« …και απορώ που μια ζωή από παιδί παρακαλάω
μα ούτε σ’ ένα παραμύθι δε χωράω …»

Ads

Υπάρχει ένας αστικός θρύλος , ο οποίος έρχεται κάποιες φορές είτε σε κουβέντες της παρέας είτε στις συνεδρίες μας , σύμφωνα με τον οποίο, ο Φρόϋντ κάπου είχε πει ή, ακόμη καλύτερα, είχε  γράψει ότι στην ψυχανάλυση ένας από τους στόχους είναι να συγχωρέσουμε τους γονείς μας. Αυτή φράση, όσο ρώτησα και έψαξα, δεν επιβεβαιώνεται πουθενά στο Φρόϋντ !
 
Οι θεραπευόμενοι, όλοι ανεξαιρέτως, αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, στην ιδέα της συγχώρεσης των γονιών, ακόμη και όταν δεν γνωρίζουν τον προαναφερθέντα θρύλο. Απλά όταν τον έχουν ακούσει, αυτή την ιδέα τους μας τη φέρνουν και με τη βούλα του « Πατρός Ζίγκμουντ », με το βάρος και το κύρος της « επίσημης ψυχαναλυτικής κομματικής γραμμής ».

Αυτές οι  αναφορές στη συγχώρεση, και εδώ βρίσκεται η ουσία του προβληματισμού,  γίνονται με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και χρησιμοποιούμε την έννοια αυτή στην καθημερινότητά μας, όπως την κατανοεί η «λαϊκή ευσέβεια » και, επίσης, όπως μας την έχει εμφυτεύσει από τα γεννοφάσκια μας η Εκκλησία. Αναφέρομαι στην Εκκλησία και όχι ευρύτερα στη θρησκεία, όπου υπάρχει και μια έννοια της συγχώρεσης η οποία προσεγγίζει την ψυχαναλυτική αντίληψη.

Η συγχώρεση αυτή, στην καθημερινότητα, είναι ένα μείγμα ενοχής, φόβου και ναρκισσιστικής μεγαλομανίας.

Ads

Όταν κάποιος «μπαίνει» σε ψυχοθεραπεία, μπαίνει με πολλούς και διάφορους τρόπους  ταυτόχρονα.

«Μπαίνει» σε ένα καράβι που θα τον οδηγήσει στο άγνωστο/γνωστό πέλαγος των ψυχοσυναισθηματικών κόμπων, μπλοκαρισμάτων και δυσκολιών. Παρόλο που ο σκοπός του ταξιδιού είναι σε αδρές γραμμές γνωστός, παρόλο που έχει διανυθεί ήδη από άλλους, που πιθανά μας έχουν μιλήσει για το δικό τους ταξίδι, παρόλο υπάρχουν πια στην εποχή μας επαρκή ακούσματα και πληροφορίες για το τι πρόκειται να συμβεί, δεν παύει να παραμένει και ταξίδι στο άγνωστο.

«Μπαίνει» επίσης όπως μπαίνουμε σε μια εκκλησία , τζαμί, συναγωγή, οποιοδήποτε ιερό τέμενος. Με δέος, αίσθηση υποταγής σε κάτι Ανώτερο, προκαταβολική ενοχή. 
 
Ενοχή και φόβος λοιπόν διότι, παρόλο που  ο θεραπευόμενος ξέρει, ασυνείδητα αλλά και συνειδητά ότι, πρωταρχικά και σε μεγάλο βαθμό, θα τα «βάλει» με τους γονείς, ότι θα ψάξει να βρει τα ελλείματα, τα λάθη, τα τραύματα που του δημιούργησαν, δεν παύει να μπαίνει στην ψυχοθεραπεία και ως παιδί τους. Είναι μια διαδικασία ανάλυσης, κριτικής εξέτασης, αποκαθήλωσης, καταγγελίας, γιατί όχι και καταδίκης αυτών που μας προσέφεραν το ανεκτίμητο Δώρο της ζωής. Των γονιών με τους οποίους μας συνδέουν δεσμοί αίματος και ψυχής, των γονιών που υπήρξαν ο Πρώτος Κόσμος για πολλά χρόνια. Αυτή η διαδικασία σημαίνει να επανατοποθετήσουμε τον εαυτό και τους γονείς μας σε μια νέα σχέση. Σε μία νέα σχέση τόσο  μέσα όσο και έξω μας, να σταθούμε πια ως ενήλικα παιδιά τους στα πόδια μας, απέναντι και πλάι τους. Και δεν είναι χωρίς μια αρχική ενοχή και φόβο που μπαίνουμε στο έργο της αποκαθήλωσης, της  «καταστροφής » τους. 

