Το απόγευμα της Κυριακής, όταν έγινε γνωστό ότι διακόπηκαν οι διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες και υπάρχει σκηνικό ρήξης/αδιεξόδου, παρακολουθούσα μαθητικές σκυταλοδρομίες και διάβασα τα νέα σε sms.

Ads

Από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να αποφύγω τα τηλέφωνα, έτσι όσοι κάθονταν κοντά μου ενημερώθηκαν χωρίς να το επιδιώκουν. Δεν χάλασε καθόλου η διάθεσή τους. Συνέχιζαν να παρακολουθούν και μετά να αγκαλιάζουν τα παιδιά τους με χαρά, να συζητούν μεταξύ τους για το πρόγραμμα των διακοπών – όχι ότι φαινόταν να μην έχουν προβλήματα, αλλά, όπως οι περισσότεροι, έχουν μάθει πια να ζουν με αυτά.

Δυσκολεύτηκα όταν κάποιος με ρώτησε πού οφείλεται η εμπλοκή (για την οποία με άκουγε να μιλάω). Αν έλεγα ότι η κυβέρνηση και οι πιστωτές βρίσκονται σε απόσταση μέτρων άμεσης απόδοσης 2 δισ ευρώ μάλλον δεν θα γινόταν εντελώς κατανοητό – γιατί δεν θα ήταν. Αν έλεγα ότι υπάρχει αμοιβαία καχυποψία ως προς τις προθέσεις της κάθε πλευράς και η έλλειψη εμπιστοσύνης φέρνει κοντά τον κίνδυνο ατυχήματος, πάλι δεν θα έπειθα.

Αν έβρισκα διέξοδο στην παρουσίαση δύο εκδοχών, ότι κάποιοι πιστεύουν πως η κυβέρνηση έχει χάσει πολύτιμο χρόνο και την αξιοπιστία της, ενώ άλλοι αντιτείνουν ότι οι εταίροι έχουν τιμωρητική διάθεση απέναντι στην πρώτη φορά Αριστερά, δύσκολα θα ικανοποιούσα το συνομιλητή μου. Αλλά τι είναι αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί και να είναι ακριβές, διεισδυτικό και αντικειμενικό;

Ads

Μέσα σε μια τέτοια απορία συνειδητοποίησα με έναν καινούργιο τρόπο τη σημασία της μεθόδου των διαρροών και του πέπλου αδιαφάνειας γύρω από τη διαπραγμάτευση που αποφασίστηκε όχι από την ελληνική πλευρά αλλά από εκείνη των πιστωτών. Λέγεται πως ήταν μια ιδέα του Β. Σόιμπλε και ότι ζητήθηκε πολύ επιτακτικά από την ελληνική αντιπροσωπεία να τηρούνται οι κανόνες εχεμύθειας.

Κάπως έτσι χανόμαστε για μήνες στη μετάφραση των μηνυμάτων που έρχονται από “ανώνυμες πηγές” και από “κύκλους κοντά στη διαπραγμάτευση”, αντιφατικά συχνά μεταξύ τους, τόσο που πολλές φορές δεν βγαίνει κανένα νόημα από το άθροισμά τους. Με τον τρόπο αυτό, όμως, διευκολύνεται το blame game και η εσωτερική πολιτική διαχείριση από όλους τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ μπορεί να διαψεύδει ότι εισηγείται μείωση συντάξεων αντί για περικοπή αμυντικών δαπανών και να το αποκαλύπτει η FAZ.

Οι “θεσμοί” μπορούν να διαψεύδουν τα non paper του Μεγάρου Μαξίμου που αποδίδουν το αδιέξοδο στη στάση του ΔΝΤ και να εμφανίζονται ενωμένοι σε ένα κοινό μέτωπο. Ο γερμανικός τύπος μπορεί να γράφει για τους “ελληνικούς καβγάδες” Μέρκελ-Σόιμπλε και οι εκπρόσωποί τους να τα απορρίπτουν ως ευφάνταστα σενάρια. Γενικά, κανείς -εκτός από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές- δεν μπορεί να ξέρει με ασφάλεια τι ακριβώς έχει συμβεί και φτάσαμε ως εδώ. Η ασάφεια υποβάλλει την άγνοια που τη θέλουν οι αρχιτέκτονες του αδιεξόδου.

Φτάνει να ξέρουν οι ευρωπαϊκοί λαοί και τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια ότι εμπλοκή οφείλεται στο ότι δεν είναι συνεργάσιμη και σοβαρή η ελληνική κυβέρνηση. Γιατί αν είχε τραβηχτεί η κουρτίνα και τα έβλεπαν όλα, τότε θα διαπίστωναν ότι δίνεται μάχη για την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων (καθόλου σημαντικό δημοσιονομικά) και για την αύξηση του ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης όπως είναι το ρεύμα. Θα καταλάβαιναν ότι οι προτάσεις των θεσμών ακόμη και αν εφαρμόζονταν δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα απέδιδαν, μπορεί και να ενημερώνονταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται να κάνει στο ασφαλιστικό αυτά που οι προηγούμενοι “μνημονιακοί” δεν έκαναν με την ανοχή της Τρόικας.

Με αυτή την έννοια ήταν πολύ έξυπνη ιδέα να γίνεται η διαπραγμάτευση στα σκοτεινά, γιατί έτσι διευκολύνονται οι διαφορετικές, ακόμη και άκρως αντίθετες, αναγνώσεις της ίδιας ιστορίας.

Για τους δημοσιογράφους η άσκηση είναι και δύσκολη και άχαρη. Στην καλύτερη περίπτωση μεταδίδουν κάτι που νομίζουν πως ξέρουν ή κάνουν μια εκτίμηση κολλώντας όπως όπως τα κομμάτια μιας θρυμματισμένης εικόνας. Αλλά ακόμη και αν γνώριζαν, και πάλι μπορεί να μην μπορούσαν ή να μην προλάβαιναν τόσο πυκνά που είναι τα γεγονότα. Εδώ ένας Μάρκο Πόλο έφυγε με το παράπονο ότι δεν αφηγήθηκε ούτε τα μισά από αυτά που είδε.