Έναν κατάλογο με τα σημαντικότερα αιτήματά τους κατήρτισαν οι ηγέτες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) για να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ. Τα ανώτερα στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών ενέκριναν το σχέδιο της ηγεσίας του κόμματος (196 υπέρ, 31 κατά και 2 απείχαν) και έδωσαν το «πράσινο φως» για να ξεκινήσουν την Τετάρτη οι επίσημες συνομιλίες με την Κεντροδεξιά της Άγκελα Μέρκελ με στόχο τον σχηματισμό ενός κυβερνητικού συνασπισμού.

Ads

 
Μεταξύ άλλων στα αιτήματα περιλαμβάνονται: Η θέσπιση σε όλη τη χώρα κατώτατου μισθού 8,50 ευρώ την ώρα, η εξασφάλιση ίσης αμοιβής για άνδρες και γυναίκες, τη θέσπιση φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, η πραγματοποίηση μεγαλύτερων επενδύσεων στις υποδομές και την παιδεία και η εκπόνηση στρατηγικής για την προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης στην Ευρωζώνη.
 
Όμως δεν γίνεται αναφορά σε αυξήσεις της φορολόγησης των πλουσίων, που αποτελούσε ένα από τα βασικά σημεία της προεκλογικής εκστρατείας του SPD. Η Άνγκελα Μέρκελ, ο Χριστιανοδημοκρατικός συνασπισμός (CDU/CSU) της οποίας αναδείχτηκε η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στη Γερμανία στις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου, είναι κατηγορηματικά αντίθετη σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
 
«Αυτή τη φορά μπορώ να εγγυηθώ ότι δεν θα συνάψουμε συμφωνία συνασπισμού στην οποία θα κάνουμε το αντίθετο απ’ αυτό που υποσχεθήκαμε στις εκλογές», δήλωσε το Σάββατο στην εφημερίδα Bild ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Μετά την έγκριση του σχεδίου ο Γκάμπριελ δήλωσε πως «θέλουμε να αρχίσουμε συνομιλίες για τη δημιουργία ενός συνασπισμού και να προσηλωθούμε στον στόχο να τις φέρουμε σε πέρας».

Οι Σοσιαλδημοκράτες αναφέρουν πως θα υπάρξουν ορισμένοι συμβιβασμοί καθώς είναι απαραίτητοι, όμως θέτουν ως προϋπόθεση δέκα σημεία, με κυριότερο το ζήτημα του κατώτατου μισθού, για να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση συνεργασίας. (Οι Χριστιανοδημοκράτες δεν κέρδισαν την αυτοδυναμία). Μάλιστα ο Γκάμπριελ επανέλαβε τη δέσμευσή του να διοργανώσει μια ψηφοφορία για τα περίπου 470.000 μέλη της βάσης του κόμματος για να εγκρίνουν μια ενδεχόμενη συμφωνία σχηματισμού ενός κυβερνητικού συνασπισμού.
 
Υπενθυμίζεται πως κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» (Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών) είχε σχηματιστεί και το 2005 έως το 2009. Οι Σοσιαλδημοκράτες, μετά τη συνεργασία, σημείωσαν το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμά τους μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
 
Εν τω μεταξύ σε περίπτωση που σχηματιστεί, όπως αναμένεται, ο μεγάλος συνασπισμός (σύμφωνα με τη Μέρκελ οι διαπραγματεύσεις θα ολοκληρωθούν τον Δεκέμβριο) τότε η Βουλή που θα σχηματιστεί θα είναι στην ουσία μια Βουλή χωρίς αντίλογο. Οι συσχετισμοί δυνάμεων στο κοινοβούλιο θυμίζουν ελέφαντα απέναντι σε ποντίκι, αναφέρει η Deutsche Welle και συνεχίζει: «Αν τελικά συγκυβερνήσουν, όπως όλα δείχνουν, στη γερμανική βουλή των 631 βουλευτών μόλις οι 127 θα ανήκουν στην αντιπολίτευση».
 
Ο πολιτικός επιστήμονας Στέφαν Μπρέχλερ από το Πανεπιστήμιο του Γκίσεν, μιλώντας στην Deutsche Welle, τονίζει πως η κατάσταση είναι προβληματική: «Πράσινοι και “Η Αριστερά”(Die Linke) δεν θα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής, ούτε να καταθέσουν πρόταση μομφής. Το γερμανικό σύνταγμα δίνει το δικαίωμα αυτό στην αντιπολίτευση όταν έχει τουλάχιστον το25 % των εδρών. Πράσινοι και “Η Αριστερά” διαθέτουν ωστόσο μόλις το 20%. Επίσης η αντιπολίτευση δεν έχει το δικαίωμα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Είναι ένα πρόβλημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί».
 
Ίσως η σχετικά μικρή, σε αριθμό βουλευτών, αντιπολίτευση να βρει υποστηρικτές εκτός κοινοβουλίου. Ο Ούβε Γιουν πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Τρίρ αναφέρει στη Deutsche Welle πως όποτε υπήρξε διακυβέρνηση από μεγάλο συνασπισμό στη Γερμανία η αντιπολίτευση βρήκε τη στήριξη των συνδικάτων, των πρωτοβουλιών πολιτών, των κινήσεων διαμαρτυρίας και των μέσων ενημέρωσης.
 
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ακόμα και εντός του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος της Αγκελα Μέρκελ υπάρχουν φωνές που ανησυχούν για την μειονεκτική θέση της αντιπολίτευσης. Ο αντιπρόεδρος του κόμματος Τόμας Στρομπλ εξέφρασε πρόσφατα την ανησυχία του στον τύπο. Ο πολιτικός επιστήμονας Στέφαν Bröchler προτείνει μάλιστα είτε μια σχετική αλλαγή στο Σύνταγμα, είτε τουλάχιστον προσαρμογές στον εσωτερικό κανονισμό του κοινοβουλίου.
 
Όμοια είναι η θέση και του βουλευτή του κόμματος “Η Αριστερά” Γιαν βαν Άκεν: «Προτείναμε ήδη όταν ξεκινήσει ο μεγάλος συνασπισμός να δρομολογήσει μια αλλαγή του Συντάγματος, που προϋποθέτει βέβαια τη σύμφωνη γνώμη Χριστιανοδημοκρατών, Χριστιανοκοινωνιστών και Σοσιαλδημοκρατών. Πρέπει να πουν ότι για να υπάρξει σωστή αντιπολίτευση επιβάλλονται αλλαγές. Αν δεν γίνει αυτό απομένει ως μόνη επιλογή η προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο και θα το πράξουμε».