[…] Αν φταίει κάτι, πάνω από όλα, είμαστε εμείς! Γίνεται χαμός, κι εμείς είμαστε με μηδέν αντανακλαστικά σε όλα! Περνάνε μνημόνια, γίνεται χαμός, καταφέρνουμε να μαζευόμαστε, όσοι καταφέρνουμε να μαζευόμαστε στο Σύνταγμα και διαδηλώνουμε και οι υπόλοιποι καθόμαστε στον καναπέ μας και δεν σηκωνόμαστε ούτε όταν φτάνει η σύνταξη στα 500 ευρώ. […] Ο ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας Χρήστος Παπαμιχάλης, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή τη θεατρική παράσταση “Η Ρίζα του 5”, συμμετέχοντας συγχρόνως στην ακτιβιστική Έρευνα για την Κρίση, με βάση το ερώτημα «Ποιές αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και κυρίως τί πρέπει να κάνουμε;», που δημοσιεύεται στο tvxs.gr από το 2010.

Ads

Κρ.Π.: Να ξεκινήσουμε από το maybe, δηλαδή τη νουβέλα που έγραψες και βασίζεται η θεατρική παράσταση «H ρίζα του 5»;
 
Χρ.Π.: Η ιστορία του βιβλίου ουσιαστικά είναι τα 5 πρόσωπα μιας οικογένειας: μάνα, πατέρας, και τα τρία παιδιά, που ο καθένας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, ξεχωριστά. Δεν συναντιούνται σχεδόν πουθενά, κι ο καθένας λέει την ιστορία του…

Υπάρχει κι ένα μυστικό το οποίο αποκαλύπτεται σιγά σιγά, και το αντιλαμβάνεται ο θεατής από την οπτική πλευρά του καθενός. Ο καθένας, δηλαδή, έχει μία δική του οπτική των πραγμάτων, όπως τα έχει ζήσει, που όλες μαζί κάνουν αυτό το οποίο είναι το μυστικό της οικογένειας. Αλλά και ο καθένας κάτι κρύβει, και ο καθένας έχει κάτι που εκδηλώνει. Μία πλευρά που βλέπουμε, και μία πλευρά που δεν βλέπουμε. Κάπως έτσι είναι όλοι.

Γι αυτό κρατήθηκε και ο τίτλος στο βιβλίο «maybe». Γιατί ήθελα να πω, ότι αυτό που βλέπεις και καταλαβαίνεις σε έναν άνθρωπο όταν τον συναντάς για πρώτη φορά, δεν είναι αυτό που φαίνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με μία οικογένεια. Όλα έχουν το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο.

Ads

Αυτό είναι το κύριο σημείο του βιβλίου. Το αμέσως επόμενο, είναι η διαφορετικότητα, και το πώς είναι αποδεκτή ή μη, από την ελληνική κοινωνία σήμερα.
 
Διότι η ιστορία εξελίσσεται σε ένα χωριό, της δεκαετίας του 2000, στην Ελλάδα, όπως θα μπορούσε να είναι το Κορωπί που μεγάλωσα, που όλοι γνωρίζουν όλους.

Νομίζουμε ότι έχει αλλάξει η ελληνική κοινωνία, αλλά παραμένει η ίδια, τουλάχιστον όπως τη θυμάμαι εγώ από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Νομίζουμε ότι έχει πάει μπροστά, αλλά ουσιαστικά στο μικρόκοσμό της, παραμένουν όλα ίδια. Όσο υπάρχει η ελληνορθόδοξη εκκλησία, πολύ δύσκολα θα αλλάζουν οι συνθήκες που εμείς νομίζουμε ότι έχουν αλλάξει.