Φόβος και Ενοχή διότι αναρωτιόμαστε εάν επιτρέπεται αυτός ο «φόνος» των γονέων. Ιδιαίτερα της Μητέρας ( και μάλιστα της « Ελληνίδας Μάνας » για να δούμε μια επιπρόσθετη δυσκολία στα καθημάς ) ;

Θα αντέξουμε μετά από αυτό; Μήπως ορφανέψουμε ψυχικά ; Οι γονείς μας θα επιτρέψουν, θα αντέξουν τη νέα θέση μας στη ζωή ;
 
Και, τέλος πάντων, ύστατη δικαιολογία, « έκαναν ότι ήξεραν και μπορούσαν ». Αλλά και αυτό το τελευταίο, όση πραγματική βάση και εάν έχει, αντίσταση στη θεραπεία είναι.

Γιατί αποτελεί αντίσταση ; Διότι, πόσοι και πόσοι γονείς, οι οποίοι «δεν ήξεραν» ( π.χ. στις εποχές που το παιδί δεν ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όπως συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες, ούτε οι γνώσεις γύρω από τα ψυχολογικά ζητήματα τόσο διαδεδομένες ), δεν λειτουργούσαν καλύτερα από άλλους τις ίδιας εποχής, της ίδιας γειτονιάς, της ίδιας ευρύτερης οικογένειας ; Αρά το « τόσο ήξεραν και μπορούσαν » οι γονείς, έχει αποχρώσεις.

Φόβος και Ενοχή διότι οι γονείς ήταν οι Θεοί μας. Πώς να τα βάλεις με το Θεό; 

Πολύ περισσότερο όταν έχεις γαλουχηθεί, ακόμη και το 2021, από ένα  «ημιθεοκρατικό» καθεστώς. Οι καραμπόλες ανάμεσα στην επίσημη θρησκεία, το άθικτο της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας και το δέος, το φόβο, την ενοχή που δημιουργούν, ακόμα και οι καλύτεροι γονείς, είναι πολλές.

Επόμενα είναι λογικό και ανθρώπινο να δημιουργείται η ανάγκη συγχώρεσης με τον τρέχοντα τρόπο. Δηλαδή του σβησίματος των «αμαρτημάτων» των γονέων, της παραγραφής. Με αυτό τον  παιδικό και … κουτοπόνηρο, τελικά, τρόπο, είναι σα να  φανταζόμαστε ( συνειδητά ή ασυνείδητα ) ότι θα έχουμε «και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο ». Δηλαδή, ότι  και « ορφανοί » δεν θα μείνουμε, και δεν θα κινδυνέψουμε ( να μη μας θυμώσουν ή μας μισήσουν ) αλλά, ταυτόχρονα και, κάπως, να «θεραπευτούμε» !
 
Εδώ χρειάζεται να γίνει μια υποσημείωση: αυτοί οι φόβοι και οι ενοχές δεν έχουν να κάνουν με το εάν ο θεραπευόμενος θα εξωτερικεύσει κάποια πράγματα στους γονείς του. Τα συναισθήματα αυτά υπάρχουν ακόμη και εάν επιλέξει ή δεν χρειαστεί να «τους τα πει». Διότι κάθε άνθρωπος βρίσκεται σε διάλογο, σε εξέγερση, σε υποτακτική, ενοχική ή/και φοβισμένη στάση, απέναντι και στους «εσωτερικούς » γονείς.  Επόμενα αναστολές και εμπόδια στο δρόμο για την ελευθερία έρχονται, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό,  και από μέσα μας.

Οι αντιστάσεις όμως, όπως αυτές που αναφέραμε παραπάνω, είναι μέρος του παιχνιδιού, ο δρόμος της θεραπείας περνάει από το να βιωθούν, να αναγνωριστούν, να λυθούν και να τις υπερβούμε. Είναι μέρος του δρόμου προς την ελευθερία.

Ταυτόχρονα με τις ενοχές και τους φόβους, αυτού τους είδους η συγχώρεση, η διαγραφή του παρελθόντος είναι μια ιδιότητα την οποία μόνον ένα Ον διαθέτει. Ο Θεός. Ένας Θεός παντοδύναμος που διαγράφει την αμαρτία, την αρρώστια ακόμα και το θάνατο.
 
