίξεις. Οι τέσσερεις δεκαετίες εμβάθυνσης της αστικής δημοκρατίας, των δημοκρατικών θεσμών, της πολιτικής ισότητας εξόρισαν τις φοβίες για τον κόσμο του παρακράτους και των χωροφυλάκων, εκμηδένισαν τις αναφορές στα «κέντρα ανωμαλίας», δημιούργησαν την βεβαιότητα της οριστικής υπέρβασης των διαχωρισμών και των διαιρέσεων της μετεμφυλιακής εποχής. Το τρίπτυχο δημοκρατία-σταθερότητα-πλουραλισμός αντικατέστησε, ή έστω περιόρισε καθοριστικά, την παρουσία του πατρίς-θρησκεία-οικογένεια στο δημόσιο λόγο, ενώ οι βαθιές αλλαγές στην καθημερινή ζωή ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων δημιούργησαν την αίσθηση ενός γενικευμένου εξισωτισμού. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου ανάμεσα στο 1970 και στο 2010, η πρόσβαση σε καταναλωτικά αγαθά, το γεφύρωμα του χάσματος που χώριζε την ελληνική κοινωνία από αυτές του προηγμένου καπιταλιστικού κόσμου συντέλεσαν στην περαιτέρω ταύτιση της αστικής δημοκρατίας με την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία. 

Ο λόγος και η πρακτική της ελληνικής αριστεράς συνιστά έναν δείκτη της μετατόπισης προς τον κόσμο των βεβαιοτήτων. Η έξοδος από την μακρά παράδοση της καχυποψίας έναντι του αστικού κόσμου και από τις εμπειρίες της παράνομης δράσης συνοδεύτηκε από την απώθηση της συζήτησης για το ενδεχόμενο μίας νέας εκτροπής. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα γεγονότα του 1967 απέκτησαν τη δική τους θέση στο διαδοχικό σχήμα των ηρωικών στιγμών του κινήματος, δίχως ιδιαίτερο προβληματισμό για τις επιλογές της προδικτατορικής αριστεράς και της συνέπειες αυτών όταν εκδηλώθηκε το  πραξικόπημα. Η εμμονική συνωμοτικότητα έδωσε σύντομα τη θέση στην απαξίωση κάθε πρακτικής που παρέπεμπε στις εποχές «που φοβόμασταν τη σκιά μας», ενώ με ανάλογο τρόπο ένα πέπλο αδιαφορίας κάλυψε τα μεμονωμένα εγνωσμένα περιστατικά παρακρατικής δράσης ή διείσδυσης και παρακολούθησης πολιτικών χώρων. Η σταδιακή απόσυρση από το προσκήνιο μιας παλαιότερης γενιάς αγωνιστών επιτάχυνε τις τάσεις αυτές, οι οποίες βρίσκονταν σε αρμονία με την ανακούφιση και τις βεβαιότητες του κοινωνικού και πολιτικού ακροατηρίου της αριστεράς, που ύστερα από δεκαετίες παραγκωνισμού αισθανόταν ότι οι κακές εποχές είχαν παρέλθει οριστικά. Με έναν τρόπο, ανάλογες μετατοπίσεις καταγράφηκαν σε σχέση με τον στρατηγικό στόχο του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Η επαναστατική προοπτική προσέλαβε χαρακτηριστικά ρητορικής επαγγελίας για κλειστούς κύκλους, φολκλορικό στοιχείο σε στιγμές ψυχικής –και μόνο- ανάτασης του κινήματος, προσδοκία ενός ακαθόριστου μέλλοντος, που συχνά αποκτούσε χαρακτηριστικά χιλιαστικής αναμονής.

Ads

Δίχως το φόβο της παρανομίας, δίχως την έξαψη της επανάστασης. Σίγουρα χρειάζεται μία συστηματικότερη εξέταση των αφορισμών αυτών, η οποία θα συνδέσει τις ψυχολογικές στάσεις του φόβου ή της έξαψης με πολιτικές αναλύσεις, την ορθολογική εκτίμηση της πραγματικότητας, τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς του ίδιου του ακροατηρίου της αριστεράς, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας. Παρόλα αυτά, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι τις τελευταίες δεκαετίες πορευτήκαμε με βεβαιότητες – όχι όμως της νομοτελειακής επανάστασης, αλλά της σταθερότητας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της αστικής δημοκρατίας. Η υπόθεση της επανάστασης, όπως και της παρανομίας, ήταν αντικείμενο ιστορικής μελέτης ή εικόνα εξωτική από άλλες περιοχές του πλανήτη. Τις βεβαιότητες ανατροφοδοτούσε η κατοχύρωση της αριστεράς, το γεγονός ότι η κυρίαρχη ιδεολογία συντίθετο και από ψηφίδες αριστερής κοπής. Άνθρωποι που έγιναν τοτέμ, όπως ο Θεοδωράκης ή ο Γλέζος, ακούσματα που έγιναν ήχοι της καθημερινότητας στο μετρό (πάλι ο Θεοδωράκης εδώ), κείμενα και αναμνήσεις που μπήκαν στα σχολικά αναγνωστικά, ημερομηνίες που έγιναν κρατικές εορτές, όπως η 17 Νοέμβρη, φίλοι και σύντροφοι σε θέσεις κλειδιά του μηχανισμού: όχι εκδότες, μα διευθυντές σύνταξης, όχι μεγαλομέτοχοι, αλλά διευθυντές παραγωγής, όχι βουλευτές αστικών κομμάτων, μα σύμβουλοι σε διάφορα πόστα γύρω από αυτούς. Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο ήταν να σαν να όριζε ότι η αριστερά θα μπορούσε να αναπαράγεται ανενόχλητη, δίχως όμως ταυτόχρονα να διαταράσσει την κοινωνική συναίνεση. Στην πορεία αυτή δεν έλειψαν οι εντάσεις, οι αντιφάσεις, οι στιγμές που η αριστερά στοχοποιήθηκε, λοιδορήθηκε, έγινε στόχος παρακρατικών επιθέσεων, θεωρήθηκε επικίνδυνη για την κοινωνική συνοχή ή έστω τροχοπέδη στα φιλόδοξα σχέδια των κάθε λογής αναδιαρθρώσεων. Ακόμα όμως και αυτά τα επεισόδια φάνταζαν συνήθως ως αναταράξεις σε μια προκαθορισμένη διαδρομή με γνωστή αφετηρία και προορισμό. Έτσι, σημαντικές εξελίξεις και τομές ελάχιστη ανησυχία δημιουργούσαν. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η ψήφιση των διαδοχικών τρομονόμων είναι χαρακτηριστικός της αναντιστοιχίας μεταξύ των ρητορικών εξάρσεων για το «τέλος των πολιτικών δικαιωμάτων» και της ουσιαστικής απραξίας στην αμφισβήτηση και απονομιμοποίηση του νέου κατασταλτικού πλαισίου. 

Η ένταση και η διάρκεια της οικονομικής κρίσης έχει φέρει στο προσκήνιο τη γύμνια και την αναποτελεσματικότητα που συσσώρευσαν τα χρόνια των βεβαιοτήτων και της συναίνεσης. Ακόμα και τώρα, τάσεις που θα έπρεπε να ιεραρχηθούν ως ιδιαίτερα σημαντικές και ανησυχητικές μένουν να αιωρούνται, ενώ η αριστερά δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την επιτάχυνση του κοινωνικού χρόνου. Όπως η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί αμήχανη το τέλος των βεβαιοτήτων που εξασφάλιζε το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης, έτσι και η αριστερά παρακολουθεί εξ αποστάσεως την σοβαρότερη πολιτική και οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Ταυτόχρονα, το τελευταίο διάστημα διακρίνεται μία όξυνση φαινομένων και περιστατικών, που ενώ θα έπρεπε να προβληματίζουν εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως μεμονωμένα. Πολιτικά στέκια και χώροι γίνονται στόχοι εμπρηστικών επιθέσεων με αξιοσημείωτη πυκνότητα, οι μηχανισμοί της ασφάλειας παρεμβαίνουν εξόφθαλμα στις μαζικές διαδηλώσεις, οι μονάδες καταστολής περικυκλώνουν προληπτικά τους διαδηλωτές, εφορμούν και χρησιμοποιούν τα χημικά με την παραμικρή αφορμή, ενώ στις δικαστικές αίθουσες διαδοχικές, νομότυπες, αποφάσεις κηρύσσουν το απεργιακό δικαίωμα παράνομο, για να μην αναφερθούμε στην εξόφθαλμη εξόντωση ανθρώπων με βάση την πολιτική τους στράτευση και μόνο. Στη διαδήλωση της 6ης Δεκεμβρίου του 2010, για τα δύο χρόνια από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, εφαρμόστηκε ένα πρωτοφανές μέτρο απαγόρευσης της κυκλοφορίας μόλις μία εβδομάδα πριν την πανεργατική απεργία, ενώ η συγκέντρωση στα Προπύλαια διαλύθηκε από την επίθεση των ΜΑΤ πριν ακόμα ξεκινήσει η διαδήλωση. Είναι σαφές ότι οι οργισμένες ανακοινώσεις της επόμενης μέρας πολύ λίγο μπορούν να αποτελούν απάντηση σε τέτοιου είδους κλιμάκωση της καταστολής.