Γιατί ζούμε στην Αθήνα, και νομίζουμε ότι αποδεχόμαστε τους ανθρώπους όπως είναι. Δεν είναι έτσι! Απλά, τους αποδεχόμαστε, γιατί δεν τους ξέρουμε…
 
Κρ.Π.: Οι κοινωνίες αλλάζουν πάρα πολύ αργά, και αυτό φαίνεται και σ’ αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα…
 
Χρ.Π.: Εγώ στην πόλη μου, δεν βλέπω καμία αλλαγή. Ναι, βλέπω αλλαγή στα ντουβάρια και στα χρώματα, αλλά η νοοτροπία των ανθρώπων παραμένει η ίδια.

Γι’ αυτό, το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο στερεότυπα, για να σου δείξει ότι τελικά, πως δεν υπάρχουν στερεότυπα. Η μάνα που συνήθως είναι η καλή, δεν είναι η καλή τελικά, σε σχέση με τα παιδιά της. Ο πατέρας ο οποίος φαίνεται πιο απόμακρος, είναι αυτός που τα έχει καταλάβει και τα έχει προστατεύσει, χωρίς να το ξέρουν τα ίδια, και τα έχει βοηθήσει.

Ο ένας γιος ο οποίος είναι γκέι, εμφανίζεται να παραμένει στο χωριό, γιατί έχει ερωτευτεί και έχει αποφασίσει ότι θα μείνει εκεί για πάντα σε όλη του τη ζωή, εισπράττοντας τη γενική κατακραυγή. Ο άλλος γιος έχει φύγει και έχει έρθει στην Αθήνα για να σπουδάσει, και η κόρη είναι εκείνη η οποία, ξέρει τα μυστικά όλων!
 
Κρ.Π.: Η οικογένεια είναι ο πυρήνας της κοινωνίας, και εκτός αυτού είναι και πολύ δυνατό στοιχείο ειδικά της ελληνικής κοινωνίας. Οπότε, τι σε έκανε να μιλήσεις για μια οικογένεια;

Χρ.Π.: Εγώ προέρχομαι από μία ισορροπημένη και ευτυχισμένη οικογένεια, αλλά αυτό που βλέπω γύρω μου, είναι ότι παρουσιάζουμε μία εικόνα ευτυχίας που πίσω από κλειστές πόρτες δεν υπάρχει πουθενά! Δεν υπάρχει.
 
Είναι οικογένειες οι οποίες έχουν κρατηθεί από το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής για το χωρισμό, κάτι που λίγο το έχουμε ξεπεράσει ειδικά στην Αθήνα, αλλά π.χ. στο Κορωπί, ακόμα είναι… θέμα.

Αυτό με έκανε να γράψω αυτό το βιβλίο. Ότι παρουσιάζουμε μία αγία οικογένεια γενικά προς τα έξω, και πίσω από τις κλειστές πόρτες του κάθε σπιτιού γίνεται της… κακομοίρας.  Αυτό το υποκριτικό φαίνεσθαι, δεν μπορώ να το καταλάβω. Μπορείς να παρουσιάζεις και τον πόνο σου, και το φόβο σου, και την αγωνία σου, και το …άνθρωποι είμαστε!

Κρ.Π.: Η νοοτροπία των τελευταίων δεκαετιών σχεδόν ποινικοποιούσε τα προσωπικά προβλήματα, και επίσης, ηρωοποιούσε τους ανθρώπους που δεν τα μοιράζονταν, αλλά τα “έλυναν” όλα μόνοι τους! Ή γελαστός ή πεθαμένος, ένα πράμα…

Χρ.Π.: Έχουμε βάλει τη ντροπή πάνω από την ανάγκη. Είτε την προσωπική, είτε την κοινωνική – συλλογική.

Κρ.Π.: Ίσως δεν είναι θέμα ντροπής, ακριβώς. Έχει ανακηρυχθεί σε αξία η μοναξιά όσο και η υποκρισία.
 