Ας αφήσουμε όμως το Θεό στη δουλειά του. Σε ότι αφορά εμάς, τους θνητούς, δεν είναι ναρκισσιστική μεγαλομανία, το να θέλουμε να συγχωρήσουμε όπως κάνει ο Θεός; Δεν είναι παιδικό, όχι απλά κατάλοιπο, αλλά σύμπλεγμα;

Μια τέτοια προσέγγιση της «συγχώρεσης » τελικά δεν απελευθερώνει επαρκώς τον άνθρωπο. Σίγουρα είναι ένα βήμα προς τα μπρος γιατί σημαίνει ότι το άτομο αυτό έχει αντιληφθεί τους γονείς του μέσα στις αντιφάσεις, τις ανεπάρκειες ή/και τα κακοποιητικά τους στοιχεία. Δεν ταξιδεύει πια στο άγνωστο, χωρίς να ξέρει από που του έρχονται τα άγχη, οι φόβοι, οι εμμονές, οι ενοχές που τον ταλάνιζαν και τον έφεραν μέχρι το γραφείο μας. Έχει κάνει ένα μέρος του δρόμου. Συγχωρώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, μένει ακόμα σε σημαντικό βαθμό δέσμιός της παλιάς σχέσης, παραμένει το «μικρό, φοβισμένο και ενοχικό παιδάκι τους». Ταυτόχρονα μπαίνει στο ρόλο του υπερπροστατευτικού αλλά και εθελοτυφλούντος γονιού. Τους …κακομαθαίνει, καλομαθαίνοντάς τους. Η κάθαρση έχει επέλθει μερικά.
 
Συγχωρούμε λοιπόν ή συν-χωρούμε;

Πόσο αποκαλυπτικά, πόσο απελευθερωτικά λειτουργεί η ερώτηση :  « Τελικά συγχωρείτε ή συν – χωράτε; Δηλαδή, χωράτε μέσα σας και τα όμορφα  και τα άσχημα , και το καλό και το κακό που σας έκαναν οι γονείς. Και έτσι όλα αυτά συνυπάρχουν μέσα σας, οι γονείς είναι πιο πραγματικοί μέσα στις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις,  τα θετικά και τα ελλείματά τους ».

 Είναι στιγμές Αποκάλυψης .
 
Συν-χωρώ και αποχωρώ. Διότι όταν συν-χωρέσω μπορώ και να από – χωρίσω από την μπερδεμένη, την κολλημένη στο παρελθόν, την υποτακτική ή την εξουσιαστική/εκδικητική, την τοξική σχέση  με τους γονείς, σχέση που είχα τόσο μέσα όσο και έξω μου. Και αποκτώ μια σχέση μαζί τους που εδράζεται στο σήμερα, πιο ισορροπημένη, πιο αρμονική. Η Συν-χώρεσή τους με βοηθά επίσης να αποχωρήσω και από άλλες σχέσεις που δεν έχουν χαρά, φιλία, αγάπη, παραμύθι, συναισθηματικό πλούτο, προχώρημα.
Αποχωρώ επουλώνοντας και όχι «κάνοντας το τραύμα πιο βαθύ », αντέχω «αυτό που ‘χει πια χαθεί», αντέχω που «ποτέ να σ’ αποκτήσω δεν μπορώ ».
 
Κι έτσι, δεν χρειάζεται ούτε να «οπλοφορώ », ούτε να «αδιαφορώ », ούτε να  « παρακαλάω» ούτε να μένω «εδώ στα σκοτεινά» επαναλαμβάνοντας μοιρολατρικά και παρακαλεστικά «δεν είχα φταίξει πουθενά », που όντως κανείς δεν είχε κανείς φταίξει ( ερχόμενος στον κόσμο ) αλλά το ερώτημα είναι τι κάνει στη συνέχεια με το φταίξιμο των  « άλλων ».   

Οπλοφορία, παρακάλια, αδιαφορία και σκοτάδι, που αποτελούσαν ασυνείδητες ή συχνά και συνειδητές  άμυνες όσο βρισκόμασταν κάτω από το καθεστώς ομηρίας των προβληματικών σχέσεων με τους γονείς. Άμυνες που στη συνέχεια χρησιμοποιούμε πιο ενσυνείδητα όταν μπούμε στη διαδικασία αποχωρισμού μέχρις ότου να δυναμώσουμε ψυχικά και να μην τις χρειαζόμαστε είτε να χρησιμοποιούμε την «οπλοφορία »και την «αδιαφορία » για να κρατήσουμε σε απόσταση τοξικούς ανθρώπους για τους οποίους – με δική τους ευθύνη και επιλογή – δεν υπάρχει άλλη λύση από το « πίπτει ράβδος ». 

Οι άνθρωποι « Δεν έχουμε να χάσουμε παρά μόνο το σκοτάδι μας , έχουμε όμως να κερδίσουμε έναν κόσμο ολόκληρο ».

( ευχαριστώ το Σάββα Σαββόπουλο, ψυχίατρο ψυχαναλυτή, που με εισήγαγε σε αυτήν την προσέγγιση της έννοιας της συγχώρεσης στις εποπτείες που έκανα μαζί του ).

* Ο Δημήτρης Οικονομίδης είναι ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής