«Η Τήλος είναι ένα από τα Δωδεκάνησα, το έβδομο σε φθίνουσα κατάταξη έκτασης. Βρίσκεται 22 μίλια ΒΔ. της Ρόδου και 222 μίλια από τον Πειραιά. Έχει σχήμα ακανόνιστο και η έκτασή της είναι 61,487 τ.χλμ. ενώ ο πληθυσμός της, κατά την τελευταία απογραφή (2001), ανήρχετο σε 533 κατοίκους»…

Ads

 
Αυτά αναφέρει η εγκυκλοπαίδεια για το μικρό αυτό νησί και τους κατοίκους του που για άλλη μια φορά πρόσφεραν ένα καίριο μαθήματα ήθους και ανθρωπιάς σώζοντας 45 μετανάστες που βρέθηκαν εγκαταλελειμμένοι από τους δουλεμπόρους πάνω στα βράχια γύρω από το νησί. Γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι διασώθηκαν από τους κατοίκους του νησιού και οδηγήθηκαν με ασφάλεια στη στεριά. Σε ένα τόσο δα νησάκι του Αιγαίου που περιμένει αυτούς τους μήνες για να ζήσει, αν ζήσει, από τον τουρισμό, δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη, οι κάτοικοι δεν έκλεισαν τα μάτια, δεν έστρεψαν αλλού το βλέμμα, και όσοι μπόρεσαν έσπευσαν να βοηθήσουν. Η ελπιδοφόρα αυτή είδηση – σαν μικρό αδύναμο κλαράκι που φυτρώνει ανάμεσα στις πέτρες της  απόγνωσης που καθημερινά προκαλεί η κοινωνική και οικονομική κατάσταση αυτής  της σύγχρονης άγνωστης και σκληρής Ελλάδας – μου θύμισε ότι σε αυτό το νησί έγιναν και οι πρώτοι – έστω και συμβολικοί – πολιτικοί γάμοι ομοφυλόφιλων. Τότε θυμάμαι ότι πολλοί  – γνωστοί λάτρεις του φτηνού και του χυδαίου – είχαν χλευάσει τα ζευγάρια και τον μακαρίτη πλέον δήμαρχο Τήλου για μια κίνηση που είχε προσφέρει δικαίωση και ελπίδα σε πάρα πολύ κόσμο. Όχι ότι έγινε κάτι ουσιαστικό από τη μεριά του κράτους για το θέμα αυτό ακόμα παρά τις σχετικές ευρωπαϊκές αποφάσεις αλλά τουλάχιστον τότε, όπως και τώρα, η Τήλος έδιδε μαθήματα πολιτισμού σε όλους μας.
 
Δεδομένης της μισαλλόδοξης ρατσιστικής πολιτικής που υποθάλπει η κυβέρνηση άλλοτε ανοιχτά και άλλοτε με υπόγειες επικίνδυνες διαδρομές, η σημερινή, αισιόδοξη, είδηση από την Τήλο που αποδεικνύει ότι κάτι καλό έχει μείνει όρθιο ακόμα με έκανε να νιώσω – για να χρησιμοποιήσω έναν χιουμοριστικό παραλληλισμό – σαν εκείνη την κυρία στην πιο εμβληματική σκηνή του «Όταν ο Χάρυ γνώρισε τη Σάλυ» – ταινία που θα την θυμούνται φαντάζομαι όσοι έχουν ζήσει την δεκαετία του 80 ή του 90 – όπου η Meg Ryan προσποιούμενη έναν θορυβώδη οργασμό μέσα στο εστιατόριο αφήνει άφωνο τον Billy Crystal που κάθεται απέναντι της. Η κυρία, λοιπόν, του διπλανού τραπεζιού παρακολουθώντας εμβρόντητη την σκηνή φωνάζει τον σερβιτόρο και του λέει «Θα πάρω ο,τι παρήγγειλε η κοπέλα». Έτσι νιώθω και γω ακριβώς βλέποντας τους ανθρώπους του νησιού να διασώζουν τους πρόσφυγες και να τους κάνουν μια ζεστή αγκαλιά ή να φιλοξενούν συμβολικά ομόφυλους γάμους: «Θέλω και γω από αυτό που τους ταΐζουν στην Τήλο παρακαλώ! Και όχι μόνο για μένα αλλά για ολόκληρη την Ελλάδα…»
 