Το πρόβλημα προφανώς δεν περιορίζεται, ούτε έγκειται κυρίως, στην αποφασιστικότητα της αστυνομίας. Το κύριο ζήτημα αφορά την προσπάθεια δημιουργίας μίας νέας κοινωνικής συναίνεσης γύρω από την αναγκαιότητα των κατασταλτικών επιλογών και η ταυτόχρονη πορεία προς την απονομιμοποίηση της πολιτικής ανυπακοής. Συστηματικές παρεμβάσεις στον τύπο κάνουν λόγο για το τέλος της ανοχής έναντι των δυναμικών μειοψηφιών, με την ταυτόχρονη φιλική παραίνεση προς την αριστερά να μην εξωθεί τα πράγματα στα άκρα, διότι δημιουργεί προϋποθέσεις εμφάνισης μηχανισμών που θα στραφούν εναντίον της – δίχως φυσικά αυτοί να κατονομάζονται. Ταυτόχρονα, σε διάφορους χώρους διαμόρφωσης της κοινής γνώμης συχνά με το πρόσχημα της κρίσης περιθωριοποιούνται οι φορείς ριζοσπαστικών απόψεων, ενώ η επίκληση του «συνταγματικού τόξου» επιχειρεί να ορίσει το ποιοι δικαιούνται να ομιλούν. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα της αριστεράς έχει εδώ και χρόνια εξανεμιστεί. Στον Άγιο Παντελεήμονα όταν οι παρακρατικοί επιτέθηκαν στους υποψηφίους της αριστεράς στις δημοτικές εκλογές, ήταν πολύ λίγοι αυτοί που αυθόρμητα κινήθηκαν να τους υπερασπιστούν. Το ενδεικτικό αυτό επεισόδιο μπορεί να γίνει σκηνή από ένα επικείμενο μέλλον, με την αριστερά περιορισμένη στα μεσαία στρώματα και στη διανόηση να κινείται σε σύμπαντα ξένα με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και τους πραγματικά κολασμένους. Η βρισιά «φασίστας» έχει μικρή βαρύτητα πλέον στο πολιτικό και κοινωνικό χρηματιστήριο, ανάλογα μικρή με τις φράσεις-κλισέ για τα «ανθρώπινα δικαιώματα», το «άσυλο», τις «δημοκρατικές ευαισθησίες», που αδυνατούν να συνδεθούν με τις πιεστικές καθημερινές αναγκαιότητες και τα κοινωνικά αδιέξοδα. Όσο οι πρακτικές της αριστεράς αδυνατούν να εμπνεύσουν συλλογικές αντιστάσεις, έμπρακτες μορφές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας και να απαντήσουν θετικά στο ερώτημα «και τώρα τι;», η κοινωνική της περιθωριοποίηση θα επιτείνεται. Kαι σε αυτήν την περίπτωση, όντως δεν θα χρειαστεί καμία δικτατορία να σώσει τη χώρα από την καταστροφή. 

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Λεύγα (www.levga.gr) και αναδημοσιεύθηκε από το Rednotebook