Χρ.Π.: Μιλάμε για μία σύγχρονη ελληνική κοινωνία η οποία δεν διαφέρει πολύ από πριν μια 30ετία. Αν και παλιότερα, ήταν λίγο πιο ανθρώπινη…
 
Κρ.Π.: Πάντως ακούγεται δίκαιο που βάζεις αυτούς τους ανθρώπους να μιλήσουν από την πλευρά τους, διότι από την πλευρά του κανένας βιώνει τα πράγματα…

Χρ.Π.: Αυτό είναι ακριβώς! Υπάρχει μια αλήθεια που αν την βάλουμε στο κέντρο και θέσουμε όλοι τη δική μας σκοπιά, και μιλήσουμε γι’ αυτή, ενδεχομένως θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σ’ αυτήν. Αλλά, αν αυτοί οι πέντε, δεν βρεθούν ποτέ, δεν θα την δει κανένας τους. Έχει ζήσει ο καθένας, ένα κομμάτι της, αλλά κανείς δεν την έχει δει ολοκληρωμένα.

Κρ.Π.: Πόσο είναι ο καθένας έτοιμος να ακούσει την αλήθεια του άλλου, και να συναντηθεί, και να μοιραστεί την δική του;

Χρ.Π.: Ο ήρωας του βιβλίου δεν είναι τυχαία ομοφυλόφιλος, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να μοιραστούν ποτέ την δική τους αλήθεια.

Κρ.Π.: Χρειάζεται και αυτογνωσία αλλά και μεγάλη προσπάθεια διαχείρισης της αλήθειας από τον καθένα, θέματα που μάλλον, είμαστε πολύ πίσω…
 
Χρ.Π.: Δεν θα διαφωνήσω…
 
Κρ.Π.: Ποιά ανάγκη σε έσπρωξε να γράψεις για ένα τέτοιο θέμα;
 
Χρ.Π.: Ξεκινώντας να γράφω, υπήρχε μόνο ο Δημήτρης, δηλαδή ένας άνθρωπος που διαφέρει από την πλειοψηφία της κοινωνίας και που εκφράζει τα βιώματά του μέσα από τη δική του σκοπιά, σε αντιδιαστολή με μία κοινωνία που δεν δέχεται, ουσιαστικά την διαφορετικότητα.

Η αποδοχή, ήταν, το βασικότερο μέσα στο μυαλό μου. Το αν και πώς αποδεχόμαστε τους ανθρώπους γι’ αυτό που είναι ή όχι… Και ότι τελικά δεχόμαστε ότι μας μοιάζει. Ότι δεν ταιριάζει στο καλούπι μας, κάνουμε ότι είμαστε οκ, χωρίς να είμαστε οκ.

Κρ.Π.: Μιλάς για κάτι πολύ επίκαιρο. Για τον ρατσισμό και ουσιαστικά τον φασισμό…

Χρ.Π.: Το 2000 που ξεκίνησα να το γράφω, στο Κορωπί ο διαφορετικός π.χ. ήταν ο Αλβανός. Ήταν άνθρωποι που είχαν έρθει εκεί πριν 15 χρόνια, που τους είχαμε στα χωράφια μας, που τους είχαμε στα σπίτια μας, και συνέχιζαν να είναι ο…Αλβανός. Ή ένα παιδί δίπλα, που ήταν γκέι, και το οποίο, όπως και να ‘χει αυτοκτόνησε. Είναι, λοιπόν, μία ταμπέλα που τους φοράμε, γιατί δεν χωράνε στον όμορφο στρογγυλό κόσμο που έχουμε φτιάξει. Είναι ακίδες του όμορφου στρογγυλού κόσμου μας!

Και από εκεί ξεκίνησε το όλο θέμα. Και αφού τελείωσε η ιστορία του Δημήτρη, και είπε αυτά που ήθελε, αναγκάστηκα να πάω πιο μέσα γιατί όλα τελικά, ξεκινούν από αυτή τη δομή που είναι η οικογένεια.
 

Και όσο και να κάνουμε ότι έχουμε εκμοντερνιστεί, αυτή η κοινωνία θα επηρεάζεται πάντα από την εκκλησία, που τουλάχιστον τώρα, είτε θέλουμε να δούμε είτε δεν θέλουμε, ο Άνθιμος θα έχει μεγαλύτερο λόγο από τον οποιονδήποτε, είτε μας αρέσει είτε δε μας αρέσει.

Και μιλάμε για μια πολύ σκληρή θρησκεία. Με βάση της την αγάπη. Με βάση της την αγάπη, τα παιδιά γεννιούνται από μία παρθένα γυναίκα! Σκέψου τι περνά σε μια γυναίκα… Από τα γεννοφάσκια της, τής περνά ότι τα παιδιά γεννιούνται από μια παρθένα, η οποία μυρίζει τον κρίνο… Μία θρησκεία η οποία υποτίθεται ότι μιλάει για την αγάπη, δεν διαδίδει την αγάπη!
 
Κρ.Π.: Ανθρωπολόγοι λένε, ότι ειδικά αυτός ο διαχωρισμός που έγινε με την χριστιανική θρησκεία, της γυναίκας αγίας – παρθένου – μητέρας από τη μια, και της γυναίκας πόρνης από την άλλη, είναι η διχαστική εικόνα για την γυναίκα που έχει περάσει γενικά στην δυτική κοινωνία…

Χρ.Π.: Οπότε σε όλον αυτόν τον ασφυκτικό κοινωνικό κλοιό που υπάρχει, αν βάλεις μέσα και την πολιτική, έχεις μία… κούκλα ελληνική κοινωνία η οποία πορεύεται… Κι  αυτό το πράγμα το παίρνεις, και μιλάς για το κύτταρό του ουσιαστικά, όσο μπορείς να μιλήσεις, και όσο μπορείς να πεις… Αυτό έκανα με αυτό το βιβλίο.

Κρ.Π.: Και πως ότι συμβαίνει στην οικογένεια, τελικά συμβαίνει και στην πολιτική και στην κοινωνία; Δηλαδή, ότι συνήθως ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια, αλλά δεν υπάρχει ουσιαστικός διάλογος, και διεκδίκηση, και συνεργασία;

Χρ.Π.: Δεν φεύγουμε εύκολα απ’ τις ράγες μας… Να δούμε τι γίνεται και στον άλλο σταθμό. Πού πηγαίνει και το άλλο τραίνο;

Φυσικά, δεν θα ήθελα τελικά να συμφωνούν όλοι, αλλά θα ήθελα να μην κυβερνά ο Σαμαράς και να μη περνάω αυτό το πράγμα το παράλογο… γιατί τα τρία τελευταία χρόνια έχει καταλυθεί η λογική. Μας μιλάνε με τα πιο παράλογα επιχειρήματα, και για κάποιο λόγο, αυτά τα πιο παράλογα επιχειρήματα γίνονται λογικά. Μας μιλάνε στη βάση του τρόμου, κάθε τρεις μήνες πτωχεύω και δεν έχω να φάω, και κάθε τρεις μήνες χάβω το ίδιο επιχείρημα.

Κρ.Π.: Τι είναι αυτό που κατάλαβες για το βιβλίο σου μέσα από την παράσταση, που δεν το είχες αντιληφθεί όταν το έγραφες;

Χρ.Π.: Ο κόσμος, βλέπει πράγματα που εγώ δεν τα είχα αντιληφθεί. Δηλαδή, αυτό που μου έλεγες, ότι μπορεί να είναι και πολιτικό, μία αναφορά στην σημερινή κατάσταση, μου το λένε και  θεατές μετά την παράσταση. Ότι μπορεί να μιλάς για μία οικογένεια, αλλά τελικά, δεν μιλάς μόνο για μία οικογένεια! Αυτή τη διάσταση ανοίξαν οι θεατές: ότι όλοι, είμαστε κλεισμένοι στη δική μας αλήθεια, είτε είναι αυτό κοινωνική ομάδα, είτε πολιτική κλπ, ο καθένας κλείνεται στο δικό του, αδυνατώντας να επικοινωνήσει και να καταλήξει, να πάει λίγο παραπέρα…

Κρ.Π.: Ότι πρέπει να επικοινωνήσουμε; Ότι αυτό δεν πάει άλλο; Σε αυτή τη βάση κάνω και την έρευνα με βάση το ερώτημα «Ποιές αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και κυρίως τί πρέπει να κάνουμε;». Τί έχεις να πεις;

Χρ.Π.: Τί μας έφερε ως εδώ; Υπάρχει ένα πολιτικό σύστημα το οποίο λειτουργούσε με το συγκεκριμένο τρόπο, αλλά όχι μόνο του! Δεν λειτουργούσε ερήμην μας. Μπορεί να μην ξέραμε την έκταση του πράγματος αλλά το πώς λειτουργούσε μια χαρά το ζούσαμε όλοι στην καθημερινότητά μας. Από τα ρουσφετάκια μας, μέχρι την καλοβόλεψή μας.

Κρ.Π.: Αυτό το «μας» όμως, ως γενίκευση, δεν είναι λίγο έως και φασιστικό; Διότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν όλοι μα όλοι βολεμένοι μέσω αυτού του συστήματος ή με όποιον άλλον τρόπο…
 
Χρ.Π.: Η πλειοψηφία, εν πάση περιπτώσει.
 
Κρ.Π.: Αυτό, ναι. Φαίνεται και από τα αποτελέσματα των εκλογών, άλλωστε…

Χρ.Π.: Δυστυχώς, όμως, ενώ τα γνωρίζαμε όλοι, ως κοινωνία αποδείχτηκε ότι δε είχαμε κανένα αντανακλαστικό. Κανένα! Μηδέν! Αν φταίει κάτι, πάνω από όλα, είμαστε εμείς! Γίνεται χαμός, κι εμείς είμαστε με μηδέν αντανακλαστικά σε όλα! Περνάνε μνημόνια, γίνεται χαμός, καταφέρνουμε να μαζευόμαστε, όσοι καταφέρνουμε να μαζευόμαστε στο Σύνταγμα και διαδηλώνουμε και οι υπόλοιποι καθόμαστε στον καναπέ μας και δεν σηκωνόμαστε ούτε όταν φτάνει η σύνταξη στα 500 ευρώ.

Γίνονται απολύσεις, καταστρατηγούνται όλα τα εργασιακά δικαιώματα, και δεν κουνιέται φύλλο. Η Αθήνα είναι, πλέον, η πόλη των αστέγων και των αστυνομικών.

Φταίμε περισσότερο κι από τους πολιτικούς που έχουμε πάνω. Γιατί τα αντανακλαστικά μας ήταν υπό το μηδέν, και  εξακολουθούν να είναι! Και λές: Πότε θα ενεργοποιηθούν; Πότε; Τι άλλο να γίνει, δηλαδή;

Οπότε εκεί εστιάζω. Αυτό έφταιξε. Βρήκαν μία κοινωνία που την έκαναν ότι ήθελαν. Και εκείνη έπαιζε το παιχνίδι τους. Και συνεχίζει ο καθένας με μικρότερο ή μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Αλλά είμαστε απαράδεκτοι! Απαράδεκτοι!

Στην Αγγλία, με ένα σκάνδαλο 30 χιλιάδων λιρών οι πολιτικοί πηγαίνουν φυλακή, γιατί ξεσηκώνεται ο κόσμος!  Και εδώ έχουν γίνει Βατοπέδια, πάμπερς, έχει γίνει της τρελής, κι αν βγει αύριο ο Άνθιμος και πει ελάτε να διαδηλώσουμε για το 666 ή για τις καινούργιες ταυτότητες, θα μαζευτεί περισσότερος κόσμος απ’ ότι θα μαζευτεί για το νέο μνημόνιο!