«Πάει και το Μουντιάλ…»
 
Το ξέρω ότι οι φανατικοί ποδοσφαιρόφιλοι θα θεωρήσουν την δική μου αντιμετώπιση του σημαντικού τελικού αγώνα μεταξύ Αργεντινής και Γερμανίας αν όχι ιερόσυλη, τότε σίγουρα απόλυτο δείγμα της ποδοσφαιρικής μου ασχετοσύνης.  Όμως παρόλο που ξέρω ότι η μπάλα είναι μπάλα και αναγνωρίζω ότι όποιος έπαιξε καλύτερα μάλλον άξιζε να κερδίσει, παρόλο που στον συμπαντικό σχεδιασμό της ανθρώπινης ύπαρξης ο τελικός του Μουντιάλ και το ποιος θα σηκώσει το κύπελλο είναι κάτι λιγότερο από ασήμαντος και μηδαμινός, είναι συγχρόνως γεγονός ότι δισεκατομμύρια άνθρωποι  παρακολούθησαν τον αγώνα, ζητωκραύγασαν, έκλαψαν και παραδόθηκαν στην γοητεία του ποδοσφαίρου και των ηρώων του, ξεχνώντας, ακόμα και οι πιο «συνειδητοποιημένοι»,  τις απόλυτα ορθές αντιδράσεις στα τεράστια διαπλεκόμενα συμφέροντα της FIFA στο χώρο του αθλήματος και όλες τις αιματηρές διαδηλώσεις των Βραζιλιάνων που εξέφρασαν την  δίκαιη αγανάκτηση τους για το τεράστιο κόστος των αγώνων που φιλοξένησε η   χώρα τους.
 
Το να μιλάει κανείς για το ποδόσφαιρο με όρους εθνικής πολιτικής είναι σίγουρα μέγα λάθος. Πως μπορεί όμως κανείς να αντισταθεί σε μια σχεδόν απόκρυφη και ντροπιαστική προκατάληψη  όταν οι δύο χώρες που κονταροχτυπήθηκαν με πάθος είναι από τη μια η Γερμανία – σύμβολο δυτικοευρωπαϊκής δύναμης, οικονομικής ευρωστίας και δημοσιονομικής πειθαρχίας που μοιάζει να έχει βάλει όλη την Ευρώπη της κρίσης στο τσεπάκι της επιβάλλοντας την δική της νεοφιλελεύθερη πολιτική – και από την άλλη η Αργεντινή – η πτωχευμένη και καταπονημένη χώρα με τον «παράλληλο» καταστροφικό βίο, βασανισμένη από χούντες, κυβερνητικές διαπλοκές, οικονομικές κρίσεις και αποικιοκρατικούς πολέμους επίδειξης ισχύος της Θάτσερ;
 
Ναι το παραδέχομαι, ήθελα λίγο να κερδίσει η Αργεντινή. Όχι μόνο γιατί είναι μια σημαντική ποδοσφαιρική δύναμη, όχι μόνο γιατί σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή οι άνθρωποι ζουν για το ποδόσφαιρο λες και είναι κομμάτι της ίδιας τους της υπόστασης, αλλά, πρωτίστως, από απλή καθαρή ανερυθρίαστη προκατάληψη. Να κερδίσει,  βρε αδελφέ,  ο εθνικοποπολιτικά – αν όχι ποδοσφαιρικά – πιο αδύναμος. Και πιστεύω ότι πολλοί μη φανατικοί ή μη γνώστες του αθλήματος αισθάνονται  σαν εμένα, ρομαντικά, παράλογα, αδικαιολόγητα μη ποδοσφαιρικά. Έτσι… για να μην αναγκαστώ – όπως τελικά αναγκάστηκα – να δω την κ. Μέρκελ με το κόκκινο σακάκι να φιλάει με τραγικά αμήχανη αδεξιότητα την Γερμανική ομάδα (πολύ καλά έπαιξαν τα παιδιά δεν λέω) και να χαμογελάει  χαρούμενη στον φακό.