Οπότε, τι πρέπει να κάνουμε; Να ξυπνήσουμε πρέπει! Έχουμε φτάσει στο μη περαιτέρω!
 
Κρ.Π.: Γι’ αυτό και γω καμιά φορά αναρωτιέμαι, εδώ ο κόσμος… χάνεται, και μεις π.χ. μιλάμε τώρα για ένα θεατρικό;
 
Χρ.Π.: Κι όμως. Αυτό έγραφα αυτές τις μέρες στους φίλους του τουίτερ. Ότι είναι απαράδεκτο να πέφτει μία πολιτική είδηση στο τουίτερ και να γίνεται χαμός, και να πέφτει ένας Ελύτης και να μην αναπαράγεται από όλους.

Η επανάσταση, που έχουμε στο μυαλό μας, δεν θα ξεκινήσει από ανθρώπους που δεν ξέρουνε τι είναι ο Σολωμός, ο Ελύτης, ο Καβάφης, που δεν έχουν πάει να δούνε πέντε θεατρικές παραστάσεις, ή δέκα κινηματογραφικά, ή δέκα συναυλίες. Αν δεν γίνουν όλα αυτά συνείδηση, γιατί όλα λένε κάτι, απ’ την πολιτική μόνο δεν πρόκειται να πάμε παρακάτω. Δεν πρόκειται να φτάσουμε σ’ αυτό που θέλουμε!

Κρ.Π.: Πολιτισμός τί είναι άλλωστε; Ο τρόπος που ζούμε είναι…
 
Χρ.Π.: Και πρέπει να ζω όμορφα. Πρέπει να φαντάζομαι τη ζωή μου, να έχω ένα στόχο, να ξέρω τι θέλω από αυτήν. Και αυτοί οι άνθρωποι, οι πνευματικοί όπως τους λέμε, το έχουν πει: το όραμα είναι μπροστά μας. Η τέχνη, είναι πολιτική!

Οπότε, καλά κάνουμε που μιλάμε και για ένα θεατρικό…
 
Κρ.Π.: Παρεμπιπτόντως, πώς από το maybe άλλαξε ο τίτλος και έγινε: Η ρίζα του πέντε;
 
Χρ.Π.: Ο τίτλος ήταν ιδέα του Νίκου Ζούδιαρη, που έχει γράψει και τη μουσική. Εκείνος σκέφτηκε τη ρίζα του 5.

Η ρίζα έχει να κάνει με την οικογένεια, το 5 είναι ο αριθμός των ατόμων της οικογένειας. Και γιατί, η ρίζα του 5 στα μαθηματικά, δεν βγάζει ποτέ ακέραιο αριθμό, κάτι που έχει να κάνει με την αλήθεια του καθενός. Κανένας δεν έχει το ακέραιο, όλοι έχουν ένα κομμάτι της, έναν δεκαδικό αριθμό.  Ο καθένας είναι αυτό που είναι, και εσύ που είσαι δίπλα του, τον αποδέχεσαι γι’ αυτό που είναι…-

imageimage
Η Ρίζα του 5

του Χρήστου Παπαμιχάλη

Σκηνοθεσία: Ιωσήφ Βαρδάκης, Ερμηνεία: Αντωνία Γιαννούλη – Βαγγέλης Ρόκκος, Σκηνικά: Χρήστος Κωνσταντέλλος, Κοστούμια: Ιωάννα Κουρμπέλα, Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης.

Θέατρο «Βαφείο/Λάκης Καραλής», Αγ. Όρους 16 & Κωνσταντινουπόλεως 115, Μετρό Κεραμεικός, Γκάζι,τηλ.: 2103425637. Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή στις 21.15.

Από την ομάδα «Έβδομη Θύρα»